ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κάτω από 3% το πρωτογενές πλεόνασμα με τις παροχές

0

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου της γενικής κυβέρνησης, που πήρε πρόσφατα στα χέρια του ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας, στο φόντο των εξαγγελιών της κυβέρνησης για παροχές 1,27 δισ. ευρώ, χτύπησαν ηχηρό καμπανάκι. Τίποτα δεν έδειχνε ότι στο τέλος του χρόνου θα υπήρχε υπερπλεόνασμα, ώστε να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν οι παροχές.

Ο κ. Στουρνάρας έκρινε ότι ο ρόλος του ως κεντρικού τραπεζίτη επέβαλε να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο και το έκανε, παρότι ανέμενε τις αντιδράσεις εκ μέρους της κυβέρνησης, που φυσικά εκδηλώθηκαν αμέσως. Η επιχείρηση αμφισβήτησής του, όμως, έληξε άδοξα μία ημέρα μετά, την Πέμπτη, όταν ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, κατά την ενημέρωση μετά το Eurogroup στις Βρυξέλλες, είπε ξεκάθαρα και αυτός ότι «ανησυχεί» για τις παροχές και πως –παρότι δεν υπάρχει ακόμη πλήρης αξιολόγηση των μέτρων– η πρώτη εκτίμηση δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει υστέρηση έναντι του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ «κατά σημαντικό ποσοστό». Σύμφωνα με πληροφορίες, οι θεσμοί ανησυχούν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα μετά τα μέτρα Τσίπρα θα προσγειωθεί πολύ κάτω ακόμη και από το 3% του ΑΕΠ.

Κεντρική τράπεζα και θεσμοί βρίσκονται έτσι στο ίδιο μήκος κύματος. Το συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση θέλει να κάνει παροχές, με κάθε κόστος, θέτοντας σε απόλυτη προτεραιότητα το κομματικό όφελος έναντι της οικονομίας. Ετσι, υπερεκτιμά τα αποτελέσματα του φετινού προϋπολογισμού, βλέποντας υπερπλεόνασμα 1,14 δισ. ευρώ εκεί όπου δεν υπάρχει. Ταυτόχρονα, φαίνεται πως υποεκτιμά το κόστος των μέτρων και άλλων επιβαρύνσεων που πιθανολογείται ότι θα υπάρξουν, όπως για τις αποζημιώσεις συνταξιούχων από τις δικαστικές αποφάσεις.

Ο κ. Στουρνάρας προειδοποίησε ευθέως ότι με αυτά τα δεδομένα στο τέλος του χρόνου ίσως χρειαστεί να ληφθούν διορθωτικά μέτρα, περικόπτοντας δαπάνες, με πρώτο πιθανό θύμα το πολύπαθο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Τα βασικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το πρώτο τρίμηνο του έτους που προκάλεσαν την παρέμβαση του κ. Στουρνάρα, καθώς δείχνουν μηδενικά περιθώρια για παροχές, είναι τα εξής:

• Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης σε ενοποιημένη βάση είναι 1% του ΑΕΠ έναντι 1,4% του ΑΕΠ την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Υπάρχει επομένως υστέρηση 0,4% του ΑΕΠ. Προσαρμοσμένη σε όρους μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη, φθάνοντας το 0,8% του ΑΕΠ.

Επομένως, αν θεωρηθεί ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί και τον υπόλοιπο χρόνο, το πρωτογενές πλεόνασμα θα υστερεί έναντι του περυσινού που ήταν 4,3% του ΑΕΠ και, αν η υστέρηση διατηρηθεί στο 0,8% του ΑΕΠ του α΄ τριμήνου, το πρωτογενές πλεόνασμα θα προσγειωθεί ακριβώς στο 3,5% του ΑΕΠ, επιτυγχάνοντας τον στόχο, αλλά χωρίς το παραμικρό περιθώριο για επιπλέον παροχές.

• Τα φορολογικά έσοδα είναι μειωμένα κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ ή 5% σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του 2018, ενώ ειδικά οι άμεσοι φόροι είναι μειωμένοι κατά 24% ή περίπου 1 δισ. ευρώ. Την παρτίδα σώζουν οι έμμεσοι φόροι, που είναι αυξημένοι κατά περίπου 5,5% ή 400 εκατ. ευρώ. Ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε την ανησυχία του για την περαιτέρω πορεία των φορολογικών εσόδων σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, όπου η ελληνική «παράδοση» θέλει τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό να χαλαρώνει. Συνολικά, τα έσοδα είναι μειωμένα κατά 0,5% σε σύγκριση με πέρυσι.

• Οι δαπάνες είναι και αυτές αυξημένες κατά 4% ή περίπου 700 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2018. Αυξημένες είναι κυρίως οι μεταβιβάσεις, ενώ οι δαπάνες για αμοιβές προσωπικού είναι ελαφρώς αυξημένες και για συντάξεις ελαφρώς μειωμένες.

Τι βλέπουν οι θεσμοί

Οι πρώτες εκτιμήσεις των θεσμών δείχνουν στην ίδια κατεύθυνση, του μηδενικού σχεδόν περιθωρίου για παροχές. Συγκεκριμένα, πληροφορίες από ευρωπαϊκές πηγές αναφέρουν ότι χωρίς τα μέτρα το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος θα διαμορφωθεί μόλις στο 3,6% του ΑΕΠ, έναντι στόχου για 3,5% του ΑΕΠ, αφήνοντας ένα περιθώριο μικρότερο από 200 εκατ. ευρώ. Τα δε μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση εκτιμώνται περίπου στο 1,5 δισ. ευρώ, σχεδόν 200 εκατ. ευρώ πάνω από τους υπολογισμούς της κυβέρνησης. Ετσι, οι θεσμοί υπολογίζουν ότι με τα μέτρα της κυβέρνησης το πρωτογενές αποτέλεσμα θα κλείσει κάτω ακόμη και από το 3% του ΑΕΠ, περίπου στο 2,8% του ΑΕΠ. Και αυτό χωρίς να υπολογίζεται η ενδεχόμενη αρνητική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα από τη ρύθμιση των 120 δόσεων, την οποία ορισμένες εκτιμήσεις τοποθετούν κοντά στο 1 δισ. ευρώ. Ετσι, δικαιολογείται η εκτίμηση του κ. Ρέγκλινγκ για υστέρηση έναντι του στόχου κατά σημαντικό ποσοστό.

Ο κίνδυνος κυρώσεων από τους πιστωτές

Η ανησυχία των θεσμών για την επίπτωση που θα έχουν οι παροχές της κυβέρνησης στην επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ενδεχομένως να αποτυπωθεί, σε πρώτη φάση, στο μπλοκάρισμα της απόφασης για πρόωρη εξόφληση του χρέους προς το ΔΝΤ από κάποιο κράτος-μέλος. Το ενδεχόμενο αυτό άφησε ανοικτό ο κ. Ρέγκλινγκ την Πέμπτη στις δηλώσεις του, μετά το Eurogroup, λέγοντας ότι «μένει να φανεί κατά πόσον οι πρόσφατες ανακοινώσεις για τα δημοσιονομικά μέτρα θα έχουν κάποια επίπτωση» στις αποφάσεις των κρατών-μελών για την εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ – την οποία ο ίδιος, πάντως, θεωρεί καλή για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Σε επόμενη φάση, ανοικτό είναι, επίσης, το ενδεχόμενο να αποφασιστεί η μη επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs). Oπως επισημαίνει ευρωπαϊκή πηγή, πρόκειται για ποσό 5 δισ. ευρώ συνολικά, διόλου ευκαταφρόνητο για την Ελλάδα. Φυσικά, σε αυτή τη φάση ο λόγος γίνεται για τα περίπου 660 εκατ. ευρώ που θα επιστραφούν το β΄ εξάμηνο του έτους.

Ισως ακόμη χειρότερη θα είναι για την Ελλάδα η στάση των αγορών, που έχουν δείξει ήδη αρνητική αντίδραση στις παροχές, ανεβάζοντας τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, όπως επεσήμανε τόσο ο κ. Ρέγκλινγκ όσο και ο κ. Στουρνάρας. Οι αγορές φοβούνται δημοσιονομικό εκτροχιασμό και επιστροφή του χρέους σε μη βιώσιμα μονοπάτια. Το ίδιο φοβούνται και οι θεσμοί βλέποντας ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει ακαταμάχητη τάση επιστροφής στις «κακές συνήθειες του παρελθόντος». Από την κυβέρνηση, μόνον ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης φέρεται να διαφώνησε με αυτή την τακτική, αλλά δεν το έκανε δημοσίως και άρα δεν έφερε αποτέλεσμα. Ο κ. Χουλιαράκης εκτιμά ότι υπάρχει μεν δημοσιονομικός χώρος, αλλά αυτός θα έπρεπε να διατηρηθεί ως «μαξιλάρι» ασφαλείας.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ