Επιμέλεια Θοδωρής Ρηγινιώτης
Μερικές σκέψεις για την Ορθοδοξία που είναι κρυμμένη στην καρδιά του πολιτισμού και της ταυτότητάς μας.
α. Η Ορθοδοξία συνιστά την πνευματική παράδοση αυτού του τόπου. Όχι μόνο τη «θρησκευτική» μας παράδοση, αλλά ακριβώς την πνευματική μας παράδοση. Με αυτό, δεν υπαινίσσομαι μόνο το ορθόδοξο χριστιανικό υπόβαθρο όλων ή σχεδόν όλων των πνευματικών δημιουργών της πατρίδας μας, σε κάθε τομέα, κατά τους τελευταίους αιώνες (ποιητών, καλλιτεχνών, στοχαστών), υπόβαθρο που, ως γνωστόν, δε μπορεί να αγνοηθεί κατά τη μελέτη της ιστορίας μας και του πνευματικού πολιτισμού μας (λόγιου και λαϊκού), αλλά αναφέρομαι συγκεκριμένα στον ανώτερο τομέα πνευματικής προόδου, που είναι η ορθόδοξη αγιότητα.
Ένα πανόραμα της «πνευματικής παραγωγής» του λαού μας σε αγίους, ήδη από τον 1ο αιώνα, με προσωπικότητες όπως η αγία Λυδία η Φιλιππισία (η «πρώτη Ευρωπαία χριστιανή») και ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, μέχρι τις μέρες μας, με πλήθος αγίων κάθε δεκαετίας κάθε αιώνα, προερχόμενους από όλες τις ηλικίες, τις κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις, τα μορφωτικά επίπεδα και τις γεωγραφικές περιοχές, μπορεί να αποκαλύψει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα εντός της ελληνικής κοινωνίας, πραγματικότητα που υπερβαίνει τα συνήθη μέτρα σε αγάπη και αυτοθυσία και «μεταμορφώνει» τον άνθρωπο και την κοινωνία στην οποία ζει και εργάζεται.
Η αγιότητα αυτή –ιδεώδες αγνοημένο στην τεχνοκρατική εποχή μας– φέρνει τον άνθρωπο σε ενότητα αγάπης και ελευθερίας με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο, τα άλλα πλάσματα της φύσης και το Θεό, προσφέροντας σοφία και ειρήνη. Χωρίς να αντιστρατεύεται την επιστημονική γνώση, όπως θα δούμε παρακάτω, την καθαγιάζει μπολιάζοντάς την με την αγάπη προς το συνάνθρωπο και τον κόσμο, δηλαδή παρέχει αυτό ακριβώς που αναζητούμε και δε γνωρίζουμε από πού θα το αντλήσουμε. Φυσικά, αποτελεί και αστείρευτη πηγή έμπνευσης για δράση και δημιουργία στον τομέα που υπηρετεί έκαστος, είτε χειρώναξ είτε διανοούμενος.
Σήμερα, συνήθως αναζητούμε την αγάπη, την ειρήνη, την αρμονία και τη σοφία στις προχριστιανικές παραδόσεις και τις μυστικιστικές πρακτικές (όπως η γιόγκα) των ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, από τους αυτόχθονες της Αμερικής έως τους βουδιστές του Θιβέτ, αγνοώντας ότι στην καρδιά του πολιτισμού μας πάλλει ακριβώς αυτή η πηγή της ζωής, γνωστή στη γιαγιά μας, που περιμένει κι εμάς να την ανακαλύψουμε.
β. Η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στην επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη.
Αν και στο σύγχρονο κόσμο (εξαιτίας των τραυμάτων που προκάλεσε ο δυτικός μεσαίωνας) θεωρήθηκε πως η επιστημονική πρόοδος οδηγεί σε αναίρεση του χριστιανισμού, στην Ορθοδοξία (αρχίζοντας από την αρχαία Εκκλησία) δεν τέθηκε ποτέ θέμα αντίθεσης ή αντιπαράθεσης της επιστήμης, της έρευνας, της γνώσης κ.τ.λ. με τη χριστιανική εμπειρία της αγιότητας. Ήδη τον 4ο αι. μ.Χ. ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, γιατρός, μαθηματικός και φιλόλογος ο ίδιος, έγραφε: «δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν», Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10.
Τόνιζε επίσης ότι η βιβλική Γένεσις (το πεδίο μάχης «άθεων» επιστημόνων και πιστών χριστιανών) όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα – βλ. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3.
Οι σύγχρονες εξελίξεις στη φυσική και τη βιολογία δεν αντιτίθενται καθόλου στο χριστιανισμό, όπως αυτός κατανοήθηκε από τους Ορθόδοξους Πατέρες της Εκκλησίας άλλοτε και τώρα, αρκεί να αποσυνδεθούν από τις αθεϊστικές αντιλήψεις που ατυχώς επικράτησαν ως κυρίαρχο ιδεολογικό μοντέλο σε μεγάλο μέρος του επιστημονικού χώρου από το Διαφωτισμό μέχρι σήμερα.
Στο Βυζάντιο επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά καλλιεργήθηκαν ιδιαίτερα, όπως φαίνεται από τις εφαρμογές τους (βλ. π.χ. Timothy Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998, και Πουλάκου-Ρεμπελάκου Ε., Η παιδιατρική στο Βυζάντιο, διδακτ. διατριβή, Ε.Κ.Π.Α. 1992). Ομοίως, η τεχνογνωσία του λαού μας αναπτύχθηκε στο έπακρο κάθε φορά, ανάλογα με τις ανάγκες της καθημερινότητας. Επιπλέον, πολλοί άγιοι υπήρξαν επιστήμονες, όχι μόνο στους αρχαίους και μέσους χρόνους (γιατροί π.χ. υπήρξαν οι άγιοι Ανάργυροι, ο άγιος Ραφαήλ, οι αγίες Ερμιόνη, Ζηναΐδα, Νεονίλλα κ.τ.λ., μαθηματικός και πλήρης γνώστρια της αρχαίας γραμματείας η αγία Αικατερίνα, ενώ πολλοί άγιοι υπηρέτησαν τις θεωρητικές επιστήμες, όπως οι πρωτοπόροι δυτικοί ιστοριογράφοι Γρηγόριος της Τουρ και Βέδας ο Αιδέσιμος, οι κορυφαίοι φιλόλογοι Μ. Φώτιος και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης κ.ά., ο πανεπιστήμων άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης κ.ά.), αλλά και στα νεώτερα χρόνια, όπως ο μεγάλος εθνολόγος και γλωσσολόγος του 19ου αι. άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ (θ. 1879), ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Τασκένδης και πρωτοπόρος χειρούργος άγιος Λουκάς ο Ιατρός (1877-1961), ο καθηγητής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979) κ.π.ά., ενώ θα πρέπει να αναφέρουμε και τον π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982), master των ανατολικών γλωσσών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, μη βρίσκοντας απάντηση στο χώρο του πανεπιστημίου για τις εναγώνιες φιλοσοφικές και ηθικές αναζητήσεις του.
Το έργο σύγχρονων ορθόδοξων καθηγητών πανεπιστημίου (αλλά και ορισμένων ετερόδοξων), που αναφέρεται στους ορθόδοξους αγίους, φανερώνει επίσης την αρμονία πανεπιστημίου και αγιότητας, όπως οι αναφορές του καθηγητή της Ιατρικής Αθηνών Γεωργίου Παπαζάχου στον άγιο γέροντα Πορφύριο («γέροντας» = ορθόδοξος πνευματικός διδάσκαλος, ανεξαρτήτως ηλικίας), του καθηγητή της παιδαγωγικής στο παν/μιο Αθηνών Γεωργίου Κρουσταλλάκη στον ίδιο άγιο, του καθηγητή του πανεπιστημίου του Μέην Κυριάκου Μαρκίδη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, η μονογραφία του καθηγητή της ποιμαντικής ψυχολογίας στο παν/μιο Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη (πτυχιούχου της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Innsbruck στην ψυχοπαθολογία και τις θεραπευτικές κλινικές εφαρμογές, με σπουδές στην ψυχολογία του βάθους και την ποιμαντική φροντίδα των ψυχασθενών στο πανεπιστήμιο του Munster κ.λ.π.) για την αγία Ταρασία (Ταρσώ) της Κερατέας Αττικής (1910-1989) κ.π.ά.
Η Ορθοδοξία ωστόσο είναι κάθετα αντίθετη στην κατάχρηση της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών εφαρμογών της προς όφελος ολίγων, στην αποστράγγιση του φυσικού πλούτου, την κατάρρευση του περιβάλλοντος και την καταστροφή των κοινωνιών του τρίτου κόσμου από τις αυτοκρατορίες της παγκόσμιας οικονομίας (όλοι ξέρουμε τους αυτουργούς, χάρη στο ζήλο και την αυτοθυσία ανθρώπων του πνεύματος, κυρίως δημοσιογράφων και ακτιβιστών), καθώς και στον υποβιβασμό των λαών του «ανεπτυγμένου κόσμου» σε στρατιές πειθήνιων εργαζόμενων και μάζες καταναλωτών, πράγμα που οδηγεί όχι μόνο στον εξευτελισμό τους και στην παρακμή του ποικιλόμορφου πολιτισμού τους, αλλά και σε σωρεία ψυχικών, σωματικών και κοινωνικών παθών.
Ο δυτικός κόσμος, αγωνιώντας για τις συνέπειες των πράξεών του (που δεν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες, γιατί τιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα ίδια του τα λάθη) υποκλίνεται σήμερα μπροστά στη σοφία των ιθαγενών της Αμερικής και των σοφών της Άπω Ανατολής. Κείμενα όπως η επιστολή του Ινδιάνου αρχηγού Σηατλ στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φρανκλίνο Πηρς (1854) ή το «Μήνυμα των Ιροκέζων στο Σύγχρονο Κόσμο» (1977) κάνουν το γύρω του κόσμου, και δικαίως. Όμως την ίδια εποχή με το Σηατλ μιλούσε για το ίδιο θέμα (τις συνέπειες που θα είχε στο μέλλον η φιλοσοφία του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης) ο Έλληνας φτωχός άγιος Χριστοφόρος ο Παππουλάκος, ενώ περίπου τριάντα πέντε χρόνια πριν τους Ιροκέζους ο αιχμάλωτος στο Νταχάου Σέρβος άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (188-1956, διδάκτορας των πανεπιστημίων της Βέρνης και της Οξφόρδης, επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ, Γλασκόβης και Κολούμπια) απεύθυνε την επιστολή του προς τους λαούς της δύσης αναλύοντας την πνευματική πορεία τους και τις συνέπειές της.
γ. Η Ορθοδοξία δεν αντιστρατεύεται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας. Και τούτο, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ορθόδοξα χριστιανικά. Όχι τα θεμέλια του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού των αγορών και της αγωνίας, αλλά του πραγματικού, προμεσαιωνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν ένας πολιτισμός των αγίων και της αγιότητας. Με όλους τους λαούς της δυτικής Ευρώπης μας συνδέει η κοινή πνευματική κληρονομιά αγίων, μαρτύρων, ασκητών και χριστιανών διδασκάλων, ανδρών και γυναικών, Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας, που αναδείχθηκαν από αυτούς τους λαούς τα πρώτα χίλια χρόνια της χριστιανικής ιστορίας, πριν το χριστιανικό μήνυμα διαστρεβλωθεί από τους παράγοντες που οδήγησαν στη γένεση του παπισμού και στην αποκοπή της δυτικής χριστιανοσύνης από την αρχαία Εκκλησία.
Δεύτερον, η νεότερη και σύγχρονη Ευρώπη αποζητά την Ορθοδοξία στην αγωνία της για αγάπη, ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Ολόκληρη η πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος από την εποχή του Διαφωτισμού ώς τις μέρες μας είναι μια πορεία αναζήτησης, που απλώς πήρε άλλη τροπή και, αντί να οδηγήσει στην Εκκλησία (την αυθεντική αρχαία Εκκλησία, δηλαδή την Ορθοδοξία – το λέω χωρίς σοβινισμό, αφού η Ορθοδοξία δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανένα, δεν αποτελεί δικό μας πολιτισμικό προϊόν, είναι οι ίδιες οι δικές τους πνευματικές ρίζες), οδήγησε στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αντί να εκτοξεύσει τον άνθρωπο προς το Θεό, τον οδήγησε στην αυτοαπομόνωση.
Στις πνευματικές κορυφώσεις του, ο Ευρωπαίος αδελφός μας αντικατέστησε το όντως αγαθό, την αγιότητα, με τον κοινωνικό και ανθρωπιστικό ακτιβισμό, και την απερίγραπτη χαρά της ενότητας εν Αγίω Πνεύματι με την ευδαιμονία που προσφέρει η ενασχόληση με την τέχνη και τη λογοτεχνία. Τα λοιπά τα υποβίβασε σε μύθους και καταστάσεις ψυχογενείς, χωρίς όμως να έρθει σε πραγματικό διάλογο με τους φορείς τους.
Ατυχώς, την ίδια αυτοαπομόνωση υφίσταται και ο λαός μας, στο βαθμό που έχει εγκολπωθεί το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης. «Στο βαθμό» είπα, γιατί υπάρχουν ακόμη φορείς της δικής μας (αγιο)πνευματικής κληρονομιάς, κυρίως στο περιθώριο της κοινωνίας των αγορών. Δίπλα μας, αλλά ως επί το πλείστον αθέατοι.
Ενώ όμως η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δυτική μας προοπτική, αντιτίθεται κάθετα στον αθεϊσμό καθώς και στον καπιταλισμό, που αποτελούν δύο κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής δύσης και που παρασιτούν σε βάρος του ανθρώπου και ολόκληρου του πλανήτη, αποκόπτοντας τον άνθρωπο από την ίδια τη ζωή –τόσο την πρόσκαιρη όσο και την αιώνια.
Η σύγχρονη αποικιοκρατία κάθε μορφής, που επιτίθεται ενάντια στον «ανεπτυγμένο» όσο και στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο, εμφωλεύοντας στη δύση, δεν έχει κανένα δεσμό με τους ορθόδοξους χριστιανούς και θα ήταν ευχής έργο να μην είχε και κανένα δεσμό με τη χώρα μας. Το τελευταίο βέβαια προϋποθέτει κυβερνήσεις ορθόδοξων χριστιανών (όχι άχρωμων και άοσμων αγνωστικιστών) και μάλιστα εμφορούμενων από το πνεύμα του μάρτυρα. Σταματώ εδώ, ενώ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
ε. Η Ορθοδοξία μας συνδέει επίσης με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και ώς ένα βαθμό του υπόλοιπου πλανήτη.
Αν ο ελληνισμός παρήγαγε αγίους μάρτυρες, ασκητές, διδασκάλους και φιλανθρώπους, το ίδιο συμβαίνει με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, παραδοσιακά ορθόδοξους, οι οποίοι μάλιστα (με κυριότερους ίσως τους Ρώσους, τους Ουκρανούς, τους Σέρβους, τους Γεωργιανούς και τους Ρουμάνους) εξακολουθούν να αναδεικνύουν μεγάλους ορθόδοξους αγίους μέχρι τις μέρες μας, ενώ κατά τον εικοστό αιώνα δοξάστηκαν με το αίμα εκατομμυρίων αγίων νεομαρτύρων, που βασανίστηκαν από καθεστώτα αθεϊστικά (αλλά ας μην ξεχνάμε και τις εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβων μαρτύρων που θανατώθηκαν για θρησκευτικούς λόγους από τους ρωμαιοκαθολικούς Ουστάσι τα έτη 1941-45). Οι δεσμοί με αυτούς τους λαούς είναι λοιπόν δεσμοί αίματος και πνεύματος, δηλ. Αγίου Πνεύματος. Πολύ ισχυρότεροι από τους πλαστούς και αμφίβολης ωφέλειας οικονομικούς δεσμούς. Δυστυχώς, δεν καλλιεργούνται.
Παρόμοιοι δεσμοί υπάρχουν με τη Συρία και την Αίγυπτο, αλλά και τις άλλες χώρες τις Μέσης Ανατολής, που κατά το παρελθόν είχαν σημαντική ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά και μεγάλους αγίους – σήμερα δυστυχώς στενάζουν υπό το μαχαίρι γνωστών καθεστώτων.
Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή – εξαπλωμένη παγκόσμια, με πηγές όλα τα πατριαρχεία – φέρνει στην ορθόδοξη οικογένεια πολλούς πνευματικούς αναζητητές από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Από το πλήθος Βορειοαμερικανών που μεταστρέφεται στην Ορθοδοξία, μέχρι τις 250.000 Ιθαγενών της Γουατεμάλας που έγιναν ορθόδοξοι πρόσφατα.

