ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Βιβλιοπαρουσίαση: Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Ο Αντισκάρος

0

Εκδόσεις Λεξίτυπον 2018

Αγαπητέ μου κ. Νίκο,

Δεν έλαχενε να πάω κιαμιά φορά σάμε τον Αρτό, μα φαίνεταί μου πως θ’ αρματώσω μιαν ημέρα Εβδομήντα Μιχελήδες, να πάρω κάτω, να γυρεύγω τη Σπηλιά του Καλόγερου – έκειά που τροζάθηκεν ο κακομοίρης απού το «δαίμονα της περιεργείας» κι εγύριζε χώρες και χωριά κι ετραγούδιε…

Και θα γυρέψω και το μητάτο του μπάρμπα Μανούσο, να βρω το θησαυρό του ποθαμένου (πώς να τονε πω; γιατρό; καπετάνιο; πειρατή; τραγουδιχτή; ερωτευμένο; αγιογράφο; καλόγερο; αντισκάρο σε φράγκικη γαλέρα; γ-ή συγγραφέα;): ένα κεντητό γυναικίστικο μαντήλι, με τυλιμένα μέσα ένα βενέτικο χρυσό τσεκίνι, δακαμένο στη μιαν άκρα, ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι, πράσινο σαν τα μάθια τσ’ αρχοντοπούλας, κι άλλον ένα, κάτω από την πέτρα γεμάτο φαρμάκι.

Κοντό, ν’ αποκρατεί θέλει το φαρμάκι τόσους αιώνες; Και τίνος να το ποτίσω, που λώπως δε θέλω να ξεβγάλω κιανένα, γ-ή πούρι μπορεί να θέλω να ξεβγάλω πολλούς και στο τέλος μπορεί να ξεβγώ μοναχός μου γ-ή (όπως έλεγεν ένα δάσκαλος μια φορά, που ’χε κάμει αιχμάλωτος στη Γερμανία, ο Θεός να του συχωρέσει) να ξεβγούμεν ούλοι μαζί!...

Μα εγώ θα τα πάρω και δε φοβούμαι, κι ας είναι στοιχειωμένα. Κι όχι για τα γρόσσα – κι από τούτα δεν έχω πράμα, που ’ναι σαν και να τα ’χω ούλα, δόξα Σοι ο Θεός – μόνο για το μεράκι, για να πιούμε κρασί με τσ’ Εβδομήντα απού τα βαρέλια του Πενταχτένη και να σύρομε κείνο το ριζίτικο του Νικολού του γιατρού (έτσά δεν πάει να πει ντοτόρος; καλά δε νιώθω;) στο περβόλι του Φραντσέσκο Μπαρότση, το τραγούδι τσ’ αγάπης και τση λευτεριάς:

–  Φράγκους εγώ δεν προσκυνώ!...

Κι άνε μασε παντήξει η γρε Πανώκλα και πετά και χαχαρίζει στση Νύφης τα Ποτάμια και τραγουδεί:

Η Πανώκλα ’ναι κοντά κι ο πασάς με τον ορτά

θα τα χαχαλιάσει ούλα στη μεγάλη ντου σακούλα!...,

γ-ή θα τση πέψω τον άγιο Χαράλαμπο (που ’ναι στα Περβόλια γείτονάς μου, μαζί με τον άη Νικόλα – έκειά π’ αποθέκανε τσι Τέσσερις Μάρτυρες πρίχου πάνε να τσι θάψουνε στον Άη Γιώργη το Μυλούρη οι Περβολιανοί), κι εκείνος κατέχει να τηνε καταστέσει κατά πώς τση βγαίνει, γ-ή θ’ ανοίξω το σακούλι και το τεφτέρι του παπά Δοσίθεου, μα πράμα θα ’χει γραμμένο κείνοσάς και για πάρτε τζη, δε μπορεί α δε γενεί!

Κι απόκειας θα κάτσω να τση πω κι απατός μου ένα παραμύθι, για ένα βοσκό, που του χτύπησεν η Πανώκλα την πόρτα τη νύχτα και του ’πενε: «Α δε μου δώσεις το πλια καλύτερό σου τ’ αρνάκι, θα σε πάρω!». Εφορτώθηκεν εκείνος ξεγλωσσισμένος τ’ αρνάκι και τση ’κλούθιενε, να τση το πάει στη σπηλιά τζη. Κι έκειά είδενε κρεμασμένα στον τοίχο μιλλιούνια καντήλια, κι άλλο ήτονε γεμάτο λάδι, άλλο μεσάτο, άλλο δεν είχενε παρά μόνο στον πάτο πομεινάρικη κιαμιά σταλέ.

Θωρεί το λοιπός ένα καντήλι κι ήτονε ό,τι ό,τι να ποκάμει το λάδι και να σβήσει. Και τηνε ρωτά: «Τίνος κακομοίρη να ’ναι τούτονέ το καντήλι;». «Τ’ αδερφού σου, κακορίζικο, είναι» τ’ απηλογάται κείνη όλο κακία. «Εμά! Κι εμένα ποιο ’ναι;». «Τούτονέ» του λέει και του δείχνει ένα, ξεχειλιστό λάδι. «Και δε γίνεται να βγάλομενε μια ολιά λάδι απού το δικό μου, να το βάλομε στ’ αδερφού μου;». «Όσκες. Μούδε να βάλομε, μούδε να βγάλομε λάδι δε γίνεται. Όσο έχει κάθα καντήλι, έχει!».

«Αλήθειο;» τηνε ρωτά ο βοσκός. «Μούδε μπαίνει, μούδε βγαίνει λάδι απού τα καντήλια;». «Ναίσκε!». «Ε, τότες, δε σ’ έχω ανάγκη!» τση λέει εκείνος, ξαναφορτώνεται τ’ αρνάκι και γιαγέρνει στο κονάκι ντου και στα οζά ντου!

Έτσα που λες, κ. Νίκο… Θα σε πάρω μιαν ημέρα (μόνο να ’μαστονε καλά), να μου δείξεις τον άη Γιώργη στον Αρτό, που τον εκάψαν οι Τούρκοι γιατί δεν εμουτίζαν οι χωριανοί. Κι άνε μ-προβάλουνε οι σκιανιάδες τω σκοτωμένω, θα τσι ρωτήξω για το Γομαρά. Δε μπορεί, πράμα θα ’χουν ακουστά εκειά στον ουρανό, να μας το πούνε κι εμάς, να ξεστραβωθούμε, να μη γυρεύγομε τόσους χρόνους άδικα το σπήλιο με τα κόκαλα τω μαρτύρω και τσι θησαυρούς.

Ο Γομαράς – α δεν το κατές – ήτον ένα χωριό στο Κέντρος, στ’ Αηβασιλειώτικα, κοντά στον Άγιο Αστράτηγο απού λένε, κι εκάμαν ένα γιουρούσι οχτροί. Τούρκοι ήσανε; Σαρακηνοί; Κουρσάροι; Δε γατέχω. Μάλλον πως ήσανε Τούρκοι, γιατί θαρρώ πως ελέγανε πως μια γυναίκα, που έκλωθε με τη ρόκα, άκουε τ’ αρδάχτι τζη κι έτριζε, κι έκειά που έτριζε σα να ’βγανε μια φωνή: «Τούρ-κοι! Τούρ-κοι!». Και πιάνουν τ’ ανάπλαγα οι χωριανοί, γέροι, γυναίκες και κοπέλια χώνουνται σε μια σπηλιά, μ’ ό,τι χρυσαφικά και παράδες είχανε, και τσουρούν οι γι-άντρες ένα θεόρατο χαράκι και φράσσουνε τον πόρο. Σέρνουνε σπαθί και μοντέρνουνε τω ντουσουμάνηδω, μα όσο κι αν επολεμήσανε, σκοτωθήκαν ούλοι.

Οι οχτροί δεν εβρήκανε το σπήλιο, εκάψανε πρέπει το χωριό κι εφύγανε. Μα μέσα στο σπήλιο, οι κλεισμένοι δεν εμπορούσανε να ταράξουνε το χαράκι, που ήτονε θεόβαρο! Κι επομείναν εκειά κι εποθάναν απού την πείνα και το λιγοστό αέρα, κι ακόμη σήμερο δεν εβρέθηκεν η σπηλιά κείνηνά.

Και γράφει ο Παύλος ο Βλαστός απού το Βιζάρι για ένα βοσκό, που έπαιζενε τη λύρα τω νεραϊδώ κι εχορεύγανε, έκειά στου Γομαρά τα χάλαβρα, και μια νεραϊδόνυφη εγύρεψε να στεφανωθούνε… Μα μ’ ένα διαβαστικό απού το δεσπότη, γίνηκεν ανέφαλο κι εσκόρπισεν εις τον άνεμο – κι έκειά που πρωτοπαντήξανε βγήκεν ένας δρυγιάς, που τον ελέγαν οι ντόπιοι «τση Νεραϊδόνυφης ο Δρυγιάς». Και του ’χενε λέει ειπωμένη την ιστορία ένας Αποδουλιανός, χωριανός μου, κατά τα 1855.

Σάμε τα Ρούστικα, γιατί που λες, κ. Νίκο, ευλοημένε μου δάσκαλε και φίλε, είμαι παωμένος, στο μαναστήρι, έκειά που ’χωνεν ο Μητροφάνης το μπαρούτι – ήτον εκειά ένας άγιος γέροντας, όπως το κατές, ο πατήρ Ευμένιος, ας έχομε την ευκή ντου, με θεία φώτιση, χωριανός σου, απού τον Άη Κωσταντίνο. Μα τον Αρτό, μούδε δεν τον είχα ακουστά, και πλια πολύ δεν είχα ακουστά τον παπά Τζώρτζη και το Νικολό, τον καπετάν Κόκκο και τον Αρκολέο (τ’ όνομα πούρι γνωστό) και το Δράκο και το Μιχελή, τη Φωτεινιά και την Πουλισένα κι ούλα τα παλληκάρια που μνώγανε, όχι στα γρόσσα και στο χρυσάφι, μα στον έρωντα και στη λευτεριά! Κι εδά εχάρηκα πως τσι γρώνισα στα μυρισμένα φύλλα του βιβλίου σου, σασμένα από λούλουδα και μυρωδικά τση πέρα μπάντας, κι εμέθυσα κι απού το κρασί του Πατερομανούσο στη Μέσα Γωνιά, κι είδα και την Ερωφίλη παισμένη στο περβόλι του άρχοντα φονιά, του Λομπάρδο, και το Δράκο το μερακλή κονταροχτυπώντας να ξαπλώνει κάτω το Βενετσιάνο, ξεγιβεντίζοντας τη Γαληνοτάτη, λίγο πριν να πατήσει το τούρκικο φουσάτο τα Ρεθεμνιώτικα!...

Και σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι, πως κι εμουτίσαμενε κι εφραγκέψαμεν εμείς εδά (και τα δυο μαζί!), σα μερικούς απού γράφεις, κι αντίς να μάχομέστανε δυο τυράννους, σαν εκείνουσάς τσι παλιούς πολεμάρχους απού ξιστορείς, εμείς προσκυνούμεν ούλους τσι τυράννους, και στο καπηλειό του Λαρδέα και στα παλάτσα και στα ουνιβερσιτά και στα σπιτάλια!... Κι έκειά που σκέφτομαι, άνε καμνύσω και μια ολιά, να σου και προβέρνουνε τραϊτόροι και μυλωνάδες με ψακωμένο αλεύρι (γεμάτο ήρα) και τρυγηδάδες με λαδωμένες φουφούλες!

Όρθες δεν έχω, μα τα περιστέρια φωλεύουν από πάνω από ’κειά που μένω και κάνουνε κουτσουλιές βουναλάκια. Να τσι μαζώξω, να τσι πέψομε του Μπαρτολομαίο να κάμει μπόμπες, να ζιγώξομε τσι τυράννους, γ-ή μόνο των ορνίθω του παπά Μητροφάνη οι κουτσουλιές κάνουνε, απού ’θελα κουτσουλιδιάσει τσι Τούρκους, να φύγουνε τρισμαγαρισμένοι μέσα στη βρόμα;

Μα μπορεί και να φυσήξει ο νους μου, να πάω στην υστεργιά αντισκάρος σε τούρκικη γαλέρα, να σέρνω κουπί κιαμιά δεκαπενταρέ χρόνους, σαν τον άλλο, καλλιά παρά το κουπί που σέρνομεν εδά ούλοι μαζί, κι ο κάθαείς αμοναχός του, απού ’χουν ούλο τον κόσμο καωμένο οι σκυλογαυγισμένοι σα μια γαλέρα!

«Θωρείς τηνε, κοπέλι μου, τούτηνά τη Μαδάρα;» είπεν ο γέρο Πατερομανούσος του Σηφαλιό, του Δρακακιού. «Ορίζω σού τηνε, να τηνε φυλάεις! Δεν επάτησεν ως εδά κιανείς μαγαρισμένος! Και σ’ ορκίζω, να μην τ’ αφήσεις να γενεί. Έχε την ευκή μου!».

Κι εγώ θέλω το Σηφαλιό μου, κ. Νίκο. Κι ο Θεός να πέψει… Δοξασμένο τ’ όνομά ντου.

Άχι, παντέρμο Ρέθεμνος, ανεμοδαρμένη πολιτεία! Ξεγίνεται ένας ντοτόρος;

Νικολό, παιδί μου, μη ζωγραφίζεις φράγκικα.

Να ’χε ζει ο μακαρίτης ο Καυκαλάς, γιατρός κι εκείνος (θα τον εγρώνιζες πούρι), που ’χεν έρωντα με την κρητικήν εμιλιά, να διαβάσει το χαρτί σου, να χαρεί ο κακομοίτσης, απού ’θελα ζήσει άλλους τόσους χρόνους απού τη χαρά κι απού το καμάρι ντου, να γραφτεί τέθοιο βιβλίο στα κρητικά τα λόγια! Μα μπορεί να το ’χει κιόλας διαβασμένο στον ουρανό, προπαντός αν του το ’πήγεν ο Μαυρογόνατος γ-ή ο Πατελάρος, οι δυο γιατροί, που θα καμαρώνουν κι εκείνοι πως γράφουνται μέσα!...

Είντα κάθομαι και ροζονάρω, που θα με θαρρούνε ούλοι ανεραϊδοπαρμένο και μοσκοκούζουλο! Μα μήμπα να ’ναι, θα μου πεις, η πρώτη φορά; Έτσα το ’χω το συνήθειο κι έτσά μ’ αρέσει.

Ώρα καλή σου. Την ευκή του Μητροφάνη και του Δοσίθεου, του Θεόφιλου και του παπά Τζώρτζη (και του Νικόδημου, του άφαντου και κανονισμένου) να ’χετε ούλοι σας.

Αποδούλου (έκειά ’θελα να ’μαι), είκοσι εννιά του Πρωτογούλη (Πέτρου και Παύλου, βοήθειά μας), εν έτει σωτηρίω (;) ΄βιη΄.

Ο μαγάρι κι αντισκάρος στη γαλέρα τσ’ αγάπης και τση λευτεριάς,

ο αδερφός τση Κοκκινοσκουφίτσας (κείνης απού πολεμά λύκους, δράκους και κουρσάρους)

Πρασινοσκουφάκος με τ’ όνομα.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ