ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το ζήτημα του ημερολογίου και ο τρόπος καθορισμού της εορτής του Πάσχα του Γεώργιου Μανουσάκη

0

 

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μανουσάκης, Απρίλιος 2013

        Ο ορατός και ο αόρατος κόσμος, έχουν δημιουργηθεί «εκ του μηδενός» εν χρόνω, από τον Πανάγαθο και Ζωοδότη Θεό[1]. Δεν υπάρχει δημιουργία άχρονη, μα ούτε και χρόνος χωρίς δημιουργία. Όπως, πολύ χαρακτηριστικά λέει ο Μ. Βασίλειος Εις την Εξαήμερον: «Συμφυής άρα τω κόσμω και τοις εν αυτώ ζώοις τε και φυτοίς η του χρόνου διέξοδος υπέστη, επειγομένη αεί και παραρρέουσα και μηδαμού παυομένη του δρόμου» (PG 29, 13B). Ο χρόνος είναι αδιανόητος έξω από τη φυσική πραγματικότητα και η ίδια η πραγμάτωση του κόσμου σημαίνει αυτόματη φανέρωση του χρόνου[2]. Οι αρχαίοι λαοί  ένιωσαν την ανάγκη αρκετά νωρίς, παρατηρώντας τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και τη διαδοχή των εποχών, να καταρτίσουν ημερολόγια.  Τα «ημερολόγια», τα οποία είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από μια απλή καταγραφή των ημερών, είναι συστήματα μετρήσεως του χρόνου, στα οποία εμπλέκονται επιστήμες, όπως η αστρονομία και τα μαθηματικά και αποτελούν  έργα ανθρώπων. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται, π.χ. οι ισημερίες και τα ηλιοστάσια, οι εναλλαγές των εποχών, οι φάσεις της σελήνης κλπ. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι είναι μια διαδικασία που χρειάζεται τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια. Όσο μεγαλύτερη πρόοδος σημειώνονταν στις προαναφερθείσες επιστήμες, τόσο μεγαλύτερη ακρίβεια είχαν και τα ημερολόγια. Τα ημερολόγια διακρίνονται σε: Σεληνιακά, Ηλιακά και Σεληνοηλιακά. Τα Σεληνιακά ημερολόγια κάνουν χρήση του σεληνιακού μηνός, διάρκειας περίπου  ~29,5 ημερών, τα Ηλιακά έχουν αναφορά στο τροπικό έτος και τα Σεληνοηλιακά αποτελούν σύνθεση σεληνιακού και ηλιακού ημερολογίου. Χωρίς να εγκαταλείπουν το σεληνιακό μήνα, προσπαθούν να εναρμονίσουν το πολιτικό προς το τροπικό έτος[3]. Έτος, ονομάζεται, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο. Αν είχαμε ένα Έτος, τα πράγματα θα ήταν απλά. Όμως, υπάρχουν τρία Έτη. Δύο πραγματικά κι ένα συμβατικό. Το Αστρικό έτος, που η χρονική του διάρκεια είναι 365,25636 ημέρες για μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο. Αυτό το έτος χρησιμοποιείται μόνο από τους αστρονόμους. Το Τροπικό έτος, είναι το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις του ήλιου από το εαρινό ισημερινό σημείο (πλήρη εναλλαγή των εποχών) και έχει  χρονική διάρκεια  365,242199 ημέρες (5 ώρες 48 λεπτά & 46 δεύτερα) . Τα ημερολόγια είναι κατασκευασμένα με βάση το Τροπικό έτος, γιατί αυτό γίνεται αντιληπτό στο ευρύ κοινό λόγω της εναλλαγής των εποχών. Και, τέλος, το Πολιτικό έτος. Πρόκειται για συμβατικό έτος ακεραίου αριθμού ημερών, τόσων, ώστε, με την πάροδο του χρόνου να ταυτίζονται οι ημέρες που έχουν καταμετρηθεί (πολιτικό έτος) με τις ημέρες που πραγματικά έχουν διανυθεί (τροπικό έτος).Στην εποχή μας, ο αριθμός των ημερών του πολιτικού έτους είναι άλλοτε 365 ημέρες και άλλοτε 366[4].

 

Α) ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

i) Το ημερολόγιο του Νουμά

       Από τον 8ο αι.  π.Χ. ήταν σε ισχύ ένα ηλιακό ατελές αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Ήταν χωρισμένο σε 10 μήνες, διάρκειας 304 ημερών, που ξεκινούσε την 1η Μαρτίου και τελείωνε την 30η Δεκεμβρίου. Οι μήνες είχαν διάρκεια 30-31 ημέρες. Δεν περιελάμβανε τη χρονική περίοδο των δύο χειμερινών μηνών, ίσως επειδή οι Ρωμαίοι δεν είχαν τους μήνες αυτούς αγροτικές, ή πολεμικές δραστηριότητες. Περί το 714 π.Χ. ο βασιλιάς της Ρώμης Πομπήϊος Νουμάς (Numa Pompilius) θέσπισε ένα ηλιακό ημερολόγιο, γνωστό με την ονομασία «Ημερολόγιο του Νουμά» και επιβλήθηκε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[5].Ο βασιλιάς, παράλληλα με την πολιτική, είχε και ιερατική εξουσία, φέροντας τον τίτλο του «Μέγα Αρχιερέα», διατηρώντας το δικαίωμα της τροποποίησης των ημερολογίων.               Ο Νουμάς πρόσθεσε στο αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο δυο μήνες επιπλέον, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο, φτάνοντας το έτος στις 354 ημέρες, μικρότερο πάντως, κατά 11-12 ημέρες από τη διάρκεια του τροπικού έτους. Έτσι, προστέθηκε ένας εμβόλιμος μήνας  κάθε 2 χρόνια, διάρκειας 22-23 ημερών, για να επιτευχθεί η συμφωνία πολιτικού και τροπικού έτους (δύο έτη με 354 ημέρες, ένα έτος με 376 και το τέταρτο με 377, σύνολο 708+376+377=1461/4= 365,25).

          Παρά τους υπολογισμούς του Έλληνα αστρονόμου  Κλεόστρατου του Τενέδιου, για τη διάρκεια του τροπικού έτους σε 365 ημέρες και ¼ της ημέρας, προκειμένου να καθοριστεί  πότε θα έχει ο εμβόλιμος μήνας 22 και πότε 23 ημέρες, τελικά για διάφορους λόγους, είτε άγνοιας, είτε σκοπίμως, ίσως και για λόγους φορολογικούς και εκλογικούς[6], οι ιερείς που ήταν επιφορτισμένοι με την ευθύνη της προσθήκης του εμβόλιμου μήνα, δεν τήρησαν πιστά τις οδηγίες, με αποτέλεσμα το πολιτικό έτος να έχει στην πράξη διάρκεια 365 ημέρες και 1/8 της ημέρας[7].  Έτσι, κατά το έτος 46 π.Χ., έφτασε να αποκλίνει το ημερολόγιο 80 ημέρες, οι οποίες ενώ είχαν διανυθεί, δεν είχαν καταμετρηθεί από το ημερολόγιο. Πράγματι, προστέθηκαν οι 80 ημέρες στο έτος 46 π.Χ., με αποτέλεσμα να έχει διάρκεια 445 ημερών και έμεινε στην ιστορία ως το «Έτος της συγχύσεως».

ii) Το Ιουλιανό ημερολόγιο

      Εξ αιτίας όλων αυτών των λόγων και με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσηγένη, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας  Ιούλιος Καίσαρας, υπό την ιερατική του ιδιότητα ως Μέγας Αρχιερέας, αποφάσισε να κατασκευάσει ένα τελειότερο ηλιακό ημερολόγιο και να το εναρμονίσει με το ημερολόγιο του Νουμά. Ο Σωσηγένης υπολόγισε τη διάρκεια του τροπικού έτους, δηλ. την πλήρη εναλλαγή των εποχών, σε 365 ημέρες και ¼ της ημέρας (όπως και ο Κλεόστρατος), κατανέμοντας τις σε 12 μήνες. Κατήργησε τον εμβόλιμο μήνα και το ¼ της ημέρας του κάθε τροπικού έτους την πρόσθεσε ως εμβόλιμη ημέρα ανά τετραετία. Μάλιστα, αυτή στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του Ιουλιανού ημερολογίου, έμπαινε «μετά την έκτη ημέρα προ των καλενδών του Μαρτίου», ονομαζόταν «δις έκτη ημέρα» και το έτος που την είχε «δίσεκτο»[8]. Το Ιουλιανό ημερολόγιο έλαβε την τελική του μορφή το 4 π.Χ., επί Οκταβιανού Αύγουστου,  πήρε το όνομά του, όπως ήταν φυσικό,  από τον Ιούλιο Καίσαρα και αργότερα κατέστη το ημερολόγιο της εκχριστιανισμένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου[9].Είναι γνωστό και με την ονομασία παλαιό ημερολόγιο.

iii) Το Γρηγοριανό ημερολόγιο

        Όμως, ούτε και το Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν τέλειο, γιατί η διάρκεια του τροπικού έτους, σύμφωνα με το Σωσηγένη, είναι 365,25 ημέρες, όντας μεγαλύτερη από τη διάρκεια του πραγματικού τροπικού έτους (365,25-365,242199=0,007801Χ86.400=674) κατά 674 δευτερόλεπτα. Άρα, σ’ αυτή την περίπτωση, μετριέται χρόνος χωρίς να έχει διανυθεί πραγματικά. Κάθε 128 χρόνια το Ιουλιανό ημερολόγιο αποκλίνει 1 ημέρα (86.400/674=128,18), με αποτέλεσμα το 1582, να έχει συσσωρευτεί καθυστέρηση 10 ημερών και η Εαρινή ισημερία του έτους αυτού αντί να γίνει στις 21/3 έγινε στις 11/3, εννοείται ημερολογιακά και όχι πραγματικά. Μάλιστα, προ της σύνταξης του Γρηγοριανού ημερολογίου, κατά τους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχαν γίνει αξιόλογες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, με σπουδαιότερη αυτή του Νικηφόρου Γρηγορά (1296-1359),ο οποίος συνέταξε σχέδιο διορθώσεως του ημερολογίου υποβάλλοντάς το στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ τον Παλαιολόγο (1324). Αυτός «σεσιγημένον αφήκε το πράγμα και όλως ανεπιχείρητον» φοβούμενος τη «σύγχυση των αμαθών» και εξαιτίας των δυσχερειών που θα επέφερε ιδιαίτερα στους ξένους λαούς[10]. Έτσι, το έτος 1582 ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος, θέσπισε το Γρηγοριανό ημερολόγιο με τη βοήθεια του καλαβριανού αστρονόμου και ιατρού Λουίτζι Λίλιο (Luitzi Lilio). Το ημερολόγιο αυτό είναι γνωστό με την ονομασία «Γρηγοριανό ημερολόγιο». Ο Λουίτζι Λίλιο υπολόγισε τη διάρκεια του τροπικού έτους σε 365,2425 ημέρες και η διάρκειά του είναι μεγαλύτερη μόνο κατά 26 δευτερόλεπτα από το πραγματικό τροπικό έτος (365,2425-365,242199=0,000301Χ 86.400=26). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποκλίνει, πλέον, το ημερολόγιο κατά 1 ημέρα κάθε 3323 χρόνια (86.400/26=3.323). Για να επιτύχει ο Λίλιο την ταύτιση τροπικού και πολιτικού έτους προέβει σε κάποιες διορθώσεις. Όρισε ως δίσεκτα έτη των εκατονταετιών εκείνα που διαιρούνται με το 400. Ο κανόνας είναι: «δεν είναι δίσεκτα τα έτη που αντιστοιχούν σε ακέραιο αριθμό αιώνων, παρά μόνο εκείνα που διαιρούνται με το 400». Δηλ. για τα έτη 1700, 1800, 1900, 2000 δίσεκτο είναι μόνο το 2000, επειδή διαιρείται ακριβώς με το 400. Άρα, σε διάστημα 400 ετών ο αριθμός των δίσεκτων ετών σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο είναι 100, ενώ σύμφωνα με το Γρηγοριανό είναι 97.Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Επιπλέον, αφήρεσε το 1582 τις 10 ημέρες που είχαν καταμετρηθεί χωρίς να έχουν διανυθεί πραγματικά  και την Πέμπτη 4 Οκτωβρίου ακολούθησε η Παρασκευή 15 Οκτωβρίου. Η διαφορά Ιουλιανού (Παλαιού) και Γρηγοριανού (Νέου) ημερολογίου, σήμερα ανέρχεται στις 13 ημέρες. Το έτος 2100 θα ανέλθει στις 14 ημέρες, γιατί το έτος 2100 θεωρείται δίσεκτο για το Ιουλιανό ημερολόγιο, ενώ για το Γρηγοριανό όχι, εφόσον αντιπροσωπεύει ακέραιο αριθμό αιώνων που δε διαιρείται με το 400[11].

Β) Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

i) Προ της  Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

        Η χριστιανική Εκκλησία από τα πρώτα βήματα της ιστορικής της παρουσίας καθόρισε τον ημερήσιο, εβδομαδιαίο και  ετήσιο κύκλο των εορτών, ως προσωπική έκφραση και συμμετοχή των πιστών στη ζωή, το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού,  μέσα από την εμπειρία της θείας λατρείας. Το Πάσχα και η Πεντηκοστή υπήρξαν οι πρώτες μεγάλες εορτές του ετήσιου κύκλου της Εκκλησίας, που καθιερώθηκαν αρκετά νωρίς[12].

         Το Πάσχα είναι, επίσης, μια μεγάλη εορτή των Εβραίων και καθιερώθηκε να γιορτάζεται σε ανάμνηση της θαυματουργικής διάβασης της  Ερυθράς θαλάσσης και της απελευθέρωσής τους από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία (Εξ. 12//Λευιτ. 23//Αριθμ. 28 και 9,1-5).Η λέξη «Πάσχα» προέρχεται από το εβραϊκό PΕSHAH, που σημαίνει «διάβαση». Η εορτή αυτή λέγεται και Νομικόν Πάσχα ή Φάσκα και εορταζόταν στις 14 του μήνα Νισάν, πρώτου μήνα του σεληνοηλιακού εβραϊκού ημερολογίου. Η ημέρα αυτή συνέπιπτε κατά ή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας (πρώτη πανσέληνο της άνοιξης).

       Οι Απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί, ενώ παρέλαβαν το Πάσχα από τους Εβραίους, θα δώσουν σ’ αυτό καινούριο νόημα σε ανάμνηση της Ανάστασης του Κυρίου τους. Το Πάσχα, πλέον, συμβολίζει τη «διάβαση από το θάνατο στη ζωή» και ονομαζόταν «Πάσχα το καινόν» σε αντιδιαστολή με το εβραϊκό Πάσχα.

         Η ημέρα της εορτής του Πάσχα, το περιεχόμενο αυτής, καθώς και η έκταση και το είδος της νηστείας, οδήγησαν στην έριδα του Πάσχα κατά το 2ο αι.  Το Πάσχα εορταζόταν διαφορετικώς σε Ανατολή και Δύση. Οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί, μην ξεχνώντας το ιουδαϊκό τους παρελθόν, και οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, συνδεδεμένες με την ιωάννεια παράδοση, εόρταζαν το Πάσχα τη 14η Νισάν, οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος κι αν συνέπιπτε αυτή[13],τονίζοντας το γεγονός της Σταύρωσης του Χριστού.                                                   Οι εορτάζοντες το Πάσχα τη 14η Νισάν, έμειναν στην ιστορία με το όνομα «Τεσσαρεσκαιδεκατίτες». Οι υπόλοιπες Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης εόρταζαν το Πάσχα την αμέσως επόμενη Κυριακή μετά τη 14η Νισάν, τονίζοντας περισσότερο την Ανάσταση του Κυρίου.          Το ζήτημα του κοινού εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα και η πλήρη αποσύνδεσή του από το Πάσχα των Ιουδαίων, απασχόλησε ιδιαίτερα τους Επισκόπους των Εκκλησιών της εποχής εκείνης, θέλοντας να δώσουν μια κοινή λύση στο πρόβλημα. Οι διαφορές των Εκκλησιών σχετικά με τον εορτασμό του Πάσχα δεν έθιξαν την μεταξύ τους ενότητα, αλλά αποτελούσε αφορμή για να δημιουργούνται προστριβές ανάμεσά τους. Για την άρση όλων αυτών των διαφορών και των αντεγκλήσεων μερίμνησε η Α΄ Οικουμενική σύνοδο, που συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ[14].

ii) Απόφαση Α΄ Οικουμενικής Συνόδου 325 μ.Χ.

           Η Α΄ Οικουμενική σύνοδο συνεκλήθη, ως γνωστόν, για να αντιμετωπίσει την αίρεση του Αρείου. Παράλληλα, όμως, επελήφθη και για τον εορτασμό του Πάσχα ορίζοντας όπως αυτό να εορτάζεται απ’ όλους τους χριστιανούς ταυτοχρόνως, «κατά την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας», η οποία τότε συνέπιπτε κατά το ισχύον ιουλιανό ημερολόγιο την 21η Μαρτίου και μετά το Ιουδαϊκό Πάσχα[15].

Αυτό σήμαινε:

·        πλήρη αποδέσμευση του χριστιανικού Πάσχα από το ιουδαϊκό,

·        καθορισμός του χριστιανικού Πάσχα ανεξάρτητα από τα ιουδαϊκά ημερολόγια (πού όριζαν ενίοτε το Πάσχα και προ της εαρινής ισημερίας) διά του καταρτισμού πασχαλίων κύκλων,

·        ορισμός της εαρινής ισημερίας ως διαχωριστικής γραμμής του προηγουμένου από το επόμενο Πάσχα, για να μη συμπέσει δύο φορές ο εορτασμός μέσα στο ίδιο τροπικό έτος, «μη δις του ενιαυτού ενός παθήματος μνείαν ποιήσθε»(ΙΖ΄ Αποστ. Καν.)

·        ταυτόχρονος υπό πάντων των χριστιανών εορτασμός του Πάσχα και

·        αποκατάσταση της ενότητας των Εκκλησιών[16].

           Παρά την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, του Ζ΄ Αποστολικού κανόνα, που ορίζει: «ει τις Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος την αγίαν του Πάσχα ημέραν προ της εαρινής ισημερίας μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθω» και του Α΄  κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας του 341 μ.Χ., η ανομοιομορφία του εορτασμού του Πάσχα συνεχίστηκε περισσότερο από δύο αιώνες μέχρι  να επέλθει εορτολογική ενότητα των Εκκλησιών[17].

           Πρέπει, σ’ αυτό το σημείο να επισημάνω ιδιαιτέρως το γεγονός, ότι η Α΄ Οικ. Σύνοδος θέλοντας να ορίσει την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, δεν όρισε μήνες και ημέρες του Ιουλιανού ημερολογίου, αλλά έθεσε ως σταθερή βάση υπολογισμού του, την εαρινή ισημερία. Δεν όρισε τον εορτασμό ημερομηνιακά, αλλά αστρονομικά, εξαιτίας του γεγονότος, ότι αυτό που ενδιαφέρει από Κανονική άποψη δεν είναι η ημερομηνία, αλλά η εαρινή ισημερία[18]. Άρα, το επιχείρημα, ότι η Α΄ Οικ. Σύνοδος εξέδωσε Κανόνα υπέρ του Ιουλιανού ημερολογίου, κρίνεται τουλάχιστον ανακριβές[19]. Η Α΄ Οικ. Σύνοδος ανέθεσε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, "τήν κπόνησιν τν Πασχαλίων κύκλων" δηλ. τον υπολογισμό του Πάσχα και την γνωστοποίηση της ημέρας αυτού, διά των πασχαλίων επιστολών, σε όλες της Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης, προκειμένου να γίνεται από κοινού σε Ανατολή και Δύση ο εορτασμός του Πάσχα[20].Στην Αλεξάνδρεια χρησιμοποιούσαν τον Κύκλο του Μέτωνα για τον προσδιορισμό των μελλοντικών Πανσελήνων, σύμφωνα με το ισχύον τότε Ιουλιανό ημερολόγιο[21].

iii) Ο κύκλος του Μέτωνα (Κύκλος της Σελήνης)

Ο Αθηναίος αστρονόμος Μέτων (432 π.Χ.) ανακάλυψε ότι 235 συνοδικοί μήνες ισοδυναμούν με 19 τροπικά ηλιακά έτη[22].

Συνοδικός μήνας είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών ομωνύμων φάσεων της σελήνης (π.χ. μεταξύ δύο πανσελήνων, ή μεταξύ δύο πρώτων τετάρτων) και είναι ίσος με 29,530588 ημέρες (~ 29 ημ. 12 ωρ. & 44΄), ενώ το Τροπικό έτος, όπως αναφέραμε και στην αρχή, είναι το χρονικό διάστημα για μια πλήρη εναλλαγή των εποχών κι έχει διάρκεια 365,242199 ημέρες (~ 365ημ. 5 ωρ. 48΄& 46΄΄).

Αυτή η περίοδος των 19 τροπικών ετών, ή 6940 ημερών περίπου, ονομάστηκε κύκλος του Μέτωνα, ή κύκλος της σελήνης. Ο κύκλος αυτός είναι πρακτικά χρήσιμος, διότι αν καταγράψουμε τις ημερομηνίες των φάσεων της σελήνης επί 19 συνεχόμενα έτη, οι φάσεις αυτές θα επανέρχονται στις ίδιες ημερομηνίες και κατά τα επόμενα 19 έτη κ.ο.κ[23].

Αν κάνουμε, όμως τους απαραίτητους πολλαπλασιασμούς, θα βρούμε τα εξής αποτελέσματα: 235 Χ 29,530588=6.939,68818

19 Χ 365,242199= 6.939,601781, διαπιστώνουμε ότι οι 235 συνοδικοί μήνες δεν ισούται ακριβώς με τα 19 τροπικά ηλιακά  έτη. Η διαφορά είναι 2 ώρες 4 λεπτά και 24,8736 δευτερόλεπτα[24]. Ο κύκλος του Μέτωνα δίνει μέχρι σήμερα την Μετώνεια (ή Ιουλιανή) πανσέληνο, 4-5 περίπου ημέρες αργότερα από την αστρονομική πραγματική πανσέληνο[25].Για τον 21ο αιώνα η διαφορά είναι 4 ημέρες, για τον 22ο θα είναι 5. Αντίθετα, η Πανσέληνος που δίνει το Γρηγοριανό ημερολόγιο σχεδόν ταυτίζεται με την αστρονομική Πανσέληνο, αφού λαμβάνει υπόψη του το λάθος του Μέτωνα. Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς και παρά το σφάλμα που είχαν, το οποίο στην αρχή ήταν μικρό, σχηματίστηκε από τους Αλεξανδρινούς αστρονόμους ο πίνακας των Πανσελήνων του Πάσχα (Πασχάλιοι πίνακες), δηλ. των κατά την 21η Μαρτίου και μετά Πανσελήνων του Ιουλιανού ημερολογίου, που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται είτε αυτούσιο (Ρωσική Εκκλησία, Άγιο Όρος, Πατριαρχείο Ιεροσολύμων κλπ), είτε σε σχέση με το Νέο ημερολόγιο, όπως εμείς[26].

        Η επινοηθείσα[27] αυτή λύση του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου κατά 13 ημέρες έχει δημιουργήσει πλείστα όσα προβλήματα στην Τυπική διάταξη της Εκκλησίας μας, τα οποία θα γνωρίζετε καλώς όσοι από εσάς ασχολείστε ενεργά με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Η ημερομηνία της εορτής του Πάσχα επηρεάζει 10 εβδομάδες πριν (Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου) και 8 μετά από αυτό (Κυριακή των Αγίων Πάντων), συνολικά 126 ημέρες, περισσότερο από το 1/3 του Εκκλησιαστικού έτους. Αντιθέτως, όσες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν αποδέχτηκαν επί του εορτολογίου τους το Γρηγοριανό ημερολόγιο, δεν αντιμετωπίζουν επιπλοκές και απορίες στην εφαρμογή του Τυπικού.

iv) Πώς υπολογίζεται η ημερομηνία του Πάσχα

Ο υπολογισμός του Πάσχα, από την εποχή των αγίων μεγάλων Πατριαρχών Αλεξανδρείας Αθανασίου και Κυρίλλου μέχρι σήμερα στηρίζεται σ' ένα ΚΑΝΟΝΙΟΝ, σ' ἕνα πίνακα διαρκούς ευρέσεως· σ’ ένα αλγόριθμο, πού ως σταθερά έχει "το, κατά τους Ο΄, από κτίσεως κόσμου έτος". Με βάση αυτόν τον Πίνακα, πού βρίσκεται στο τέλος του Ιερού Ευαγγελίου και του Μέγα Ωρολογίου,  βρίσκουμε την ημερομηνία του Πάσχα. Στο έτος που μας ενδιαφέρει προσθέτουμε τον αριθμό 5508. Το άθροισμα, μας δίδει το "πό κτίσεως κόσμου τος". Με αυτόν τον αριθμό και αριθμητικούς υπολογισμούς βρίσκουμε τον κύκλο του ηλίου, τον κύκλο της σελήνης και το θεμέλιον αυτής. Το πρόβλημα είναι τα δεδομένα και κατά πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα σήμερα[28]. Σήμερα γνωρίζουμε, ότι δεν χρησιμοποιείται ο κύκλος του Μέτωνος στον καθορισμό του ημερολογίου, διότι αποδίδει πλασματική πανσέληνο. Επιπλέον, το Ιουλιανό ημερολόγιο ως ελλιπές, συμπαρέσυρε την ημερομηνία της ισημερίας και της πανσελήνου[29].Επίσης, υπάρχει ένα ζήτημα με τον καθορισμό της ημερομηνίας του Εβραϊκού Πάσχα.

Το Εβραϊκό Πάσχα δεν εορτάζεται όποτε εμείς θέλουμε ή όπως εμείς το υπολογίζουμε και στα Πασχάλια μας αναγράφουμε, αλλά όποτε οι Ισραηλίτες μέχρι σήμερα το καθορίζουν βάσει του Ισραηλιτικού παλαιού διορθωμένου τους σεληνοηλιακού ημερολογίου[30].

Σύμφωνα με αυτό, το ἔτος περιλαμβάνει 12 (κοινό) ἤ 13 (εμβόλιμο) σεληνιακούς μήνες των 29 ἤ 30 ημερών και φυσικά δεν είναι δυνατόν να συμπέσει με το ηλιακό (τροπικό) ἔτος. Ὁ 13ος εμβόλιμος μήνας απαιτείται κατά διαστήματα, επειδή το σεληνιακό ἔτος έχει 354 ημέρες. Ανά περίοδο 19 ετών (κύκλος του Μέτωνος) η αρχή του ισραηλιτικού έτους συμπίπτει με το ηλιακό. Επειδή ο μήνας Νισάν, αναλόγως του διανυομένου κοινού ή εμβόλιμου έτους, δεν συμπίπτει την ίδια εποχή του τροπικού έτους, έτσι μέχρι σήμερα η πανσέληνος της άνοιξης για τούς Εβραίους, δηλ. η 14η/ 15η του σεληνιακού μήνα Νισάν, είναι ή η πανσέληνος ακριβώς μετά την εαρινή ισημερία του Γρηγοριανού ημερολογίου, ή η επόμενη πανσέληνος[31].Όσον αφορά το διορθωμένον ιουλιανόν ημερολόγιο , το Νομικό Φάσκα, πέφτει στην μεταξύ 26ης Μαρτίου και 23ης Απριλίου πρώτης πανσελήνου της εαρινής ισημερίας, η οποία εξ εσφαλμένων υπολογισμών και των ατελειών του σεληνιακού ημερολογίου, τοποθετείται από τους Εβραίους την 26η ή την 27η Μαρτίου, δηλ. 6-7 ημέρες αργότερα από την κανονική εαρινή ισημερία[32]. Οπότε, το Νομικόν Φάσκα, μπορεί να εορταστεί και πέραν της 23ης Απριλίου, όπως, π.χ. το 2016 θα είναι στις 26 Απριλίου. Καθολικών: 27/3 ,Ορθοδόξων: 1/5.

Η Ρώμη διόρθωσε το 1582 το ημερολόγιο και το πασχάλιο, αντικατέστησε δε το χρυσον γράμμα διά της επακτής, η οποία δεν συνδέεται ακλόνητα με το ημερολόγιο, δέχεται δε κατά διαστήματα διορθώσεις προσαρμογής.

  Οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι εορτάζουν το Πάσχα (Λατίνων Πάσχα), υπολογίζοντας την εαρινή ισημερία και την εαρινή πανσέληνο σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και το σφάλμα του κύκλου του Μέτωνα, τη λεγόμενη εκκλησιαστική πρόπτωση. Έτσι, το Γρηγοριανό ημερολόγιο, παρά τις ατέλειες του, δεν παύει να είναι ακριβέστερο του Ιουλιανού.

v) Πώς προέρχονται οι διαφορές στην ημερομηνία του Πάσχα

        Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας δέχθηκε το 1924 το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά χωρίς μετακίνηση του Πασχάλιου κύκλου και των κινητών εορτών που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το παλαιό ημερολόγιο. Με τον τρόπο αυτό διατηρήθηκαν και τα δύο λάθη: το λάθος του Ιουλιανού ημερολογίου (η διαφορά των 13 ημερών) και το λάθος του κύκλου του Μέτωνα (δίνει την εαρινή πανσέληνο 4-5 αργότερα από την πραγματική) και αυτά ευθύνονται για τη διαφοροποίηση της ημερομηνίας του Πάσχα των Ορθοδόξων[33].

       α) Ας πάρουμε ως παράδειγμα το φετινό Πάσχα, του 2013:

  Η αστρονομική πανσέληνος ήταν 27 Μαρτίου. Οι Καθολικοί την υπολόγισαν πράγματι στις 27 Μαρτίου (Γρηγοριανή), θεωρείται εαρινή εφόσον είναι μετά την 20η  Μαρτίου, που ήταν η εαρινή ισημερία, άρα η επόμενη Κυριακή 31 Μαρτίου είναι ορθώς η Κυριακή του Πάσχα. Για εμάς, η Πανσέληνος της 27ης Μαρτίου δεν θεωρείτε Εαρινή, αφού εκλαμβάνεται σύμφωνα με το π.η. ως 14η Μαρτίου, άρα προ της Εαρινής Ισημερίας. Έτσι περιμένουμε την επόμενη Πανσέληνο. Κι ενώ η πραγματική/αστρονομική πανσέληνο είναι στις 25 Απριλίου, λόγω του σφάλματος του κύκλου του Μέτωνα, δίνεται στις 29 Απριλίου. Άρα, το Πάσχα εορτάζεται στις 5 Μαΐου/ π.η. 22 Απριλίου. Δηλ. το φετινό Πάσχα θα το εορτάσουμε μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο. Αυτό είναι αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης του Ιουλιανού ημερολογίου  για τον προσδιορισμό της εαρινής ισημερίας και του κύκλου του Μέτωνα για τον προσδιορισμό της πανσελήνου. Όταν η εαρινή πανσέληνος συμβεί από 21-29 Μαρτίου με το ν.η./8-16 Μαρτίου π.η., τότε το Πάσχα των Καθολικών προηγείται αυτού των Ορθοδόξων από 4-6 εβδομάδες  (2002 31/3- 5/5,2005 27/3- 1/5, 2013 31/3- 5/5, 2016 27/3-1/5 κλπ)

       β) Εξαιτίας του λάθους του κύκλου του Μέτωνα, που δίνει 4 ημέρες αργότερα την Ιουλιανή πανσέληνο από την πραγματική/ αστρονομική, πολλές φορές  εορτάζουμε το Πάσχα όχι την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο, αλλά την επόμενη. Π.χ. το 2009, η αστρονομική πανσέληνος ήταν στις 10 Απριλίου ( κανονικά Πάσχα 12 Απριλίου), όμως η Μετώνεια πανσέληνος δινόταν στις 14, άρα το ορθόδοξο Πάσχα εορτάστηκε μία εβδομάδα αργότερα, στις 19 Απριλίου.

  γ) Κοινό Πάσχα με τους Καθολικούς έχουμε, όταν η Γρηγοριανή/αστρονομική και η Ιουλιανή/Μετώνεια πανσέληνοι πέσουν την ίδια εβδομάδα . Εάν, πέσουν σε διαφορετική, το Καθολικό Πάσχα εορτάζεται νωρίτερα μόνο κατά μία εβδομάδα από το Ορθόδοξο.

Παράδειγμα: το 2010 η Μετώνεια/ Ιουλιανή πανσέληνο δίνεται το Σάββατο 3 Απριλίου (ν.η.)/ 21 Μαρτίου (π.η), ενώ η Γρηγοριανή/αστρονομική Τρίτη 30 Μαρτίου (4 ημέρες νωρίτερα λόγω του σφάλματος του κύκλου του Μέτωνα, αλλά μέσα στην ίδια εβδομάδα). Έτσι, θεωρείται και με τα δύο ημερολόγια Εαρινή Πανσέληνο (21 Μαρτίου/3 Απριλίου), οπότε έχουμε κοινό Πάσχα την αμέσως επόμενη Κυριακή 4 Απριλίου.

Παράδειγμα μίας εβδομάδας νωρίτερα του Πάσχα των Καθολικών από αυτό των Ορθοδόξων: Το έτος 2003 η Ιουλιανή/Μετώνεια πασχαλινή πανσέληνος ήταν την Κυριακή 20/4 και η Γρηγοριανή πασχαλινή πανσέληνος Τετάρτη 16/4, με διαφορά 4 ημερών λόγω του λάθους του κύκλου του Μέτωνα. Οι δύο πανσέληνοι, το συγκεκριμένο έτος δεν πέφτουν την ίδια εβδομάδα. Άρα, το Πάσχα των Καθολικών εορτάζεται στις 20/4 και των Ορθοδόξων μία εβδομάδα αργότερα στις 27/4[34].

Με όσες Εκκλησίες χρησιμοποιούν αυτούσιο το Ιουλιανό ημερολόγιο (Παλαιό ημερολόγιο π.η.) εορτάζουμε μαζί το Πάσχα, με τη διαφορά ότι το δικό τους ημερολόγιο δίνει ημερομηνία 13 ημερών νωρίτερα (για εφέτος: 5/5- 22/4).

Όρια εορτασμού του Πάσχα[35] :

  • Για τους Ορθόδοξους που ακολουθούν το Νέο ημερολόγιο, μέχρι και το έτος 2099: από 4/4 (Πάσχα 2010) έως 8/5 (Πάσχα 2078). Γι’ αυτούς που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο από 22/3 έως και 25/4.
  • Για τους Καθολικούς τα όρια είναι: από 22/3 (τα έτη 2057,2068) έως 25/4 (για το έτος 2038).

v  Η κατάρτιση των ημερολογίων είναι θέμα καθαρά επιστημονικό και  σε καμία περίπτωση δεν είναι δογματικό ζήτημα.

v  Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία και αποφάσισε περί της ημέρας του Πάσχα των χριστιανών, έθεσε ως σταθερή βάση του υπολογισμού της ένα αστρονομικό γεγονός, την εαρινή ισημερία.

v  Οι Ανατολικές χριστιανικές Εκκλησίες χρησιμοποιούν, είτε αυτούσιο, είτε «διορθωμένον κατά 13 ημέρες» το Ιουλιανό (παλαιό) ημερολόγιο και τον Κύκλο του Μέτωνα, προκειμένου να προσδιορίσουν την Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και εξ αυτής την ημερομηνία εορτής του Πάσχα.

v  Ο τρόπος που υπολογίζεται η ημερομηνία του Ορθόδοξου Πάσχα, μπορεί να είναι σύμφωνος με την παράδοση (Πασχάλιοι Πίνακες), αλλά παραβιάζεται σαφώς η απόφαση της Α΄ Οικ. Συνόδου, που όρισε ο εορτασμός του Πάσχα να γίνεται «κατά την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας», εξαιτίας του λάθους υπολογισμού της.

v   Είναι σαφές ότι η Α΄ Οικ. Σύνοδος δεν δογμάτισε υπέρ του Ιουλιανού ημερολογίου και των στοιχείων αυτού, όμως η διόρθωση και μεταβολή του Πασχάλιου Κανόνα, που βασίζεται πάνω στο Ιουλιανό ημερολόγιο, αποτελεί θέμα μιας Πανορθόδοξης Συνόδου.

Ιδιαιτέρως θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Δ. Μπουνάκη, Σχολικό Σύμβουλο των Μαθηματικών, για την πολύτιμη βοήθειά του στη συγγραφή της παρούσας εργασίας.



[1] Θ.Η.Ε τόμ. 4, «Δημιουργία» σ.1082

[2] Ματσούκας Ν., Επιστήμη φιλοσοφία και θεολογία, στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 19902, σ.σ. 154-156

[3] Θ.Η.Ε. τομ. 6 «Ημερολόγιον» σ. 46

[4] Καραγκιοζίδης Π., «Ημερολόγια και ημερολογιακή μεταρρύθμιση», σ.1 http://www.polkarag.gr/FILES/astr/Calendar.pdf

[5] Στο ίδιο σ.σ. 1-2

[6] †Παρασκευαΐδη Χρ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» http://www.myriobiblos.gr/books/book1/eisagogika2.htm

[7] Καραγκιοζίδης Π.,ό.π. σ.3

[8] Στο ίδιο σ.3

[9] †Παρασκευαΐδη Χρ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι»

[10] Στο ίδιο

[11] Καραγκιοζίδης Π., ό.π. σ. 5

[12] Φειδάς Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία τ. Α΄,Αθήνα 20023,σ.σ. 271-272

[13] Στο ίδιο, σ.σ. 274-276

[14] †Παρασκευαΐδη Χρ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι»

[15] †Παρασκευαΐδη Χρ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι»

[16] Ματθαίου Μ., Αρχιμανδρίτης, Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα των Ορθοδόξων και η ημερολογιακή μεταρρύθμιση, σ.4 http://www.saintlucas.gr/ARTHRA_MELETES/HMEROMHNIA_PASXA.htm#_edn2

[17] †Παρασκευαΐδη Χρ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών, «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι»

[18] Στο ίδιο

[19] Στο ίδιο

[20] Στο ίδιο

[21] Μπουνάκης Δ., Η ημερομηνία του Πάσχα ,σ.2 http://users.sch.gr/mmanol/Sunergasies/HmerominiaPasxa.pdf

[22] Μπουνάκη Δ., Το τελευταίο πιο πρώιμο Πάσχα σ.2 http://theologoi-kritis.sch.gr/docs/arthrografia/pasha.pdf

[23] Στο ίδιο, σ.2

[24] Μπουνάκης Δ., Η ημερομηνία του Πάσχα ,σ.2

[25] Μπουνάκη Δ., Το τελευταίο πιο πρώιμο Πάσχα σ.2

[26] Μπουνάκη Δ., Το τελευταίο πιο πρώιμο Πάσχα, σ.2

[27] Ματθαίου Μ., Αρχιμανδρίτης, Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα των Ορθοδόξων και η ημερολογιακή μεταρρύθμιση, σ.1

[28] Ματθαίου Μ., Αρχιμανδρίτης,  Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα των Ορθοδόξων και η ημερολογιακή μεταρρύθμιση, σ.σ.1-2

[29] Στο ίδιο, σ.2

[30] Ματθαίου Μ., Αρχιμανδρίτης, Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα των Ορθοδόξων και η ημερολογιακή μεταρρύθμιση, σ.5

[31] Στο ίδιο, σ. 5

[32] Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

[33] Μπουνάκη Δ., Το τελευταίο πιο πρώιμο Πάσχα, σ.σ.3-5

[34] Μπουνάκης Δ., Η ημερομηνία του Πάσχα ,σ.8

[35] Μπουνάκης Δ., Η ημερομηνία του Πάσχα ,σ.σ, 6-7

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ