ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το τζάκι (η κουζίνα και η σόμπα της κατοχής) του Γιάννη Τσακπίνη

0

Πως είναι δυνατόν ένας ηλικιωμένος που είναι σήμερα στη ζωή να έχει ξεχάσει το πατρικό του σπίτι που είχε γεννηθεί και που είχε μεγαλώσει με τις πιο δύσκολες συνθήκες διατροφής και διαβίωσης που πέρασε τα περισσότερα χρόνια από την παιδική του ηλικία;

Ο μπάρμπας Στυλιανός ήτανε ο μεγαλύτερος της παρέας έναντι των άλλων κατά 10 χρόνια, που κάναμε πρόσφατα, ο οποίος τα θυμάται και μας τα περιγράφει με υπομονή και με κάθε λεπτομέρεια παρά το γήρας του που είναι 88 ετών.

Εγώ, είπε, θα σας περιγράψω μόνο για το σπίτι μας που ζούσαμε μέσα σε αυτό και άλλη φορά, αν θα ζω και μπορώ για όλα έξω από αυτό.

Και μας είπε: Εγώ γεννήθηκα σε χωριό του Βρύσινα στα Καπεδιανά, οι παππούδες με τους γονείς μου, είχανε έρθει από τη Μ. Ασία και τους είχε δώσει το κράτος ένα μικρό σπίτι να στεγαστούν όλοι μαζί. Αυτό ήτανε 7Χ4Χ8 τ.μ. περίπου και ήτανε χωρισμένο με σανίδες (τάβλες) στηριζόμενες σε χοντρά ξύλινα από δέντρα δοκάρια στο κάτω μέρος (ισόγειο) και στο επάνω στον οντά (πάτωμα).

Το κάτω μέρος ήτανε χωρισμένο στα δυο με καλάμια (καλαμωτή) και το δεξιό αποτελούσε την αποθήκη για το λάδι, το κρασί κ.λπ. Το δε αριστερό: νότια και δυτικά κοντά στον τοίχο είχε πέτρινο συνεχόμενο κάθισμα, ένα ξύλινο τραπέζι που τρώγαμε και πάνω από αυτό στον τοίχο μια ξύλινη πιατοθήκη με δύο συρτάρια στο κάτω μέρος της, το δε δάπεδό του ήτανε από χώμα.

Ανατολικά εις το μέσον είχε την κεντρική είσοδο με μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα και αμέσως εσωτερικά δεξιά από αυτήν μια ξύλινη σκάλα που βγαίναμε στον οντά.

Στη δεξιά γωνία αυτού είχε το τζάκι με την καμινάδα του. Αυτό ήτανε χωρισμένο στα δυο με μια πελεκημένη πέτρα για το μαγείρεμα. Στην πρόσοψη της καμινάδας είχε μια σανίδα στηριζόμενη σε ξύλινα στηρίγματα και αποτελούσε το ράφι για ορισμένα απαραίτητα του νοικοκυριού όπως δυο καρούλια με άσπρη και μαύρη κλωστή με τις βελόνες του για το ράψιμο, το ψαλίδι, την λάμπα, τα κουμπιά, το γουδί κ.λπ.

Δεξιά του τζακιού είχε ένα μικρό πέτρινο νεροχύτη, ο μισός μέσα στον τοίχο και ο υπόλοιπος είχε την προεξοχή του με μια θέση δεξιά για τη στάμνα του πόσιμου νερού και αριστερά στον τοίχο ένα στήριγμα για τον λύχνο.

Μεταξύ καμινάδας και νεροχύτη σε ξύλινα στηρίγματα κρεμούσανε ορισμένα χρειασίδια για το μαγείρεμα: όπως ξύλινες κουτάλες, αλατιέρα από φλασκιά, κατσαρόλια για το νερό και το γάλα κ.λπ.

Το καλοκαίρι, για τον χειμώνα, συγκεντρώναμε πολλά ξύλα για το μαγείρεμα και για τη ζεστασιά μας και φουρνόξυλα για το φούρνο. Όταν προβλέπανε οι γέροι βαρύ χειμώνα με χιόνια, είχανε περισσότερα από όλα.

Μόλις το φθινόπωρο αρχίζανε οι βροχές, η μάνα άναβε το τζάκι μέσα στο σπίτι για το μαγείρεμα, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι μαγείρευε στην αυλή πρόχειρα επάνω σε δύο πέτρες.

Κάθε μέρα του χειμώνα μας μαγείρευε: το πρωί γάλα. Αν δεν είχε μας έφτιαχνε τραχανά. Το μεσημέρι ένα φαγητό για όλους. Το βράδυ αν δεν έμενε φαγητό μας έφτιαχνε ξινόχοντρο. Όταν έκανε κρύο η μισή οικογένεια πλησίαζε στο τζάκι για να ζεσταθεί και η άλλη γύρω στο πρόχειρο μαγκάλι που ήτανε ένας παλιός τενεκές ή ένα κομμάτι από παλιά λαμαρίνα ή από μια παλάμη που βάζαμε μέσα αναμμένα κάρβουνα από το τζάκι. Αυτά τα τοποθετούσαμε πάνω σε μια πλακερή πέτρα για να μην πάρουν φωτιά οι σανίδες του οντά (πάτωμα). Τέτοιο περιστατικό είχε συμβεί σε γειτονικό σπίτι του χωριού που καήκανε όλα τα υπάρχοντά τους.

Όταν φύγανε οι Γερμανοί, πήγε ο πατέρας στη χώρα (Ρέθυμνο) και αγόρασε ένα μαγκάλι και μια σκάφη από λαμαρίνα από τον Στρατή Παρασκευόπουλο γαμπρό του Γ. Βαρκάρη από το Ρουσσοσπίτι που είχε το μαγαζί του στην πλατεία Κορνάρου.

Το μαγκάλι για τη ζεστασιά μας και τη σκάφη για να πλένει η μάνα τα ρούχα μας και κάθε Σάββατο να μας κάνει μπάνιο με ζεστό νερό που το ζέσταινε στο τζάκι.

Στο πάνω πάτωμα (οντά) είχε μόνο ένα κρεβάτι για τους γονείς, ένα ξύλινο καναπέ και ένα σοφρά στρογγυλό που τρώγαμε το χειμώνα κοντά στο τζάκι.

Επίσης πάνω από τη σκάλα είχε μια ξύλινη υπερυψωμένη κατασκευή σε σχήμα τραπεζιού στηριζόμενη σε ξύλινα στηρίγματα στην άκρη του πατώματος της σκάλας και του τοίχου για την τοποθέτηση των τροφίμων της οικογένειας χωρίς βέβαια να λείπει το τουλουμοτύρι. Οι Μικρασιάτες το ονομάζανε τραμπαζάνι και τα στηρίγματα μπαρμάκια.

Εμείς τα έξι (6) παιδιά ξαπλώναμε για ύπνο κατάχαμα, στον οντά, το ένα δίπλα στο άλλο. Μόνο τα παπούτσια και το σακάκι μας βγάζαμε και μας σκέπαζε η μάνα όλα μαζί με κουβέρτες που είχε από τον αργαλειό της. Όταν είχε χιόνια το τζάκι άναβε όλη τη νύχτα με τη φροντίδα των γονέων μας. Επίσης τα χιόνια ήτανε εμπόδιο να πάρουμε νερό από τη βρύση του χωριού. Έτσι γεμίζαμε με χιόνι τη στάμνα και κοντά στο τζάκι έλιωνε για να πιούμε. Το ίδιο κάναμε σε δοχεία για τη λάτρα του σπιτιού και για τα ζώα που είχαμε στον στάβλο (αγελάδες, γάιδαρο).

Θα σταματήσω, μας είπε ο μπάρμπας Στυλιανός να πιούμε μια ρακή και μετά θα σας πω και τα υπόλοιπα.

Σε λίγο συνέχισε λέγοντας. Αν έλειπε το τζάκι, εγώ νομίζω ότι δεν θα ζούσαμε. Πως θα τρώγαμε και πως θα είχαμε ζεστασιά; Το τζάκι μας προσέφερε πολλά. Αυτό ήτανε η κουζίνα και η σόμπα μας που συμβάλλανε για να κρατηθούμε στη ζωή.

Το σπίτι μας στο χωριό ακόμα υπάρχει, αλλά είναι σχεδόν ερείπιο. Αφού εμείς φύγαμε σε διάφορα επαγγέλματα που είχαμε διαλέξει πώς να διατηρηθούν αφού αργότερα φύγανε από τη ζωή και οι γονείς μας;

Από πριν είχανε αλλάξει τη σκεπή και το δάπεδο με τσιμέντο και είχανε αγοράσει πετρογκάζ για το μαγείρεμα αλλά προτιμούσανε περισσότερο το τζάκι για όλα.

Ακόμα τα περισσότερα που έχω προαναφέρει υπάρχουν εντός του σπιτιού αλλά έχουν σχεδόν καταστραφεί (πιατοθήκη, τσικάλια, τηγάνι, κουτάλες, σκάφη κ.λπ.).

Πότε – πότε που πηγαίνω στο χωριό, γυρίζω άρρωστος στην πόλη γιατί θυμούμαι τα όσα πέρασα μικρός τα χρόνια της Κατοχής.

Πάντοτε συμβουλεύω τα παιδιά μου, το ίδιο πρέπει να κάνετε όλοι σας, να προσέχουν σήμερα γιατί αν γυρίσει τέτοια εποχή δεν θα την αντέξουν όπως εμείς.

Οι μικρότεροι στην ηλικία, δεν μας πιστεύουν όταν τους τα λέμε. Δεν δίνουν σημασία γιατί μεγαλώσανε με τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας και δεν τους ενδιαφέρουν αυτά που εμείς περάσαμε. Όμως λέγανε παλιά οι μεγαλύτεροί μας: πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της.

Πιστεύω είπε ο Μπάρμπας Στυλιανός στην παρέα του ότι και τα δικά σας σπίτια σε  παρόμοια κατασκευή θα ήτανε, αφού τότε δεν υπήρχανε καλύτερα σπίτια ούτε καλύτερα υπάρχοντα μέσα.

Έχουμε  υποχρέωση όλοι να τα λέμε συνέχεια στους νεώτερούς μας αυτά που εμείς βιώσαμε στην κατοχή. Και το τελευταίο που έχω να σας πω είναι ότι η ζωή μας είναι δώρο από το Θεό και είχαμε υποχρέωση να την υπηρετήσουμε με όλες τις καταστάσεις που θα συναντούσαμε.

Με τις προσπάθειες που κάναμε και μαζί με την βοήθεια της ανωτέρας δύναμης που είχαμε διατηρηθήκαμε στη ζωή.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ