ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο επερχόμενος τουρισμός, η συγκοινωνιακή ιστορία και μερικές εικόνες που δεν ανήκουν στο Ρέθυμνο του Χάρη Στρατιδάκη

0

Χάρης Στρατιδάκης

[email protected]

ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΟΥ ΧΤΕΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ...)

Το άρθρο στο φύλλο του «Ρεθέμνους» του Σαββατοκύριακου 29-30 Απριλίου για τον τουριστικό οδηγό των Μιχάλη Τζεκάκη και Μάρκου Γιουμπάκη (ο οποίος -σημειωτέον- μας έχει προσφέρει και μια πρόδρομη και σημαντική έκδοση για τη Φορτέτζα), μας γύρισε πίσω στη δεκαετία του 1960, από την οποία και διατηρούμε οι παλιότεροι σημαντικές αναμνήσεις. Είμαι σίγουρος ότι ο φίλος Νίκος Δερεδάκης θα μου επιτρέψει να επιμείνω σ’ αυτήν λίγο περισσότερο, στην αγωνία που εξέφραζε τότε η κοινωνία για τον προσδοκώμενο τουρισμό, που θεωρούνταν ως η λυδία λίθος του προβλήματος της οικονομικής καχεξίας του Ρεθύμνου, στις συγκοινωνίες της εποχής αλλά και σε μερικές εικόνες που αυτονοήτως θεωρούμε ρεθεμνιώτικες, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι. Κι αυτά, με τα λιγότερα δυνατά λόγια και τις καλύτερες δυνατόν εικόνες!

Αρκετά χρόνια πριν από την έκδοση του Οδηγού Τζεκάκη-Γιουμπάκη και δύο μόλις χρόνια μετά από εκείνον του πρωτοπόρου Δημήτρη Δαφέρμου, την άνοιξη του 1963 είχε κυκλοφορήσει ένα πρόγραμμα εξορμήσεων του Ορειβατικού Συνδέσμου Ρεθύμνης, που κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της τουριστικής προβολής της πόλης. Κι αυτό για πολλούς λόγους, ιδιαίτερα όμως για το ίδιο το όραμα του αναμενόμενου τουρισμού που εξέφραζε, ο οποίος αναμενόταν ότι θα είναι θεματικός και ειδικότερα φυσιογνωστικός, αρχαιογνωστικός και λαογραφικός. Να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη οι προτάσεις του Οδηγού εκείνου παρουσιάζουν ενδιαφέρον, όπως και το γεγονός ότι στο εξώφυλλό του δεσπόζει μια φωτογραφία της πόλης με τη Φορτέτζα κατοικημένη, παρότι ο οικισμός στο εσωτερικό της είχε κατεδαφιστεί μια πενταετία πριν. Θα πρέπει να είναι λοιπόν μια από τις τελευταίες φωτογραφίες, αν όχι η τελευταία, που απεικονίζει την κατάσταση στο εσωτερικό του φρουρίου, τραβηγμένη από τον αείμνηστο Χάρη Κουγιτάκη, μέλος του Συμβουλίου του Ορειβατικού Συνδέσμου. Υπενθυμίζω ότι μέλη των προεδρείων του Συλλόγου διετέλεσαν σημαντικοί Ρεθεμνιώτες, όπως ο Λεωνίδας Χατζηδάκης, ο Χρόνης Μπερνιδάκης, ο Τάκης Δασκαλαντωνάκης, ο Ηρακλής Σκευάκης, ο Γιάννης Χαλκιαδάκης κ.ά.

 

Όμως ο Οδηγός αυτός, που χρήζει οπωσδήποτε ευρείας εν καιρώ παρουσίασης, ήταν πρωτοποριακός και για το γεγονός ότι είχε τυπωθεί έγχρωμος στο Ρέθυμνο και μάλιστα πριν από περισσότερο από μισό αιώνα. Κι ακόμα γιατί περιέχει μερικές από τις ομορφότερες ιστορικά διαφημίσεις του Ρεθύμνου και μάλιστα έγχρωμες, μεταξύ άλλων για τα φαγητά του Αποστόλη (τα όντως μπόλικα και σπιτίσια), για τις Τεχνικές Σχολές Βαβουράκη, για την κεραμοποιία Τσουρλάκη, για το τριμμένο σαπούνι με το οποίο μια από τις τελευταίες σαπωνοποιίες του Ρεθύμνου, των Πίσσα-Παλιεράκη, προσπαθούσε να αντιπαλέψει την εισβολή των απορρυπαντικών και για το όνειρο που πρόσφεραν στη νεολαία τα ιταλικά σκούτερ του Μάρκου Λιοδάκη. Νεολαία που τα φαντασιωνόταν και από τις πολύ διαδεδομένες την εποχή εκείνη ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού.

Ας προχωρήσουμε όμως στο 1967. Η φωτογραφία με την οποία κλείνει η παρουσίαση του Οδηγού του έτους εκείνου, που έχει παρθεί από το αρχείο της Αθηνάς Πετρακάκη, δεν μπορεί να είναι ρεθεμνιώτικη. Μακάρι το Ρέθυμνο σε όλη του τη διαδρομή των τελευταίων δεκαετιών να μπορούσε να διέθετε ένα τόσο επιβλητικό κτήριο για τη στέγαση του ΚΤΕΛ, ακόμα και σήμερα που το υπάρχον θυμίζει μάλλον παράγκα παρά σύγχρονο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων. Ο εικονιζόμενος σταθμός είναι ο χανιώτικος, με τον επίσης Χανιώτη Ερρίκο Συγγελάκη να διακρίνεται ανάμεσα στα λεωφορεία του αλλά και στη συνημμένη φωτογραφία (που έχω δανειστεί από το Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921, Αθήνα 1928). Όμως η συγκοινωνιακή ιστορία των Χανίων δεν χρειάζεται τη δική μας τεκμηρίωση, αφού διαθέτει μια εκπληκτική για το είδος της μονογραφία, όπως και δημοσιεύσεις στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα», τις οποίες, όπως και πολλά άλλα σημαντικά, δεν έχει παραλείψει να αναρτήσει στον διαδικτυακό του τόπο «Κρητίστωρ» ο Μιχάλης Παπαδάκης-Δάνδολος.

 

Οι υπομονετικοί αναγνώστες θα μου επιτρέψουν να επιμείνω λίγο περισσότερο πάνω σ’ αυτό, στη φροντίδα δηλαδή των γειτόνων μας Χανιωτών να καταγράψουν την ιστορία τους και μάλιστα όσο είναι καιρός, εν όσω δηλαδή υπάρχουν πρόχειρες οι πηγές της. Έτσι, πρόλαβαν και κατέγραψαν την βιομηχανική τους ιστορία με το αξεπέραστο «Η βιομηχανική αρχαιολογία του νομού Χανίων». Μπόρεσαν επίσης να παράγουν ένα εξαιρετικά πρωτότυπο πόνημα, που κατέγραψε την κοινωνική τους ιστορία μέσα από τα καρέ της κινηματογραφικής, με το αξεπέραστο  «Σινέ Σαντάν» του Γιώργου Φθενάκη. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά κατάφεραν και κατέγραψαν επίσης την ιατρική τους ιστορία, την φωτογραφική τους ιστορία, ακόμα και τη συγκοινωνιακή, με το βιβλίο-λεύκωμα «Χανιά. Ταξιδιωτικές και Συγκοινωνιακές Ιστορίες του Νομού Χανίων» του αρχιτέκτονα Κυριάκου Πιπίνη. Γράφω τα παραπάνω όχι μόνο επειδή έζησα τα τελευταία πέντε χρόνια που υπηρέτησα στα Χανιά μια ερευνητική έκρηξη αλλά προκειμένου να μας κάνω να ζηλέψουμε, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και αν ανασκουμπωθούμε για δουλειά!

 

Θα μετακινηθούμε τώρα στο ρεθεμνιώτικο πρακτορείο, το οποίο προφτάσαμε κάποιοι να στεγάζεται στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων, εκεί ακριβώς που περιγράφεται στο άρθρο του Νίκου Δερεδάκη. Βρισκόταν ανάμεσα στα γραφεία της εταιρείας Φραγάκη (του γνωστότερου ως Καψαλιανού) και στο ξενοδοχείο «Διεθνές», στην δυτική παρειά της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων. Το μεσημέρι που όλα τα λεωφορεία αναχωρούσαν στις 12.00, στην πλατεία επικρατούσε το χάος, όπως φαίνεται και από τη φωτογραφία, στην οποία τέσσερα τουλάχιστον βρίσκονται υπ’ ατμόν να αναχωρήσουν προς Χανιά και Ηράκλειο, μέσω παλιού και νέου δρόμου. Ένα από αυτά φαίνεται να έχει ξεμείνει από μια ακόμα παλιότερη εποχή.

 

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης στο σημαντικό βιβλίο του «Ρεθυμνίων Νόστος» έχει διασώσει τρεις φωτογραφίες από το Σταθμαρχείο της εποχής του τουριστικού Οδηγού, όταν το 36ο ΚΤΕΛ (Κοινό Ταμείο Εκμετάλλευσης Λεωφορείων) μετονομάστηκε επί δικτατορίας σε 8ο ΚΤΕΥΛ (με το προστεθέν «Υ» να σημαίνει Υπεραστικών). Μέσα στις φωτογραφίες αυτές σώζεται και η μνήμη του Στέλιου Συγγελάκη και στα σχόλια του βιβλίου η αθυροστομία του άτυχου εκείνου ανθρώπου, συχνά και με την ενίσχυση του ήχου από τα μεγάφωνα του σταθμού. Με την ευκαιρία θα ήθελα να ρωτήσω τον φίλο Μανώλη πότε θα πρέπει να περιμένουμε τη συνέχεια του «Νόστου», που προετοίμαζε με επιμέλεια εδώ και αρκετά χρόνια.

 

Οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν να παραθέσω μια ακόμα φωτογραφία, στην οποία επίσης διακρίνεται το πρακτορείο, προκειμένου όμως να θυμηθούμε ότι τα ελάχιστα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν τότε ήταν κάποιων επώνυμων γιατρών και επιχειρηματιών. Η φωτογραφία αυτή μου δίνει επίσης την ευκαιρία να ρωτήσω τον «Γιατρό» μας τι γίνεται με το φωτογραφικό του αρχείο, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα είναι αρκετά πλουσιότερο απ’ ότι δείχνουν οι φωτογραφίες που ζωντάνεψαν τα δύο βιβλία που αναφέρονται στη ζωή και στο έργο του. Οπωσδήποτε το φωτογραφικό αρχείο του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης, το οποίο ο Γιώργης Αγγελιδάκης υπηρέτησε με αφοσίωση επί σειρά δεκαετιών, θα τις αποκτούσε με χαρά του, σήμερα μάλιστα που το διοργανώνουν σε επιστημονική βάση ο Μιχάλης Τζεκάκης με ο Γιάννης Παπιομύτογλου.

 

Στο πιθανό ερώτημα των αναγνωστών για το πού στεγάζονταν πριν το πρακτορείο, η απάντηση θα επιχειρηθεί επίσης με φωτογραφικά τεκμήρια. Τα προπολεμικά λεωφορεία μπορούμε να τα παρατηρήσουμε παραταγμένα στον ίδιο περίπου χώρο. Και επειδή δεν ήταν δυνατόν να βρίσκονται στη θέση ακριβώς που τα παρατηρήσαμε στον προπερασμένη φωτογραφία, την οποίο προπολεμικά κατείχαν τα Κασαπιά, τα λεωφορεία ανέμεναν τους επιβάτες τους στη βόρεια παρειά του δημοτικού οικοπέδου, του γνωστού μας δηλαδή χώρου υπαίθριας στάθμευσης.

Η υποψία μας αυτή για τον χώρο στάθμευσης και αφετηρία των λεωφορείων επιβεβαιώνεται με τη λεπτομέρεια της παρατιθέμενης φωτογραφίας. Σ’ αυτήν διακρίνουμε τα παλιότερα εμπορομανάβικα και τον γνωστό πλάτανο της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων. Διακρίνουμε επίσης τρία λεωφορεία εποχής, έτοιμα για αναχώρηση, όπως δείχνει η ορθάνοιχτη πόρτα ενός από αυτά. Η φωτογραφία μας δίνει επίσης την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την ανωδομή της δυτικής εισόδου των Κασαπιών και να διαπιστώσουμε ότι, αν, όπως σωστά το διείδε ο Χαρούλης Παπαδάκης, είχαν διατηρηθεί και επισκευαστεί με σεβασμό, σήμερα το Ρέθυμνο θα διέθετε ένα ακόμα σημαντικό μνημείο και μάλιστα στο κέντρο του.

 

Αργότερα που τα οχήματα αυξήθηκαν, φαίνεται ότι απέκτησαν το δικαίωμα να παρκάρουν και στα δυτικά του Γυμνασίου Θηλέων, εκεί όπου οι παλιότεροι γνωρίσαμε την πιάτσα των τρίκυκλων μηχανών, που εκτελούσαν μεγάλο μέρος του μεταφορικού έργου της πόλης. Μία από αυτές μάλιστα διακρίνεται δίπλα στο παρκαρισμένο λεωφορείο. Με την ευκαιρία ας προσέξουμε στη φωτογραφία πόσο αργά αναπτύσσονταν τόσο τα πευκάκια στον Άη Γιάννη, όσο και η συνοικία του Μασταμπά. Ίσως να μην παρέλκει η παρατήρηση της ομορφιάς του καμπαναριού των προγενέστερων Τεσσάρων Μαρτύρων, που θυμίζει περισσότερο έργο μοντέρνας αρχιτεκτονικής παρά τυπικής βυζαντινής εκκλησίας.

Ας αφήσουμε όμως τη συγκοινωνιακή ιστορία του Ρεθύμνου να περιμένει τον μελετητή της κι ας ασχοληθούμε και με το τρίτο θέμα που υποσχεθήκαμε στην αρχή του άρθρου μας, τις φωτογραφίες που συνηθίσουμε να αποδίδουμε στο Ρέθυμνο χωρίς όμως να του ανήκουν. Είδαμε ήδη το Πρακτορείο Συγγελάκη και βλέπουμε τώρα ένα επίσης χανιώτικο θέμα, και ας ισχυρίζεται κάτω αριστερά η λεζάντα του ότι αφορά την πόλη μας. Στην πραγματικότητα αναφέρεται στα Χανιά και στην εκεί μεγάλη οικογένεια των Καλαϊτζάκηδων και όχι στο Ρέθυμνο και στην πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη, όπου στεγάζονταν το τυπογραφείο των Ρεθεμνιωτών Καλαϊτζάκηδων, των «Γουτεμβέργιων» του τόπου, όπως προσφυώς απεκλήθησαν.

Μια άλλη φωτογραφία που δεν πρέπει επίσης να αναφέρεται στο Ρέθυμνο είναι η παρατιθέμενη από το αρχείο του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου. Όσο και αν μας θυμίζει τη Φορτέτζα, στη θέση στην οποία θα μπορούσε να έχει τραβηχτεί δεν μπορεί παρά να απεικόνιζε, αν ήταν ρεθεμνιώτικη, τις εκτεταμένες αποθήκες του βορείου τείχους. Αν μάλιστα προσέξουμε καλύτερα τις στολές των απεικονιζόμενων στρατιωτών, θα δούμε ότι αυτοί δεν είναι Ρώσοι, άρα δεν ανήκουν στα στρατεύματα που είχαν τότε καταλάβει την πόλη μας. Είναι λοιπόν πιο πιθανόν να απεικονίζουν γυμνάσια των αγγλικών στρατευμάτων του Ηρακλείου.

 

Η τελευταία φωτογραφία με την οποία θα ασχοληθούμε για το τι απεικονίζει είναι η παρατιθέμενη του Frédéric Boissonnas (1858–1946). Η ευκολία με την οποία αποδεχτήκαμε τη «ρεθεμνιωτοποίησή» της ήταν μεγάλη, όμως φαίνεται ότι πρόκειται για ένα ακόμα λάθος κατάταξης του Ελβετού φωτογράφου. Στη φωτογραφία αυτή «ανακαλύψαμε» μέχρι και την «Πύλη του Γυαλού», -από τους πρώτους δυστυχώς ο υπογραφόμενος- ενώ στην πραγματικότητα ταιριάζει πολύ περισσότερο να είναι τραβηγμένη γειτονικό Ηράκλειο. Άλλωστε η Πύλη του Γυαλού γνωρίζουμε πού βρισκόταν ακριβώς, αφού σημειώνεται ευκρινώς στο σχέδιο ύδρευσης του Ρεθύμνου του έτους 1892 του μηχανικού Μιχαήλ Σαββάκη.

 

Μας παρέσυρε ασφαλώς η εικονιζόμενη σειρά χτισμένων ημικυκλικών τόξων στα δεξιά του κανονιού, που απεικονίζεται και σε πολλές ακόμη φωτογραφίες. Η συγκεκριμένη είναι μια από τις παλιότερες της πόλης, χρονολογούμενη στο έτος 1900. Μεταξύ άλλων η φωτογραφία διασώζει την εικόνα του παλατιού του Οσμάν πασά αλλά και της γνωστής βορβοροφάγου, που έφερε το διόλου εύηχο παρωνύμιο «Καράκα». Είχε αγοραστεί πριν από το 1898 και όταν βυθίστηκε επί Κρητικής Πολιτείας ο ρεθεμνιώτης εκδότης της χανιώτικης εφημερίδας «Εμπρός» Ανδρέας Μοσχονάς έγραψε το αμίμητο «και ούτω οι Ρεθύμνιοι έχασαν την Καράκαν των»!

Η άλλη φωτογραφία του Frédéric Boissonnas που είχε καταταχτεί λανθασμένα στα Χανιά από το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, στο οποίο και ανήκει, είναι η παρατιθέμενη της πύλης του τεκέ Βελή Πασά (σήμερα Παλαιοντολογικό Μουσείο). Το γεγονός μου είχε κάνει γνωρίσει ο γνωστός ιστοριογράφος των Χανίων Μανώλης Μανούσακας. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είμαστε προσεκτικοί τόσο στο «βάπτισμα» των ντοκουμέντων μας σε ρεθεμνιώτικα όσο και στην απόδοση άλλων σε άλλες πόλεις, όπως σ’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση. Όσο για τον σχολιασμό της φωτογραφίας, οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν στην εισήγησή μου στα Πρακτικά του Συνεδρίου για τον Μασταμπά, που πάσχισε να οργανώσει και επιμελήθηκε ο Νίκος Δερεδάκης. Τον ευχαριστώ λοιπόν και από αυτή τη θέση για την ευκαιρία που μου έδωσε να αναδιφήσω το ρεθεμνιώτικο παρελθόν!

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ