ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

To ούζο μεθάει τους Γερμανούς - Σε «βέρτιγκο» το τσίπουρο

0

Το διάσημο ελληνικό ποτό γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση τα τελευταία χρόνια στην Γερμανία, κερδίζοντας διαρκώς νέους καταναλωτές που σπεύδουν το απολαύσουν στα περισσότερα από 6.000 ελληνικά εστιατόρια

Εντυπωσιακή απήχηση εμφανίζει το ούζο στη γερμανική αγορά, η οποία εξελίσσεται στη νέα «Γη της Επαγγελίας» για τους Έλληνες παραγωγούς αποσταγμάτων. Το διάσημο ελληνικό ποτό γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση τα τελευταία χρόνια στην Γερμανία, κερδίζοντας διαρκώς νέους καταναλωτές που σπεύδουν το απολαύσουν στα περισσότερα από 6.000 ελληνικά εστιατόρια που λειτουργούν εκεί και όχι μόνο. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάσθηκαν πρόσφατα, οι Γερμανοί καταναλώνουν περισσότερο ούζο (περίπου 1,3 εκατ. κιβώτια) απ’ ότι Gin (περίπου 1,2 εκατ. κιβώτια) και μάλιστα, το ούζο αποτελεί διαχρονικά το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της ελληνικής ποτοποιίας, καταλαμβάνοντας το 2018 το 72% (σε ποσότητα) του συνολικού όγκου εξαγωγών.

«Μάθαμε τους Γερμανούς να πίνουν ούζο και στη Γερμανία, όχι μόνο στις διακοπές τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, Νίκος Καλογιάννης σε ενημερωτική εκδήλωση, για να προσθέσει πως το ούζο έχει καταφέρει να καθιερωθεί σε αρκετές χώρες παρ’ ότι έχει να ανταγωνισθεί αντίστοιχα ποτά από χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία.

Οι προοπτικές φαντάζουν ακόμη πιο ευνοϊκές και ήδη οι Έλληνες αποσταγματοποιοί έχουν ενεργοποιήσει σχέδιο για την περαιτέρω διείσδυσή των ελληνικών αποσταγμάτων σε νεότερες ηλικίες. Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκεται η χρήση του ούζου και άλλων ελληνικών ποτών, ως βασικού συστατικού στα κοκτέιλ, προκειμένου να ενισχυθεί η κατανάλωσή του στα μπαρ. Βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη του ούζου αποτελούν και οι 36 εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες με πιο πρόσφατες τη συμφωνία ΕΕ – Ιαπωνίας και εκείνη της Σιγκαπούρης. Το ούζο ήδη περιλαμβάνεται σε όλες τις συμφωνίες αναγνώρισης και προστασίας των Γεωγραφικών Ενδείξεων μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών.

Συνολικά, η ελληνική ποτοποιία κόντρα στα εμπόδια αναπτύσσεται και ελπίζει σε ακόμη καλύτερα αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια χάρη στην έντονη εξωστρέφεια που την διακρίνει (εξάγεται πάνω από το 67% της παραγωγής). Αξίζει να σημειωθεί πως τα έσοδα από τις εξαγωγές ελληνικών αποσταγμάτων είναι περίπου ίδια με του κρασιού, οι οποίες φέτος αναμένεται να ξεπεράσουν τα 70 εκατ. ευρώ.

Η μάχη για την κατοχύρωση

Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν πάντοτε ρόδινα. Χρειάστηκε σκληρός αγώνας και συντονισμένες ενέργειες, προκειμένου να έρθουν τα σημερινά αποτελέσματα. Καταλυτικό ρόλο στην ανάδειξη του ούζου ήταν η κατοχύρωσή του, ως παραδοσιακού προϊόντος πριν από τρεις δεκαετίες. Κάτι που σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη αποτελεί επίτευγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, με δεδομένο πως δόθηκε μάχη και έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις, προκειμένου να πεισθούν τα υπόλοιπα μέλη της τότε ΕΟΚ.

Και αυτό γιατί την εποχή εκεί η Ευρώπη αναγνώριζε προϊόντα με ονομασία προέλευσης με ειδικά χαρακτηριστικά, όπως το κονιάκ, το αρμανιάκ, η σαμπάνια και όχι παραδοσιακά προϊόντα που μπορεί να παράγονται σε περισσότερες από μια περιοχές της ίδιας χώρας.

Με την στήριξη της Ιταλία, της Ισπανίας και της Γερμανία που είχαν ανάλογα συμφέροντα, με την γκράπα, πάχαραν και το γκορν, αντίστοιχα κατέστη εφικτό. Καθοριστική, σύμφωνα με τον ίδιο ήταν η συμβολή της κας Σταυρούλας Κουράκου, η οποία τότε ηγούνταν της Επιτροπής Αλκοολούχων Ποτών του Υπουργείου Οικονομίας και είχε την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με τις υπόλοιπες χώρες.

Απόρροια της παραπάνω κατοχύρωσης ήταν να εξασφαλίσει το ούζο τρία χρόνια αργότερα με την οδηγία Οδηγία 92/83 ΕΟΚ (1992) μειωμένο φορολογικό συντελεστή (στο 50% απ’ ότι στα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά). Μάλιστα, το ίδιο καθεστώς φορολογίας εξασφάλισε και το γαλλικό ρούμι που παράγεται στις υπερπόντια διαμερίσματα της Γαλλίας (περιοχές που ήταν πρώην αποικίες της).

Οι «διήμεροι» και η πόρτα στο λαθρεμπόριο

Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται η ελληνική αγορά, όπου τα ελληνικά αποστάγματα βρίσκονται στις συμπληγάδες της υψηλής φορολογίας και του λαθρεμπορίου. Ειδικά το λαθρεμπόριο στο χύμα τσίπουρο έχει εξελιχθεί σε ευθεία απειλή για τους Έλληνες παραγωγούς, οι οποίοι ζητάνε την αυστηροποίηση των ελέγχων αλλά και εξίσωση της φορολογίας στους εποχιακούς παραγωγούς (διήμερους) τσίπουρου, όταν αυτοί εμπορεύονται τα προϊόντα τους. Όπως είπε ο κ. Καλογιάννης, υπάρχουν αρκετοί «διήμεροι» παραγωγοί που δεν παράγουν απλά για ιδία κατανάλωση, αλλά επιδίδονται και στην εμπορία χύμα τσίπουρου, εκμεταλλευόμενοι την σχεδόν ανύπαρκτη φορολογία που επιβαρύνει το προϊόν τους. Αυτό, σημείωσε ο ίδιος, αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τις εδραιωμένες επιχειρήσεις του χώρου που καλούνται να τους ανταγωνιστούν υπό άνισους όρους (αφού πληρώνουν αυξημένη φορολογία).

«Ζητάμε να παίζουμε επί ίσοις όροις… δεν έχουμε διένεξη με την παραδοσιακή παραγωγή και τους διήμερους. Λέμε απλά ότι εάν θέλει να εμπορευθεί το προϊόν του, ο διήμερος θα πρέπει να το κάνει με τους ίδιους όρους με εμάς. Δεν μπορεί να έχει μειωμένο φόρο. Αυτό αντιμαχόμαστε», έσπευσε να υπογραμμίσει ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, τονίζοντας πως αυτό θα αποβεί προς όφελος των δημόσιων εσόδων αλλά και για τους αμπελουργούς καθώς θα μπορούν πλέον να πουλάνε την πρώτη ύλη σε καλύτερες τιμές.

Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά είπε ο ίδιος, το φορολογικό καθεστώς των διήμερων εκμεταλλεύονται και αρκετοί επιτήδειοι, οι οποίοι εισάγουν βυτία ολόκληρα χύμα τσίπουρου αμφίβολης ποιότητας από τα γειτονικά κράτη, τα οποία βαφτίζουν ελληνικά και διαθέτουν στα ελληνικά εστιατόρια, σε πλήρη αγνοία του καταναλωτή. Υπολογίζεται ότι ένα στα πέντε ποτήρια χύμα τσίπουρου που καταναλώνεται σήμερα στην χώρα είναι δηλωμένο στις αρμόδιες αρχές.

Μείωση φορολογίας

Την ίδια ώρα, οι Έλληνες αποσταγματοποιοί δίνουν μάχη για να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μειωμένη φορολογία στο εμφιαλωμένο τσίπουρο, παρά την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου. Όπως είπε ο κ. Καλογιάννης είναι προς όφελος του εθνικού συμφέροντος να παραμείνει το υπάρχον καθεστώς, τονίζοντας πως είναι σε εξέλιξη μια μεγάλη διαπραγμάτευση να πεισθούν οι ευρωπαϊκές αρχές να δώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή παράταση στην χώρα μας.

Ο κ. Καλογιάννης ανέφερε ότι κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας της ελληνικής πλευράς είναι η φορολογία που επιβαρύνει τα ελληνικά αποστάγματα είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και διπλάσια από την Γερμανία, όπου οι απολαβές των εργαζομένων είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι στην Ελλάδα, έσπευσε ωστόσο να υπογραμμίσει πως αργά ή γρήγορα η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου, η οποία εξισώνει τον φόρο στο τσίπουρο με τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά θα εφαρμοσθεί.

Όπως εξήγησε ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, το τσίπουρο απολαμβάνει εδώ και 30 χρόνια ανεπίσημα και με την ανοχή της Ένωσης καθεστώς μειωμένου κατά 50% φόρου στην ελληνική αγορά, όπως ακριβώς και το ούζο. Βέβαια το ούζο απολαμβάνει το συγκεκριμένο καθεστώς νόμιμα καθώς σε αντίθεση με το τσίπουρο πέτυχε να κατοχυρωθεί ως παραδοσιακό προϊόν.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έρχεται τώρα να εξισώσει τη φορολογία στο τσίπουρο με τα υπόλοιπα αλκοολούχα, τερματίζοντας την ιδιότυπη ασυλία που απολάμβανε μέχρι σήμερα, χάρη στο ούζο. Να σημειωθεί πως με δεδομένο πως η συντριπτική πλειονότητα των αποσταγματοποιών στην Ελλάδα παράγει και ούζο και τσίπουρο δεν τέθηκε ποτέ θέμα καταγγελίας στα ευρωπαϊκά όργανα του ιδιότυπου αυτού καθεστώτος, το οποίο ήταν προς όφελος όλων.

Η πορεία της αγοράς και η τέχνη για καλό τσίπουρο

Η δραστηριότητα της εγχώριας ποτοποιίας τα τελευταία χρόνια εμφανίζει άνοδο, ξεπερνώντας την παραγωγή που υπήρχε προ κρίσης και φτάνοντας τα τελευταία χρόνια περίπου τα 67εκ. φιάλες καθαρής αλκοόλης. Μεγάλος πρωταγωνιστής του κλάδου της ελληνικής παραγωγής ποτών είναι το Ούζο, το ηγετικό ποτό της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας, που φτάνει το 64% στο σύνολο όλων των ποτών που παράγονται στην χώρα. Η κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά εμφανίζει τα τελευταία χρόνια μικρή μεν αλλά σταθερή αύξηση και προσπαθεί να εδραιωθεί στην ελληνική αγορά. Το 2018 αυξήθηκε κατά 4,3% σε σχέση με το 2017.

Στο τσίπουρο, καθοριστικό ρόλο παίζει η ποικιλία των σταφυλιών. Τα καλά σταφύλια είναι βασική προϋπόθεση για την παραγωγή ποιοτικού τσίπουρου. Με την προσεκτική ζύμωση των στεμφύλων τους (τις φλούδες που μένουν μετά το πάτημα των σταφυλιών και την εξαγωγή του μούστου για την παραγωγή κρασιού) και με την αργή απόσταξη τους βγαίνει το τσίπουρο.

«Η τέχνη του αποσταγματοποιού είναι να καταφέρει να αιχμαλωτίσει όλα τα αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά του σταφυλιού όπως διαμορφώθηκαν μετά τη ζύμωση των στέμφυλων», όπως περιέγραψε ο κος Καλογιάννης και συνέχισε λέγοντας πως «σε κάποιες περιοχές προσθέτουν αρωματικούς σπόρους ή φυτά (γλυκάνισος, μάραθος, φύλλα καρυδιάς) σε αναλογίες που συνήθως είναι το μυστικό του κάθε παραγωγού.»

ethnos.gr

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ