Οι δηλώσεις Ροζάκη επανάφεραν στο προσκήνιο το… «απομακρυσμένο Καστελόριζο». Δεν γνωρίζω πόσο δόκιμο είναι άτομα που είχαν ή έχουν δημόσιο ρόλο να εκφράζουν προσωπικές απόψεις στα μέσα ενημέρωσης, αλλά σε κάθε περίπτωση κάθε έκφραση γνώμης είναι σεβαστή. Όχι, όμως, άκριτα αποδεκτή.
Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες, εμμένουμε να διαπραγματευόμαστε… με τον εαυτό μας. Συζητάμε διάφορες πιθανές λύσεις των ελληνοτουρκικών διαφορών και με περισσή ευκολία χωριζόμαστε σε πατριώτες και εθνοπροδότες. Αντιθέτως, με τη γείτονα χώρα είτε φοβόμαστε να συζητήσουμε είτε αδυνατούμε να συμφωνήσουμε στην ατζέντα των θεμάτων (τούτο βέβαια όχι με αποκλειστική δική μας ευθύνη). Ωστόσο, την ίδια ώρα, μάλλον αβασάνιστα συνομολογούμε συμφωνίες με την Τουρκία με τις οποίες δεσμευόμαστε να απέχουμε από οποιαδήποτε «μονομερή ενέργεια» Αυτό συνυπογράψαμε ως χώρα στο Πρακτικό της Βέρνης το 1976 (παράγραφοι 6 και 7), το ίδιο επαναλάβαμε το 1988 (συμφωνία του Νταβός) και το 1997 (Μαδρίτη). Σε όλες τις ανωτέρω συμφωνίες «τα δύο κράτη, αναλάμβαναν την υποχρέωση να απέχουν από μονομερείς ενέργειες προς αποφυγή παρεξηγήσεων». Προφανώς, η μόνη που παραδόθηκε στην πλασματική ευμάρεια των ανωτέρω συμφωνιών ήταν η Ελλάδα. Αντιθέτως, η Τουρκία με μεθοδικότητα, διαχρονικά εγείρει νέα ζητήματα και προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες για την αλλαγή του status quo, ιδίως στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πιο πρόσφατο το παράδειγμα της Λιβύης, με την οποία η Τουρκία οριοθέτησε ΑΟΖ, «υπερπηδώντας» το σύνολο σχεδόν των ελληνικών νήσων του νοτιοανατολικού αιγαίου, ώστε να «αποκτήσει γειτνίαση και σύνορα ΑΟΖ» με τη χώρα αυτή.
Συμπέρασμα πρώτο: εάν κάτι πρέπει να αποφασίσουμε όλοι στη χώρα (δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί) είναι ότι η νωχελικότητα, και οι παρωπίδες δεν ωφελούν. Κάθε φορά που δηλώνουμε την προσήλωσή μας στην αδράνεια («αποφυγή μονομερών ενεργειών») βρισκόμαστε πίσω από τις εξελίξεις και τρέχουμε να σβήσουμε τις διπλωματικές φωτιές που ανάβει η γείτονα χώρα (όπως τώρα πράττουμε στην περίπτωση της Λιβύης).
Συμπέρασμα δεύτερο: επειδή επιζητούμε την ειρήνη και προσβλέπουμε στη διευθέτηση των διαφορών στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν παραγνωρίζουμε σημεία του Διεθνούς Δικαίου που επιβάλλουν να «εμπλουτίσουμε» την επιχειρηματολογία μας. Και το Καστελόριζο είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση.
Η στρατηγική σημασία του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου είναι διττή. Πρώτον, διότι βάσει του Δικαίου της Θάλασσας όλα τα νησιά έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη. Σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 57 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, ως αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της χωρικής θάλασσας περιοχή (συνεπώς αρχίζει μετά την αιγιαλίτιδα ζώνη) που δεν δύναται να υπερβαίνεται τα 200 ναυτικά μίλια (ήτοι 370,4 χιλιόμετρα). Εντός της ζώνης αυτής το κράτος δεν ασκεί «απόλυτη κυριαρχία» (όπως για παράδειγμα εντός των χωρικών υδάτων – «αιγιαλίτιδα ζώνη»), αλλά η ανωτέρω σύμβαση του απομένει εξαιρετικά κρίσιμα δικαιώματα όπως η εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μή, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας υδάτων (λχ δικαιώματα αλιείας), του ίδιου του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, όπως επίσης τη δυνατότητα παραγωγής ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους. Τέλος, δίνει το δικαίωμα δημιουργίας τεχνητών νησιών. Εκ των ανωτέρω γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι χάρη στο Καστελόριζο, η Ελλάδα έχει θέση στην ανατολική μεσόγειο. Μια θέση με άμεσα γεωπολιτικά, αλλά και δυνητικά οικονομικά οφέλη. Συνεπώς, το Καστελόριζο δεν είναι μόνον η γεωγραφική, αλλά και η ιστορική συνέχεια της Ελλάδας στην περιοχή.
Δεύτερον, χάρη στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου και ιδίως χάρη στη νήσο Στρογγύλη (το νοτιοανατολικότερο σημείο της χώρας), η Ελλάδα δύναται να έχει κοινά σύνορα ΑΟΖ με την Κύπρο. Με βάση της αρχή της ίσης απόστασης (μέθοδος μέσης γραμμής) προκύπτουν θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Κύπρου μήκους 24 ναυτικών μιλίων. Χωρίς την επίδραση της Στρογγύλης δεν έχουμε κοινά σύνορα ΑΟΖ με την Κύπρο, περιορίζονται δραστικά τα σύνορα Ελλάδας – Αιγύπτου και δημιουργούνται σύνορα Τουρκίας – Αιγύπτου κάτι που ουδόλως εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου. Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο της διαχρονικής νωχελικότητας στην εξωτερική πολιτική (με μοναδική χρυσή εξαίρεση την επιτυχή ευόδωση της προσπάθειας ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι υπήρχε η απειλή του casus belli από την Τουρκία) μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει οριοθετήσει σύνορα ΑΟΖ με την Κύπρο!
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι τα νησιά έχουν ΑΟΖ εφόσον κατοικούνται και αναπτύσσεται σε αυτά οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 η νήσος Στρογγύλη είχε 9 κατοίκους, ενώ σήμερα βρίσκονται σε αυτό ολιγάριθμοι Έλληνες καταδρομείς. Εκ των ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι η «δύναμη της αδράνειας» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχει ως αποτέλεσμα να χάνουμε και σε νομικό επίπεδο κεκτημένα. Ίσως για αυτό να αναφέρθηκε ο Ροζάκης – κάπως άκομψα είναι η αλήθεια – σε μαξιμαλισμούς. Πριν φτάσουμε, όμως, στο σημείο να αποδεχθούμε την απουσία επήρειας ΑΟΖ στη Στρογγύλη θα έπρεπε να δούμε για ποιο λόγο αφήνουμε το νησί να ερημώνει. Για ποιο λόγο δεν δίνονται ειδικά κίνητρα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τουριστικής ή άλλης ανάπτυξης στην περιοχή;
Ένα ερώτημα που εύλογα δημιουργείται στον υποψιασμένο αναγνώστη είναι το εξής: ακόμη και εάν ευθυγραμμιστούμε με το «γράμμα του νόμου» και η νήσος Στρογγύλη «αποκτήσει ζωή» είναι βέβαιο ότι ένα Δικαστήριο θα της δώσει πλήρη επήρεια ΑΟΖ; Τι σημαίνει η αρχή της «ευθυδικίας» που επικαλείται η Τουρκία; Υπάρχει τέτοια έννοια στο διεθνές δίκαιο; Προφανώς και υπάρχει. Η έννοια της «ex aequo et bono» προσομοιάζει στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», στο οποίο πλειστάκις αναφερόμαστε στην καθημερινότητά μας. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου ξεκινάει λαμβάνοντας υπόψη τη συνθετότητα της ζώσας πραγματικότητας. Υπάρχουν κράτη με τεράστια έκταση ή/και ακτογραμμή, κράτη σχεδόν χωρίς υφαλοκρηπίδα (από γεωλογική άποψη), νησιά (που επίσης έχουν υφαλοκρηπίδα), ιδιομορφίες στη διαμόρφωση του βυθού, ανομοιομορφία στο φυσικό πλούτο του υπεδάφους των θαλασσίων περιοχών, ιστορικά δικαιώματα, κ.ο.κ. Με λίγα λόγια η Τουρκία λέει «δεν είναι «δίκαιο» να με απομονώνετε τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς έχω και εγώ μεγάλη ακτογραμμή».
Ωστόσο, στην περίπτωση της αρχής της ευθυδικίας αναμετράται μια γενική και αόριστη έννοια (πλείστες τέτοιες υπάρχουν στο δίκαιο, προϊόν της ανθρώπινης αδυναμίας να προκαθορίζει τα μελλούμενα) με συγκεκριμένες διατάξεις (λχ το άρθρο 121 παρ. 2 της Σύμβασης για το Δίκαιο της θάλασσας που ρητά ορίζει ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η τελευταία καθορίζεται τόσο στα νησιά όσο και στις ηπειρωτικές περιοχές με τον ίδιο ακριβώς τρόπο).
Ένα Δικαστήριο θα δικαιώσει, άραγε, τις Τουρκικές θέσεις περί «ευθυδικίας»; Εάν είχαν τέτοια βεβαιότητα οι Τούρκοι θα ζητούσαν ήδη να προσφύγουμε από κοινού (άλλωστε η Ελλάδα το ζήτησε πλειστάκις στο παρελθόν) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Εξίσου πιθανό, όμως, είναι το Διεθνές Δικαστήριο να μην δικαιώσει το σύνολο των ελληνικών θέσεων (η πρόσφατη απόφασή του για την οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας ουδόλως ικανοποιεί τις Ελληνικές θέσεις). Πιθανότατα να κινηθεί στο πλαίσιο της «αρχής ίσης απόστασης ειδικών περιστάσεων». Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Ελλάδα θα έπρεπε ήδη να αφήσει τη συνήθη διπλωματική ραστώνη και να αρχίσει να προετοιμάζεται για αυτό το ενδεχόμενο. Πρωτίστως, θα πρέπει να θωρακίσει νομικά την επίκληση επήρειας ΑΟΖ στη νήσο Στρογγύλη. Ο μαξιμαλισμός, ως έναρξη διαπραγμάτευσης θα πρέπει να εδράζεται σε στέρεα νομικά επιχειρήματα που επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Ειδάλλως είναι απλώς ευχολόγια και κυνηγάμε χίμαιρες. Και το τελευταίο, το πληρώσαμε αρκετές φορές σε τούτη τη χώρα…