ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το πρώτο ταξίδι τση Δοξανιώς της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

Αληθινή ιστορία

Απειςεγιάειρενε από το ντουκιάνι η Δοξανιώ έπεσενε γονατιστή στα πόδια τση μάνας και τη μ-παρακάλιενε: Μάνα, άφης2 με μάνα μου να πάω στο θέρος, στη Μεσσαρέ , με τσ΄άλλους χωριανούς

Κακό  και κακοτόθασα Δοξανιώ μου κι είντα ΄ναι τουτεσάς οι κουβέντες;

Γιάντα3 μάνα, γιάντα;

Θέλει κοπελιά μου και ρώτημα; Είσαι πολλά μιτσή4 , απροχθές εξεσκόλισες5

Άλλα λόγια Δοξανιώ, άλλα λόγια, τση ΄πενε ξετρουμισμένη6 η θεια τζη η Κατεριά, απού ΄τανε ακόμη στο σπίτι, δε ν-εβγήκες ακόμη απού τ΄αυγό και θα πιάσεις τα΄ανάπλαγα7;Δώδεκα χρονώ κοπελοπούλα, ακόμη δε ν-έπηξενε ο νους σου και θα πας να δουλεύγεις με άντρες, αλάργο8 απού τη μάνα σου; Ποια ν-άλλη από παδά9 θα πάει ετσά μιτσή σα γ-και σένα; Ετροζάθηκες ντιμπιντούς10;

Τα κοπέλια μάνα είναι πολλώ λογιώ σα ν-τα πουλιά. Τα χελιδόνια φεύγουνε κάθα χρόνο για να γνωρίσουνε καινούριους τόπους, άλλους ανθρώπους, ενώ οι σπουργίτες βαριούνται και κάθουνται στο ν-ίδιο τόπο και μούτε φωλέ δε χτίζουνε μόνο γεννούνε τ΄ αυγά ν-τωνε στο έτοιμο σπιτάκι τω χελιδονιώ. Εγώ μάνα μου είμαι χελιδόνι και θέλω να πετάξω δε ν-είμαι σπουργίτης!

Με τα πολλά παρακάλια άφηκενε η Κρουσταλλιά τη γ-κοπελιά τζη να πάει στη μ-πλατεία. Ήτανε σίγουρη ότι ο νοικοκύρης δε θέλα τηνέ πάρει γιατί ΄τανε μπεϊλί11 πως ήτανε πολλά μιτσή και θα τσ΄ απόμενε μόνο η γι-όρεξη . . .

Εφουντάλλαξενε12 η Δοξανιώ έβαλενε το φουστάνι το καλύτερο το αλατζαδένιο13 , τα ξύλινα φελουδάκια, έπλεξενε τα μαλλιά τζη πλεξούδες, τσι τσιμπρόδεσενε14 μ΄ένα κόκκινο τσικούρι κι εγλάκανε15 στη μ-πλατεία.

Εγελούσανε οι χωριανοί απού τη θωρούσανε στολισμένη και τη πειράζανε . . .

«Εσένα Δοξανιώ, σε δαγκάσανε οι μπουμπούροι16 και πρηστήκανε τα βυζάκια σου, και δε θα σε πάρει ζαβαλε17 τ΄ αφεντικό. . .

Αυτή εσάλευγενε καμαρωτή, έβανενε το δαχτύλι στο στόμα και των έκανενε νόημα να μη βγάνουνε άχνα . . .

Γεια σου μπάρμπα Μεσσαρίτη, να με πάρεις θέλει και μένα στο θέρος;

Είντα να σε κάμω μωρή παιδί μου, απού σαι πολλά μιτσή;

Μπάρμπα, μη με ξανοίγεις και δε με πιάνει τ΄ αμάτι σου, κατσιασμένη18  είμαι απού τη μ-πείνα, αλλά τάχω τα χρονάκια μου, πάρε με απού ΄μαι ορφανή, μυστό θα κάμεις, δε ν-έχομενε πράμα στο σπίτι μας, μόνο το νερό στο σταμνί . . .

Φαίνεσαι προκομμένη, πως σε λένε κοπελιά μου;

Η Δοξανιώ είμαι, η κοπελιά τση χήρας τση Κρουσταλλένιας. Τηνέ λυπήθηκενε ο νοικοκύρης και τση ΄πενε :

Έλα, να σε πάρω, να κουβαλείς νερό να ποτίζεις τσ΄ εργάτες την ώρα τση δουλειάς και τση κάψας.

Χοροπηδώντας η Δοξανιώ εγλάκανε στο σπίτι να ετοιμαστεί.

 

 

Συνεχίζεται

Ευγενία Ζαμπετάκη-Σπαντιδάκη

Συντ/χος Δασκάλα

 

 

 

1 απείς = αφού

2 αφής με = άφησέ με

3 γιάντα = γιατί

4 μιτσή = μικρή

5 εξεσκόλισες = ετέλιωσες το σχολειό

6 ξετρουμισμένη = τρομαριασμένη

7 ανάπλαγα = απόμακρα μέρη

8 αλάργο = μακριά

9 από παδά = απ΄εδώ

10 ντιμπιντούς = εντελώς

11 μπεϊλί  =  φανερό

12 εφουντάλλαξε = έβαλε τα καλά της

13 αλατζαδένιο = φθηνό βαμβακερό ύφασμα

14 τζιμπροθένω (τσίμα-τζίμα) = άκρη άκρη, δένω άκρη-άκρη

15 εγλάκανε = έτρεχε

16 μπουμπούροι = σφήκες

17 ζάβαλε = ( τουρκ zavalli) κακόμοιρη

18 κατσιασμένη = καχεκτική

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ