Αληθινή ιστορία
Απεις 1 εγιάειρενε από το ντουκιάνι η Δοξανιώ έπεσενε γονατιστή στα πόδια τση μάνας και τη μ-παρακάλιενε: Μάνα, άφης2 με μάνα μου να πάω στο θέρος, στη Μεσσαρέ , με τσ΄άλλους χωριανούς
Κακό και κακοτόθασα Δοξανιώ μου κι είντα ΄ναι τουτεσάς οι κουβέντες;
Γιάντα3 μάνα, γιάντα;
Θέλει κοπελιά μου και ρώτημα; Είσαι πολλά μιτσή4 , απροχθές εξεσκόλισες5
Άλλα λόγια Δοξανιώ, άλλα λόγια, τση ΄πενε ξετρουμισμένη6 η θεια τζη η Κατεριά, απού ΄τανε ακόμη στο σπίτι, δε ν-εβγήκες ακόμη απού τ΄αυγό και θα πιάσεις τα΄ανάπλαγα7;Δώδεκα χρονώ κοπελοπούλα, ακόμη δε ν-έπηξενε ο νους σου και θα πας να δουλεύγεις με άντρες, αλάργο8 απού τη μάνα σου; Ποια ν-άλλη από παδά9 θα πάει ετσά μιτσή σα γ-και σένα; Ετροζάθηκες ντιμπιντούς10;
Τα κοπέλια μάνα είναι πολλώ λογιώ σα ν-τα πουλιά. Τα χελιδόνια φεύγουνε κάθα χρόνο για να γνωρίσουνε καινούριους τόπους, άλλους ανθρώπους, ενώ οι σπουργίτες βαριούνται και κάθουνται στο ν-ίδιο τόπο και μούτε φωλέ δε χτίζουνε μόνο γεννούνε τ΄ αυγά ν-τωνε στο έτοιμο σπιτάκι τω χελιδονιώ. Εγώ μάνα μου είμαι χελιδόνι και θέλω να πετάξω δε ν-είμαι σπουργίτης!
Με τα πολλά παρακάλια άφηκενε η Κρουσταλλιά τη γ-κοπελιά τζη να πάει στη μ-πλατεία. Ήτανε σίγουρη ότι ο νοικοκύρης δε θέλα τηνέ πάρει γιατί ΄τανε μπεϊλί11 πως ήτανε πολλά μιτσή και θα τσ΄ απόμενε μόνο η γι-όρεξη . . .
Εφουντάλλαξενε12 η Δοξανιώ έβαλενε το φουστάνι το καλύτερο το αλατζαδένιο13 , τα ξύλινα φελουδάκια, έπλεξενε τα μαλλιά τζη πλεξούδες, τσι τσιμπρόδεσενε14 μ΄ένα κόκκινο τσικούρι κι εγλάκανε15 στη μ-πλατεία.
Εγελούσανε οι χωριανοί απού τη θωρούσανε στολισμένη και τη πειράζανε . . .
«Εσένα Δοξανιώ, σε δαγκάσανε οι μπουμπούροι16 και πρηστήκανε τα βυζάκια σου, και δε θα σε πάρει ζαβαλε17 τ΄ αφεντικό. . .
Αυτή εσάλευγενε καμαρωτή, έβανενε το δαχτύλι στο στόμα και των έκανενε νόημα να μη βγάνουνε άχνα . . .
Γεια σου μπάρμπα Μεσσαρίτη, να με πάρεις θέλει και μένα στο θέρος;
Είντα να σε κάμω μωρή παιδί μου, απού σαι πολλά μιτσή;
Μπάρμπα, μη με ξανοίγεις και δε με πιάνει τ΄ αμάτι σου, κατσιασμένη18 είμαι απού τη μ-πείνα, αλλά τάχω τα χρονάκια μου, πάρε με απού ΄μαι ορφανή, μυστό θα κάμεις, δε ν-έχομενε πράμα στο σπίτι μας, μόνο το νερό στο σταμνί . . .
Φαίνεσαι προκομμένη, πως σε λένε κοπελιά μου;
Η Δοξανιώ είμαι, η κοπελιά τση χήρας τση Κρουσταλλένιας. Τηνέ λυπήθηκενε ο νοικοκύρης και τση ΄πενε :
Έλα, να σε πάρω, να κουβαλείς νερό να ποτίζεις τσ΄ εργάτες την ώρα τση δουλειάς και τση κάψας.
Χοροπηδώντας η Δοξανιώ εγλάκανε στο σπίτι να ετοιμαστεί.
Συνεχίζεται
Ευγενία Ζαμπετάκη-Σπαντιδάκη
Συντ/χος Δασκάλα
1 απείς = αφού
2 αφής με = άφησέ με
3 γιάντα = γιατί
4 μιτσή = μικρή
5 εξεσκόλισες = ετέλιωσες το σχολειό
6 ξετρουμισμένη = τρομαριασμένη
7 ανάπλαγα = απόμακρα μέρη
8 αλάργο = μακριά
9 από παδά = απ΄εδώ
10 ντιμπιντούς = εντελώς
11 μπεϊλί = φανερό
12 εφουντάλλαξε = έβαλε τα καλά της
13 αλατζαδένιο = φθηνό βαμβακερό ύφασμα
14 τζιμπροθένω (τσίμα-τζίμα) = άκρη άκρη, δένω άκρη-άκρη
15 εγλάκανε = έτρεχε
16 μπουμπούροι = σφήκες
17 ζάβαλε = ( τουρκ zavalli) κακόμοιρη
18 κατσιασμένη = καχεκτική