Στο λυκόφως της περασμένης δεκαετίας, η Ελλάδα βρέθηκε προ εκπλήξεων. Το δόγμα της «ενσυνείδητης απραξίας» στην εξωτερική πολιτική, μας έφερε μπροστά σε τετελεσμένα. Η Τουρκία συνήψε μια εξόχως παράνομη και υπερφίαλη διεθνή συμφωνία με τη Λιβύη (η οποία, όμως, αναρτήθηκε στον ΟΗΕ και παρήγαγε «έννομα» αποτελέσματα) και δύο τουρκικά σεισμογραφικά βρέθηκαν να αλωνίζουν στη Νοτιοανατολικό μεσόγειο και να κάνουν, ταυτόχρονα, έρευνες εντός της Ελληνικής και Κυπριακής υφαλοκρηπίδας (το Ορούτς Ρέιτς στην ελληνική και το Μπαρμπαρός στην Κυπριακή).
Στην εξωτερική μας πολιτική, μεταπολιτευτικά, σπανίως είχαμε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μοναδική, λαμπρή εξαίρεση, η περίοδος ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ελληνική διπλωματία είχε σαφή στόχο και ουδόλως αποθαρρυνθήκαμε από την απειλή πολέμου (casus belli) της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η Κύπρος να ενταχθεί στην ΕΕ.
Ο πρόσφατος τουρκικός αιφνιδιασμός οδήγησε σε σχετικά γρήγορη αφύπνιση. Η Ελλάδα συνήψε συναφή συμφωνία μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο (δυστυχώς με όρους ετεροβαρείς για τη χώρα μας αναφορικά με την έκταση των θαλασσίων ζωνών που μας αντιστοιχούν) και την Ιταλία (με αντίστοιχες παραχωρήσεις στη γείτονα σε ζητήματα αλιείας). Περαιτέρω, εξαγγέλθηκε η επέκταση των χωρικών υδάτων μας στο Ιόνιο στα δώδεκα μίλια. Κινήσεις που θα έπρεπε να είχαν συντελεστεί εδώ και δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ένα έτος υπό την πίεση της τουρκικής προκλητικότητας που πέτυχε σε πρώτη φάση να «γκριζάρει» τη νοτιοανατολική μεσόγειο και να θέσει υπό πλήρη αμφισβήτηση την ελληνική νησιωτική υφαλοκρηπίδα. Το μόνον παρήγορο ήταν ότι το σύνολο, σχεδόν, των μέσων ενημέρωσης και του πολιτικού κόσμου επέδειξε ψυχραιμία και δεν ακούστηκαν οι συνήθεις χαρακτηρισμοί περί «εθνοπροδοτών», «υπερπατριωτών» και άλλων … «τερπνών».
Το ερώτημα, όμως, είναι τι κάνουμε εφεξής; Στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέραν των συνηθισμένων λόγων παραμυθίας και γενικόλογης αλληλεγγύης καμία ουσιαστική δράση δεν έχει αναληφθεί σε βάρος της Τουρκίας και δύσκολα θα υπάρξει εάν αρκεστούμε στις συνήθεις διπλωματικές πιέσεις. Τα οικονομικά (πρωτίστως) και γεωπολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας, της Ιταλίας αλλά και της Ισπανίας αποτελούν δύναμη ανάσχεσης στην επίτευξη ενός συνεκτικού αποτρεπτικού και κυρωτικού πλαισίου σε βάρος της Τουρκίας.
Η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι κανένα κράτος – ακόμη και οι υπερδυνάμεις – δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκτός πλαισίου ισχυρών συμμαχιών. Ειδικά για ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, που ιδρύθηκε ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830 μόνον με τις υπογραφές των τριών Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά δίχως ελληνική εκπροσώπηση, η ανάγκη σύναψης των κατάλληλων συμμαχιών για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων αποτελεί αναπόδραστη ανάγκη.
Πράγματι, τα 200 χρόνια του «ελεύθερου βίου» μας έχουμε πολλάκις αποδείξει την ικανότητά μας να διεθνοποιούμε τα προβλήματά μας απολαμβάνοντας τη στήριξη των ισχυρών και παίρνοντας τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Από την επέμβαση των Μεγάλων δυνάμεων το 1826 μολονότι είχαμε στρατιωτικά ηττηθεί από τις οθωμανικές δυνάμεις (με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου), την ανέλπιστη ενσωμάτωση της Θεσσαλίας μετά τον «ατυχή πόλεμο του 1897, τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο το 1917, στο πλευρό της Αντάντ, χάρη στο Βενιζέλο, που οδήγησε στη Συνθήκη των Σεβρών μέχρι και την πιο πρόσφατη διεθνή οικονομική στήριξη, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης του 2009.
Η ιστορία μας δείχνει ότι κάτι αντίστοιχο πρέπει να επιτύχουμε και σήμερα. Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες δεν πρέπει να περιορίζονται στα διπλωματικά γραφεία και στα συμβούλια υπουργών της ΕΕ, όπου η κυβέρνηση φαίνεται να εξαντλεί σήμερα τις προσπάθειές της. Οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ «διαλέγονται» σχεδόν κατά κύριο λόγο με τα εθνικά (εκλογικά) τους ακροατήρια. Ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούνται από αυτά, προσχωρώντας συχνά σε προσεγγίσεις που δεν ταυτίζονται πάντα με τις επιλογές της δικής τους γραφειοκρατίας. Το ζητούμενο, λοιπόν, για την Ελλάδα είναι τόσο να κινητοποιήσει τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης – οι τελευταίες προφανώς έχουν διασφαλίσει προ πολλού τα συμφέροντά τους μέσω της τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας με την ΕΕ – όσο και την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών. Πόσο συνάδει με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μια Τουρκία που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, χρησιμοποιεί εργαλειακά τους πρόσφυγες, υπονομεύει τα κυριαρχικά δικαιώματα των γειτόνων της, «επιτίθεται» σε γερμανικά και γαλλικά πολεμικά που προσπαθούν να την αποτρέψουν να προβαίνει σε παράνομο εμπόριο όπλων στη Λιβύη, υποδαυλίζει την ισλαμική τρομοκρατία κλπ. Έχουμε πολλά να πούμε στους λαούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ για να μην είμαστε μόνοι στη διαμάχη με τη γείτονα χώρα. Αρκεί να τα πούμε με τον κατάλληλο τρόπο εκεί που πρέπει να ακουστούμε…