ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΡΙΘΗΚΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΗΚΕ ΣΕ ΔΙΚΗ
Την αθώωση του Γερμανού καθηγητή Χάινς Ρίχτερ ανακοίνωσε την π. Τετάρτη το μεσημέρι ο πρόεδρος της έδρας Αλέξανδρος Ιωάννης Καργόπουλος, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Ο πρόεδρος απήγγειλε προφορικά τους άξονες του σκεπτικού της απόφασης κρίνοντας αντισυνταγματικό το σκέλος του νόμου 4285/14 άρθρο 2 που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων.
Το ακροατήριο, στο οποίο υπήρξε και μερίδα αγροτών που έφτασαν στο δικαστικό μέγαρο για να ενημερωθούν για την απόφαση, στο άκουσμα της απόφασης έδειξε την έντονη δυσαρέσκεια του.
Ωστόσο, ότι στις 27 Ιανουαρίου, ο Εισαγγελέας της έδρας Ιωακείμ Κασσωτάκης, είχε προτείνει την απαλλαγή του Γερμανού Ακαδημαϊκού.
Αξίζει ν αναφερθεί ότι ο καθηγητής Ρίχτερ δικάστηκε βάσει του πρόσφατου αντιρατσιστικού νόμου και ήταν η πρώτη δίκη που έγινε στην Ελλάδα βασισμένη στην επίμαχη νομοθεσία και το σκέλος που αφορά το πνευματικό έργο.
Υπενθυμίζεται πως ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρεθύμνου κ. Πατεράκης παρέπεμψε σε δίκη τον καθηγητή Ρίχτερ εκτιμώντας ότι οι επίμαχες αναφορές στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης» συνιστούν «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο».
ΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Ο πρόεδρος της έδρας απαγγέλλοντας προφορικά τους άξονες του σκεπτικού της απόφασης, ανέφερε:
«Θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος συνιστά το κράτος δικαίου και ειδικότερες πτυχές του, η αρχή της νομιμότητας της δράσης των πολιτειακών οργάνων, η διάκριση των λειτουργιών και, ειδικότερα, μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η νομοθετική λειτουργία συνίσταται, στην έκφραση της γενικής βούλησης του λαού με τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι, κατ' αρχήν και πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. ο προϋπολογισμός του Κράτους, απαρτίζονται από κανόνες δικαίου. Τέτοιοι ιδίως είναι οι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι ως κανόνες δικαίου πρέπει να περιέχουν γενικές, αφηρημένες και απρόσωπες ρυθμίσεις, επί τη βάση σαφώς ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε κανονιστικά και υποθετικά να ορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων για το μέλλον.
Η δικαστική λειτουργιά έγκειται στην επίλυση των διαφορών που αφορούν στην εφαρμογή ή μη των κανόνων δικαίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει, αφενός, την τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, το νομικό χαρακτηρισμό τους και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, και, αφετέρου, την υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σε περίπτωση αντίθεσής τους με συνταγματικούς κανόνες και αρχές, όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η διάκριση των λειτουργιών.
Η Βουλή με τους νόμους 2193/94, 2645/98 έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένες γενοκτονίες, και με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 σε συνδ. με τα κατ' εξουσιοδότηση βάσει αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα ΠΔ 399/1998, 99/2000, 40/2004, εγκλήματα που τέλεσαν στην Κρήτη οι δυνάμεις κατοχής κατά τα έτη 1941-44.
Οι νόμοι αυτοί όμως, ανεξαρτήτως του πολιτικού συμβολισμού και χαρακτήρα τους κατά τον οποίον δεν υπάγονται σε δικαστική κρίση, αναγνωρίζουν παρελθοντικά γεγονότα και τα χαρακτηρίζουν νομικώς, χωρίς όμως να διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε να ανάγονται σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου με έννομες συνέπειες.
Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4285/14 με την οποίαν ενσωματώθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ, ο νομοθέτης επέλεξε να τιμωρήσει την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και πολέμου, τα οποία, εκτός από αποφάσεις διεθνώς δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί και «με αποφάσεις της Βουλής», στις οποίες εμπίπτουν και οι παραπάνω νόμοι σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα ΠΔ.
Ειρήσθω εν παρόδων, η απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσε τον καρπό της Γερμανικής Προεδρίας της ΕΕ κατά το 2007.
Σε γενικές γραμμές, ο νόμος Ν. 4285/14, καθόσον απαιτεί την εκφορά ρατσιστικού λόγου που δύναται να προκαλέσει μίσος ή έχει υβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο και δεν αρκείται μόνον στην άρνηση, την επιδοκιμασία ή τον ευτελισμό των παραπάνω εγκλημάτων, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το Σύνταγμα.
Ο Έλληνας νομοθέτης όμως, με την προσθήκη του σκέλους που παραπέμπει «σε αποφάσεις της Βουλής» μπορεί να τιμωρεί την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας ιστορικών ή σύγχρονων περιστατικών, των οποίων την ύπαρξη και το νομικό χαρακτηρισμό ως εγκλήματα, μπορεί ο ίδιος να καθορίζει, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική λειτουργία.
Επιπλέον, η προσθήκη του προαναφερθέντος στοιχείου, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο που ενσωματώθηκε με το Ν. 4285/14, αντιθέτως σαφέστατα αποκλειόταν, διότι αυτή αναφερόταν αποκλειστικά στην αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου κλπ. «με αποφάσεις διεθνών ή/και εθνικών δικαστηρίων μόνον».
Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή του σκέλους που παραπέμπει σε εγκλήματα που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής», υπερέβη αντισυνταγματικώς τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας, παραβίασε τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας των ποινικών εγκλημάτων και επιχείρησε να εισχωρήσει ανεπίτρεπτα στη δικαστική λειτουργία, διότι δεν θεμελίωσε το αξιόποινο αποκλειστικά σε κανόνα δίκαιου ως όφειλε, αλλά στην αναγνώριση και το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων του παρελθόντος ως εγκλημάτων με νόμο, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική κρίση.
Επιπροσθέτως, παραβίασε την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, δοθέντος ότι οι νόμοι που «αναγνωρίζουν» (ή θεσπίζουν) ιστορικά γεγονότα, ακόμη κι αν εκφράζουν την πλειοψηφία, δεν μπορούν σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία και σύγχρονο κράτος δικαίου να αποτελούν τη βάση δεσμευτικών κανόνων που να συνεπάγονται νομικές απαγορεύσεις και κυρώσεις.
Τέλος, παραβίασε το καθήκον αμοιβαίας και πιστής συνεργασίας της Συνθήκης της ΕΕ, διότι, κατά την ενσωμάτωσή της παραπάνω απόφασης-πλαισίου, εξάρτησε το αξιόποινο από «αποφάσεις της Βουλής», το οποίο η ίδια σαφώς απέκλεισε και έτσι παρέκκλινε ουσιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά που αυτή τυποποιούσε, με αποτέλεσμα να αναιρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς της και, συγκεκριμένα, τη νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τούτων δοθέντων, το άρθρο 2 του Ν. 4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο.
Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».
Μ. ΠΑΡΑΓΙΟΥΔΑΚΗΣ: «ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΧΑΡΑΣΣΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ»
Ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μανούσος Παραγιουδάκης, πριν την ανακοίνωση της αθωωτικής απόφασης ανέφερε: «Εγώ, όπως ο κάθε Έλληνας δημοκράτης, σέβομαι απόλυτα την απόφαση του δικαστηρίου. Σέβομαι, διαφωνώ όμως απόλυτα με όσα συνέβησαν εδώ. Παρακολούθησα την πορεία της δίκης αυτής, ακούστηκαν μαρτυρίες και θετικές και αρνητικές, άλλες υπέρ και άλλες κατά του κ. Ρίχτερ. Τα συναισθήματά μου είναι προσωπικά και δεν χρειάζεται να τα εκφράσω. Όμως ένα είναι θετικό. Ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η ετυμηγορία του δικαστηρίου μάς ενδιαφέρει να αναδειχθούν τα αρνητικά σημεία που αναφέρονται στο βιβλίο. Ήταν και είναι πεποίθησή μου, ότι δεν με ενδιαφέρει ο συγγραφέας, ούτε θα σκεφτόμουνα ποτέ να διωχθεί η ελευθερία της έρευνάς του. Μας ενδιαφέρει όμως να μην παραχαράσσεται και να μην αναθεωρείται η ιστορία. Αυτά εδώ από πραγματικά άξιους επιστήμονες ιστορικούς κατερρίφθησαν οι σκέψεις και η έρευνα την οποία αποτυπώνει στο βιβλίο του ο κ. Ρίχτερ, απεδείχθη ότι όλα αυτά στερούνται επιχειρημάτων. Επομένως μένουμε ότι η ιστορία της Κρήτης είναι αυτή την οποία γνωρίζουμε όλοι, ότι οι Μάχη της Κρήτης ήταν μια μοναδική μάχη στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ότι υπήρξαν ήρωες αλλά προπάντων υπήρξαν πολλά θύματα όλων των ηλικιών που άδικα σφαγιάστηκαν αλλά και πόλεις και χωριά τα οποία καταστράφηκαν».
Γ. ΣΤΑΡΑΚΗΣ: «ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ»
Τη δυσαρέσκειά του εξέφρασε το μέλος του «Σωματείου Ρεθυμνίων πληγέντων κατά τη ναζιστική κατοχή 1941-44» και δημοτικός σύμβουλος κ. Γιώργος Σταράκης τονίζοντας
την πρόθεση του σωματείου να προσβάλει την απόφαση.
«Ο κ. Πρόεδρος είπε ότι είναι αντισυνταγματικός ο νόμος. Εμείς σαν Σωματείο πληγέντων ξεκινάμε σήμερα τον αγώνα μας, θα κάνουμε αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Δεν το αφήνουμε διότι είναι πολύ πιθανό να μας λένε ότι οι νεκροί μας είναι κτήνη. Εμείς θεωρούμε ότι το βιβλίο του κ. Ρίχτερ είναι υβριστικό τόσο για τους νεκρούς όσο και για την αντίσταση. Το βασικότερο όμως είναι ότι πρέπει να ντρέπονται αυτοί που τον έφεραν και εν κρυπτώ τον τίμησαν. Είναι ντροπή να τιμούν στο Ρέθυμνο το οποίο αντιστάθηκε 11 ημέρες, δεν ηττήθηκε από τους Γερμανούς, δεν υπάρχει χωριό να μην είναι αιματοβαμμένο και να τιμούν έναν άνθρωπο ο οποίος βρίζει την Κρητική ιστορία. Αισθανόμαστε πάρα πολύ άσχημα γι αυτή την απόφαση. Δεν μας ικανοποιεί η απόφαση και θα προσπαθήσουμε σε ανώτερη βαθμίδα να την προσβάλουμε»
Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: «ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΟΥΜΕ»
Ικανοποιημένος από την απόφαση του δικαστηρίου εμφανίστηκε ο συνήγορος του κ. Ρίχτερ, Α. Αναγνωστόπουλος, επισημαίνοντας ότι δεν γνωρίζει αν είναι το τέρμα αυτής της διαδικασίας καθώς υπάρχει η δυνατότητα Εισαγγελικής έφεσης και αναίρεσης. Πιο συγκεκριμένα ο κ. Αναγνωστόπουλος υπογράμμισε: «Εμείς θεωρούμε ότι είναι μια πολύ σωστή απόφαση και την επιδοκιμάζουμε. Κράτησε δώδεκα δικασίμους, ήταν μια υπερπολυτελής διαδικασία, θα μπορούσε να είχε γίνει και πιο μαζεμένα, όμως νομίζω ότι αυτά που έπρεπε να ειπωθούν ειπώθηκαν. Νομίζω ότι και η πλευρά της αποβληθείσας πολιτικής αγωγής δεν έχει παράπονο, εξέφρασε τις απόψεις της, εξέτασε τους μάρτυρές της, διατύπωσε όλους τους ισχυρισμούς της. Ήταν μια διαδικασία η οποία τιμά την Ελληνική δικαιοσύνη και αποκατέστησε το κύρος της το οποίο προς στιγμήν είχε τρωθεί στα μάτια του Ελληνικού κόσμου. Αυτή η απόφαση δεν γνωρίζουμε αν είναι το τέρμα αυτής της διαδικασίας γιατί υπάρχει η δυνατότητα Εισαγγελικής έφεσης και αναίρεσης. Εμείς ευελπιστούμε να μην ασκηθεί τέτοιου είδους έφεση και να μην εκτεθεί περισσότερο ο Εισαγγελέας με τέτοιες πράξεις, ωστόσο αυτό δεν ανάγεται στην δικιά μας εξουσία. Οπωσδήποτε συνιστά ένα δικαστικό προηγούμενο, ένα προδεδικασμένο, όχι με τη στενή έννοια, η παρούσα απόφαση. Αν τυχόν μελλοντικά δικαστήρια κληθούν να εφαρμόσουν αυτόν τον αντισυνταγματικό νόμο θα πρέπει να τη λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους. Είναι βέβαιο ότι η απόφαση θα δημοσιευτεί στον νομικό τύπο και θα σχολιαστεί ευμενώς».
Κ. ΚΑΛΛΙΡΗΣ: «ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΑΚΙΣΤΟΥ ΝΟΜΟΥ»
Ο δεύτερος συνήγορος του κ. Ρίχτερ, Κ. Καλλίρης, αναφερόμενος στην απόφαση τόνισε ότι είναι πάρα πολύ σημαντική ακριβώς γιατί έγινε αναφορά και στις δύο αντισυνταγματικότητες του επίμαχου νόμου και του συγκεκριμένου σημείου του νόμου. «Ήταν πράγματι μια διαδικασία υπερπολυτελής. Η υπεράσπιση δήλωσε και κατά την αγόρευσή της ότι ως ένα σημείο καλώς ήταν. Έπρεπε να ακουστούν όλες οι απόψεις, ήταν ένα ευαίσθητο ζήτημα για την τοπική κοινωνία, αυτό το σεβόμαστε και το σεβαστήκαμε σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Η απόφαση αυτή όμως είναι πάρα πολύ σημαντική ακριβώς γιατί έγινε αναφορά και στις δύο αντισυνταγματικότητες του επίμαχου νόμου και του συγκεκριμένου σημείου του νόμου. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για εμάς. Η υπεράσπιση από τη πρώτη στιγμή τόνιζε την αντισυνταγματικότητα του νόμου, τόνιζε την ανάγκη να καταστεί σαφής αυτή η αντισυνταγματικότητα χωρίς υποσημειώσεις και αυτό έγινε σήμερα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, ελπίζουμε ότι είναι και το εφαλτήριο για την κατάργηση αυτού του κάκιστου νόμου για να μην βρεθούμε ξανά μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις. Η ακαδημαϊκή ελευθερία ήταν για εμάς το πρώτιστο ζήτημα. Χαιρόμαστε πάρα πολύ που η έδρα το ανέδειξε και είναι μια σημαντική απόφαση υπέρ της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ώστε να μπορούν οι επιστήμονες, να εκφράζουν τις απόψεις τους χωρίς φόβο, χωρίς πάθος όπως θα έπρεπε να γίνεται σε μια ευνομούμενη δημοκρατία».