ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Στην κηδεία του Νικόλα της Κατερίνας Βοτζάκη

0

Κακό πράμα ήτανε ο Νικολής μια ζωή, από μικρός αρρώσταινε κάθε τόσο. Όλο κρυωμένος ακόμα και το κατακαλόκαιρο

ετρέχανε οι μίξες του. Εξήντα χρονώ του 'ρθε να παντρευτεί μα και ποια να τονε πάρει. Μεγάλο ζόρε τον είχε πιάσει και όποια εθώριε τση 'στελνε και ένα προξενητή. Εβαρεθήκανε οι αθρώποι να αναμαζώνουνε τα όχι των γονέω και να του τα πηγαίνουμε. Εγέμισε το σπίτι ντου και τον έπιασε πάλι κρούψη και αποφάσισε να ξεπορτίσει και να ψάξει μοναχός του. Καβαλίκεψε το γιοργαλίδικο και έπιασε τα γυροχώρια.

Εφόρτωνε στο γιοργαλίδικο τα όχι ντου και αυτός στη μέση εβγήκε η ψυχή του ζωντανού, μέχρι που έφταξε σε ένα χωριό ξεχασμένο και από το θεό τον ίδιο. Δυό τρία σπίτια και δεν κάτεχε ήντα να κάνει και που να πάει, καφενείο ούτε λόγος και έκανε και μια κρυγιότη που χτυπούσανε τα δόντια του. Έ, το πήρε απόφαση και χτύπησε την πρώτη πόρτα που εσυνάντησε. Με τα πολλά η πότρα άνοιξε, αφού πρώτα τονε ρωτήξανε ποιος είναι και ήντα θέλει, μπήκε μέσα ο Νικολής και ο νοικοκύρης τον υποδέχτηκε με τα βαΪων και κλάδων.

-Και ψάχνεις νύφη, κουμπάρο?

-Πολεμώ μπρε κουμπάρο, μα είναι δύσκολο. Εγώ νοικοκύρης είμαι, με τα χωραφάκια μου, με τα οζουλάκια μου, τσ' ελές μου, το κονάκι μου,

μα δε κατέω ήντα ψάχνουνε οι γυναίκες στσι μέρε μας και αναγυρίζουνε... (Καθρέφτη δεν είχε στο σπίτι ντου.)

-Μη σε γνοιάζει και κάτι μπορεί να γενεί...Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του ο νοικοκύρης και ένα ξανθό κεφαλάκι μιας κοπελιάς,

εφάνηκε  να γέρνει από την κάσα τση μεσόπορτας και οι χοντρές κοτσίδες τση πέσανε ίσια μπρoς...

'Εμεινε αποσδολωμένος ο Νικολής κι' αυτή ετραβήχτηκε και χώστηκε πάλι. Πολύ όμορφη, ροδοκόκκινη οσά ντη βιόλα, ήτανε δεν ήτανε εισοσπέντε χρονώ.

Έπιασε την κίνηση ο σπιτονοικοκύρης και περιχαρής του λέει:

-Άρεσε σου μπρε κουμπάρο η κοπελιά? Πες μου εσύ και ξιά μου εμένα!!!

-Ανε μ' αρέσει λέει? Αρέσει μου κουμπάρο, αρέσει μου και νάχα κάμεις πράμα θε να στο χρωστώ!

-Άμα δε μπορώ του λόγου μου  ποιος μπορεί, κόρη μου είναι και θέλω και γω να τηνε αποκαταστήσω γιατί είναι καιρός τση. Ότι τση λέω κάνει και θα το πει το ναι, αλλά είναι και ντροπαλή και ανέ τσι μιλίσεις και δε σου απαντήσει μη παρεξηγήσεις από τη ντρόπια τζη θα' ναι.

Συνήλικοι πάνω κάτω γαμπρός και πεθερός ετελειώσανε το προξενιό και γίνηκε τάκα τάκα ο γάμος, φόρτωσε στο μπεγίρι τη νύφη, την Καλλιόπη, ετσά τη λέγανε και ντουγρού για το χωριό ντου. Μιλιά δεν έβγανε η νύφη, τσι μίλιε ο Νικολής μα αυτή πράμα. Πολλά ντροπαλή μωρέ μου βγήκε σκέφτηκε, μα ήτανε η χαρά ντου τόση  που βρήκε γυναίκα που το ξέχασε...

Περάσατε μερικοί μήνες, η Καλλιόπη είχε αρχίξει και έλεγε που και λέξη μα ήτανε μπίτι τσευδή και λίγο λίγο σα να έχανε και λάδια από τη μια μεριά του νου τζη. Στο ψιλό την είχανε πάρει οι χωριανοί και πρώτος πρώτος ο Λευτέρης, ο ρημαδόρος του χωριού. Οι μαντινάδες για την Καλλιόπη δίνανε και πέρνανε, τα μάθαινε ο Νικολής μα σημασία δεν έδινε, είχε αυτός μια βιόλα να αγκαλιάζει και δεν πάνε να πνιγούμε ούλοι.

Έδωσε μεγάλο ζόρε όμως τα βράδια ντου, ήτανε και μεγάλος άθρωπος και φιλάσθενος και μια στιγμή απόμεινε ο Νικολής, χασκούμενος και με ορθάνοιχτα τα μάθια...

Το απόγευμα τονε χάσανε οι χωριανοί ντου και πήγανε στο σπίτι ντου να δούνε ήντα 'γινε και δεν πήγε στα οζά ντου σήμερο.

-Τσοιμάτε το Νικογιό μου, από σες με ανοιτά τα μάσια ντου τσε δε τσυπνά με πλάμα!!!

Κρυγιός αέρας μπήκε στα σκώτια τους και μπήκανε στη κρεβατοκάμερα του Νικολή και τον ήβρανε τέζα.

Κι άρχιξε ο Λευτέρης:

 Όφου και τα απόστεξες τα μάθια Νικολάκη

 κι' εδά χηρούκλα άφησες μωρέ το Καλλιοπάκι

με το βαθύ το κούταλο κοκκάλιζες το μέλι

εξέχασες τα χρόνια σου και το 'παιζες κοπέλι,

όφου όφου και το 'παιζες κοπέλιιιιιιιι!!!

Είδανε και πάθανε να εξηγήσουνε στη Καλλιόπη πως εταξίδεψε ο άντρας τση, τση βάλανε μαύρα και ένα μαύρο μαντήλι στη κεφαλή

και τσι πανε, εκειά θα κάτσεις μέχρι αύριο και θα τονε κλαίεις. Έκατσε  η χήρα δίπλα στο Φέρετρο και άρχιξε:

Όφου τσε ζάντα έτεσες τα μάσια σου γαλίζα,

τη νώλα που σου βάτουνα εζώ τη καπανίζα...

Όι όι όι ήντα 'πασα η κακομοίλαααααα!!!

Δάγκωνε τα χείλια ντου ο κόσμος να μη γελάξει, ο Λευτέρης εμαντιναδολόγα, μέχρι που κάποια γυναίκα λέει τση χήρας πως πρέπει να κόψει τση πλεξούδες τση και να τση βάλει απάνω στο ποθαμένο γιατί έτσι πρέπει. Σηκώνεται απάνω η χήρα αρπά τη κουροψαλίδα και κόβει σύριζα τση πλεξούδες τση και πάει και τση αφήνει τη μια από τη μια μεριά και την άλλη από την άλλη στα αυτιά του άντρα τζη. Ωωωωω!!! αυτό ήτανε το αποκορύφωμα! Βαστούνε ούλοι τη κοιλιά ντονε από τα γέλια και πέρνει καιρό ο Λευτέρης:

Να κάτεχα ανέ θωρρείς την όψη τη δική σου

με τη ξανθιά τη κόμωση πάνω στη κεφαλή σου...

Παντέρμο Νικολάκη μου τα χάλια σου πολλά 'ναι

και οι σκουλήκοι θα σκεφτούν να 'ρθουνε να σε φάνε...

Πως καταντίζει ο άθρωπος ίσαμε να ποθάνει

ποτέ ντου δε ντο σκέφτεται κι' ο νους του δεν το βάνει...

Καλή σου ώρα Νικολή να' ναι καλή στραθιά σου

και τση πλεξούδες πρόσεχε που κρέμουνται στ' αυθιά σου...

Που κρέμουνται στ' αυθιά σου, που κρέμουνται στ' αυθιά σου...

Κατερίνα Βοτζάκη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ