ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ανταγωνιστική καντάδα

0

Είναι μεσημέρι, και περπατώ μπροστά από τα μαγαζιά του εμπορικού κέντρου της πόλης. Είμαι χαμένη μέσα σε σκέψεις υποχρεώσεων που πρέπει να διευθετηθούν άμεσα. Ξαφνικά, η προσοχή μου αποσπάται, και αναδύεται σαν μέσα από βυθό.

Μπροστά στο μικρόφωνο του, ένας μουσικός παίζει κιθάρα και αυτοσχεδιάζει.

‘Πήρα ένα γάτο τις προάλλες. Ένα ασπρόμαυρο γάτο.’ [γρατζούνισμα κιθάρας]

‘Κι εκείνη τον είπε Steve! Το πιστεύεις φίλε μου?’ [ροκ γρατζούνισμα κιθάρας]

‘Steve???’ [περεταίρω ροκ γρατζούνισμα κιθάρας]

‘Oh Steve, Steve, Steve!!’ [παρατεταμένο ροκ γρατζούνισμα κιθάρας]

Οι περαστικοί κοιτάζουν ενοχλημένοι προς το μέρος του, η μουσική είναι πραγματικά πολύ δυνατή. Κανείς δεν σταματά να ρίξει λεφτά στο αναποδογυρισμένο του καπέλο.

Ενώ είμαι περίεργη, και θέλω να μάθω οπωσδήποτε τι απέγινε με τον Steve, δεν σταματώ. Οι υποχρεώσεις μου πρέπει να διευθετηθούν αμέσως.

Είκοσι λεπτά περίπου μετά, έχοντας τελειώσει τις εργασίες μου, περνάω πάλι μπροστά από τον ιδιοκτήτη του Steve. Ο μουσικός παραπονιέται ακόμα, όμως έχω χάσει πολλά επεισόδια, και δεν καταλαβαίνω που ακριβώς είναι το πρόβλημα.

Η γνώμη των περαστικών φαίνεται επίσης να μην έχει βελτιωθεί. Ιδιαίτερα ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έξω από το οποίο στέκεται ο ιδιοκτήτης του Steve. Καθώς διασταυρώνοτναι  οι δρόμοι μας, ο συνήθως φιλικός μαγαζάτορας με προσπερνάει βλοσυρός χωρίς να μιλήσει.

Η καλημέρα μου υψώνεται αρκετά για να ακουστεί.

Το βλέμμα του βλοσυρού μαγαζάτορα μαλακώνει. Αρχίζει να απολογείται, και να μου λέει τα πάντα για το δύσκολο πρωινό που πέρασε.

Ο κιθαρίστας είχε πραγματικά πολλά να πει. Όμως δεν ήταν τόσο πολύ εκείνος το πρόβλημα, όσο ήταν ο βαρύτονος τραγουδιστής όπερας, ο οποίος στεκόταν μερικά μέτρα μακριά.

Μπροστά στο μικρόφωνο του κι εκείνος, ανταγωνιζόταν με τον κιθαρίστα όλο το πρωί. Φυσικά, ο βαρύτονος τραγουδιστής όπερας νικούσε. Κρίμα που ήταν αρκετά βραχνιασμένος, και κάποιες νότες ξέφευγαν, φέρνοντας τους αγανακτισμένους μαγαζάτορες και περαστικούς στα όρια της υπομονής τους.

Ο απογοητευμένος μαγαζάτορας ανυπομονούσε να περάσει το σαββατοκύριακο του μακριά από ‘καντάδες’ τέτοιου τύπου, κοντά στη φύση. Να ακούει μόνο τα πουλιά και τον ψίθυρο του αγέρα.

Ήταν επίσης ενοχλημένος επίσης με τον Βρετανικό νόμο. Ενώ οι πλανόδιοι μουσικοί δεν χρειάζονται άδεια, μπορούν να παίζουν όπου και όποτε θέλουν, και στη ‘διαπασών’, εκείνος πρέπει να πληρώνει μηνιαίως για να έχει το δικαίωμα να ακούσει μουσική μέσα στο μαγαζί του.

Και μια και την ονομάσαμε ‘καντάδα’ αυτή την παράσταση, θυμάμαι την πατρίδα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι ανεπιθύμητες καντάδες τις παλιές, καλές ημέρες.

‘Το μόνο που χρειάζεσαι είναι, ένα κουβά γεμάτο με νερό,’ προτείνω.

Το πρόσωπο του φωτίζει. Ο θαυμασμός του για τους Έλληνες είναι ανείπωτος.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ