ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΥΓΕΙΑ

Ο ρόλος του λογοθεραπευτή

0

Τα παιδιά μαθαίνουν να μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο ρυθμό. Κάποια παιδιά μαθαίνουν να μιλάνε  νωρίς και καταλαβαίνουν πολύ καλά το λόγο. Υπάρχουν, όμως και άλλα που δε μιλάνε και έχουν δυσκολία να ακούσουν και να ακολουθήσουν οδηγίες ή να καταλάβουν ερωτήσεις. Επίσης μπορεί να μη μιλάνε καθαρά και να μην είναι κατανοητά. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε καθυστέρηση ή να υπάρχει μία γλωσσική διαταραχή.

Η γλωσσική διαταραχή είναι μια συνηθισμένη δυσκολία της παιδικής ηλικίας. Μπορεί να παρουσιαστεί ως συνέπεια κάποιας βαθύτερης δυσλειτουργίας, όπως είναι: βαρηκοΐα, γενικευμένες αναπτυξιακές δυσκολίες, αυτισμός, προβλήματα συναισθηματικής ανάπτυξης ή νευρολογικές διαταραχές) ή μπορεί απλώς να θεωρηθεί πρωτογενής δυσκολία εφόσον αποδειχτεί ότι δεν σχετίζεται με κάτι από τα παραπάνω. Υπολογίζεται ότι περίπου ένα στα δέκα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας παρουσιάζει γλωσσική διαταραχή, η οποία δε σχετίζεται με άλλες δυσκολίες (Boyle, 1996).

Το έργο του λογοθεραπευτή επεκτείνεται σε πολλούς τομείς:

  • στην πρόληψη
  • στην αξιολόγηση και διάγνωση
  • στη θεραπεία και αποκατάσταση
  • στην έρευνα και στην επιστημονική μελέτη των διαταραχών επικοινωνίας

Για να ορίσει ο λογοθεραπευτής τους στόχους της παρέμβασης είναι σημαντικό να προηγηθεί μία προσεκτική και  ολοκληρωμένη αξιολόγηση.

Αυτή περιλαμβάνει: 

α) ένα ιστορικό που δίνεται από τους γονείς ή τους φροντιστές του παιδιού (λεπτομερή στοιχεία σε σχέση με τα  στάδια ανάπτυξης,  ιατρικές εξετάσεις, αξιολογήσεις άλλων ειδικών),

β) παρατήρηση του παιχνιδιού και των επικοινωνιακών δεξιοτήτων

γ) χορήγηση διαγνωστικών εργαλείων

δ) ο εντοπισμός των προτεραιοτήτων του παιδιού ή του ενήλικα σε σχέση με τις γλωσσικές του ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας του (δειλία, αυτοεκτίμηση, όρια κτλ).

ε) τέλος αξιολογούνται και σταθμίζονται οι συνθήκες και οι ανάγκες της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος.

Οι γλωσσικές διαταραχές αποδίδονται σε πολλά αίτια και η κλινική τους εικόνα ποικίλει ανάλογα με τον τρόπο και τη σοβαρότητα με την οποία εκδηλώνονται. Κάθε παιδί με γλωσσική διαταραχή έχει ένα μοναδικό προφίλ σε σχέση με τη γλωσσική του λειτουργικότητα. Αυτό αφορά στα δυνατά και αδύναμα σημεία της ανάπτυξής του, αλλά και  στο δυναμικό που φέρει από την οικογένειά του. Λόγω του εύρους των δυσκολιών αναφορικά με τα κριτήρια της διάγνωσης, η θεραπεία της γλωσσικής διαταραχής μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Οι Law et al (2000) προσδιορίζουν τρεις μεθόδους παρέμβασης: την άμεση, όπου ο θεραπευτής δουλεύει σε επίπεδο γλωσσολογικών συμπεριφορών, την νατουραλιστική όπου η θεραπεία του παιδιού γίνεται με άξονα τη λειτουργική του ανταπόκριση στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον και ο συνδυασμός των δύο.

Το «θεραπευτικό ένστικτο» είναι όρος που συχνά ακούγεται στη θεραπευτική σχέση, η οποία δε θα πρέπει να συγχέεται με την εκπαιδευτική, καθώς η καθεμιά βασίζεται σε διαφορετικές αρχές και έχει διαφορετικούς στόχους. Για να γίνει πιο συγκεκριμένος ο θεραπευτικός – κλινικός ρόλος έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια διάφορα μοντέλα που σκιαγραφούν τον κλινικό τρόπο σκέψης. Ενδεικτικά παραθέτουμε το παρακάτω:

Οι Roth and Worthington (2015)  ορίζουν ως βασικές αρχές αποτελεσματικής παρέμβασης τα εξής:

Ο θεραπευτής εισάγει τεχνικές που διευκολύνουν την επικοινωνία, αλλά δεν κάνει εκπαίδευση (μάθημα) για μεμονωμένα συμπτώματα. Η θεραπεία είναι μια συνεχής δυναμική ανταλλαγή μεταξύ θεραπευτή  και θεραπευόμενου. Ο κεντρικός στόχος είναι η βελτίωση της επικοινωνίας, αλλά δίνεται συνέχεια έμφαση σε λεπτομέρειες. Οι ρυθμοί είναι πάντα ανάλογοι με την πρόοδο που σημειώνει το παιδί. Μπορεί να είναι αργή ή γρήγορη, μπορεί να είναι σταθερή. Είναι πολλοί οι παράγοντες που συνυπολογίζονται σε σχέση με το ρυθμό εξέλιξης του παιδιού.

Ο θεραπευτής παρέχει θεραπεία που έχει το χαρακτήρα του συνεχόμενου επαναπροσδιορισμού και τροποποίησης. Προσφέρει ξεχωριστή παρέμβαση ανάλογη των δυσκολιών του κάθε παιδιού. Ο λογοθεραπευτής πρέπει να έχει την ικανότητα να ερμηνεύει τις γλωσσικές συμπεριφορές με σεβασμό στην προσωπικότητά του  και επίσης να έχει τη  δημιουργικότητα, να  χτίζει μια σχέση μέσα από την οποία θα υποστηρίξει τις ανάγκες του θεραπευόμενου.

Ο θεραπευτής προσαρμόζει τους κλινικούς στόχους με τέτοιο τρόπο που να προάγεται η γνώση του παιδιού ένα βήμα πάνω από το επίπεδο που βρίσκεται κάθε φορά. Το θεραπευτικό πρόγραμμα χτίζεται με στόχους που είναι εξατομικευμένοι και προσαρμοσμένοι στις δυνατότητες, τον τρόπο μάθησης και τις ανάγκες του κάθε παιδιού χωριστά.

Η έρευνα στη λογοθεραπεία μας δίνει συνεχώς νέες προοπτικές για τη βελτίωση της ίδιας της θεραπείας, αλλά οι στόχοι της παρέμβασης είναι συνήθως ευρύτεροι και αφορούν κι άλλους τομείς, όπως η συμβουλευτική και εκπαίδευση των γονέων, η βελτίωση των δεξιοτήτων αλληλεπίδρασης, η χρήση εναλλακτικών μεθόδων επικοινωνίας. Η αποτελεσματικότητα των παρεμβατικών προγραμμάτων βασίζεται όλο και περισσότερο στην έρευνα (evidence based therapy)  και η πρόκληση για τους κλινικούς, αλλά και τους γονείς είναι μεγάλη σε σχέση με τις επιλογές και την ανάπτυξη θεραπευτικών μεθόδων.

Βασιλική Δεσύλλα

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ