Τα δεδομένα είναι λίγο πολύ γνωστά. Σήμερα στον πλανήτη έχουν εμβολιαστεί κατά του κορωνοϊού περισσότεροι από 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Στην Ελλάδα, ο αριθμός δεν έχει ξεπεράσει τα 4.000.000, καθιστώντας δυσέφικτο το στόχο της οικοδόμησης «τείχους ανοσίας» (ήτοι εμβολιασμό του 80% του πληθυσμού) μέσα στο καλοκαίρι. Την ίδια στιγμή, η περιλάλητη «μετάλλαξη δέλτα» κάνει αισθητή την παρουσία της απειλώντας την κοινωνία με ένα τέταρτο κύμα πανδημικής κρίσης.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να ανησυχούμε ιδιαίτερα και να λαμβάνουμε έκτακτα μέτρα. Αντιθέτως, παρατηρείται μια συλλογική χαλάρωση, η οποία ελπίζουμε να μη μας γυρίσει μπούμερανγκ το φθινόπωρο. Γιατί τούτη τη φορά δεν μπορεί να υπάρχουν δικαιολογίες. Ούτε για τους πολίτες ούτε για τους κυβερνώντες. Γνωρίζουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε και έχουμε σημαντικά όπλα στη φαρέτρα μας. Εμβόλια υπάρχουν και, μάλιστα, της επιλογής μας.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται εφεκτική στο να θεσπίσει την υποχρεωτικότητα των εμβολίων. Για την ώρα αρκείται σε πολυδάπανες επικοινωνιακές καμπάνιες και στην παροχή ήπιων κινήτρων και αντικινήτρων. Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση επιχαίρει για την κυβερνητική αβελτηρία. Ποιο μήνυμά, όμως, περνάνε αμφότεροι στην κοινωνία; Ότι οι «παρτάκηδες» επιβιώνουν. Ότι όσοι άνευ αποχρώντος λόγου αρνούνται να εμβολιαστούν στην πράξη «επιβραβεύονται».
Μπορεί, όμως, η πολιτεία να θεσπίσει την υποχρεωτικότητα γενικού εμβολιασμού ή έστω για συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες; Μια τέτοια απόφαση θα παραβίαζε το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των αρνητών; Θα ήταν νόμιμη υπό το πρίσμα του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Δικαιοταξίας; Και ποιο περιεχόμενο θα μπορούσε να έχει μια τέτοια «υποχρεωτικότητα»;
Καταρχήν, ο εμβολιασμός είναι ιατρική πράξη. Και η συναίνεση του ατόμου για μια ιατρική πράξη επάνω του αποτελεί έκφραση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του. Μάλιστα, κατά τη Διεθνή Αμνηστία, κάθε επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου χωρίς τη θέλησή του αποτελεί βασανιστήριο. Άρα, η υποχρεωτικότητα με φυσικό εξαναγκασμό είναι πράξη κατ’ αρχάς παράνομη. Τούτο προκύπτει από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη Βιοϊατρική, γνωστή ως Σύμβαση του Οβιέδο, που κυρώθηκε με τον ν. 2619/1998, και στο άρθρο 5, αναφέρεται ως κανόνας η κατοχύρωση της αυτονομίας του προσώπου και ο σεβασμός της ακεραιότητάς του. Το ίδιο προκύπτει και από το άρθρο 2 του Ελληνικού Συντάγματος, που προστατεύει την αξία και την αξιοπρέπεια του προσώπου, αλλά και από το άρθρο 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Η απάντηση, συνεπώς, είναι προφανής. Ουδείς μπορεί με φυσικό εξαναγκασμό να υποχρεώσει κάποιον να εμβολιαστεί.
Μπορεί, όμως, να ρυθμίσει τις συνέπειες της άρνησής του; Μπορεί να του απαγορευθεί η είσοδος σε χώρους συνάθροισης κοινού, να ανασταλεί – άνευ αποδοχών – η σύμβαση εργασίας του, να απαιτείται πιστοποιητικό εμβολιασμού για την πρόσληψη ή το διορισμό σε θέση εργασίας κλπ;
Η συζήτηση για τα ανωτέρω δεν γίνεται σε δικαιοκρατικό κενό. Ήδη, το Συμβούλιο της Επικρατείας (απόφαση 2387/2020) κρίνοντας επί της νομιμότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού νηπίων, ως προϋπόθεσης για την εγγραφή τους σε Βρεφονηπιακό Σταθμό, απεφάνθη ότι η αξίωση του μη εμβολιασμού (για τα νήπια) αντίκειται στην αρχή της ισότητας, επειδή κάποιος, αρνούμενος να εμβολιαστεί και επικαλούμενος ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, έχει το προνόμιο να διαβιώνει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, που οφείλεται στο γεγονός ότι άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί. Συναφής ήταν (αναφορικά με τη συμβατότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού – υπό την έννοια της επιβολής δυσμενών συνεπειών σε αρνητές - με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου και της νομιμότητας) και η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Vavřička and others v. Czech Republic - απόφαση της 8.4.2021).
Πριν μερικές ημέρες, το ΣτΕ (ΕΑ 133/2021) απέρριψε αίτηση υπηρετούντων στην ΕΜΑΚ οι οποίοι ζητούσαν να ανασταλεί η διαταγή του Αρχηγείου του Πυροσβεστικού Σώματος για «υποχρεωτικό εμβολιασμό». Το ΣτΕ έκρινε πως επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην ανάγκη διασφάλισης της αδιάλειπτης και ακώλυτης λειτουργίας των Ειδικών Μονάδων του Πυροσβεστικού Σώματος, που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση καταστροφών, επιβάλλουν τον εμβολιασμό τους, δίνοντας το δικαίωμα στον Αρχηγό του ΠΣ να τους μετακινήσει σε άλλες υπηρεσίες σε περίπτωση που δεν εμβολιαστούν.
Εξάλλου, το θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενόψει της πανδημίας της νόσου COVID-19, προβλέπεται ήδη στο ν. 4675/2929 που ορίζει ρητά ότι: «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας) υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου».
Σε κάθε περίπτωση, η μέριμνα για τη δημόσια υγεία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτεία οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος.
Συνεπώς, σε νομικό επίπεδο οι απαντήσεις έχουν δοθεί. Η πολιτεία όχι μόνον δύναται αλλά και υποχρεούται να λάβει άμεσα μέτρα. Τόσο για να προστατεύσει τους πολίτες όσο και για να θωρακίσει το σύστημα υγείας της χώρας και την εθνική οικονομία. Δεν υπάρχει λόγος να ξαναπιεστεί το ΕΣΥ ούτε να υπονομευτεί η οικονομία μας. Για ποιο λόγο να υποστεί η οργανωμένη κοινωνία τις συνέπειες όσων επιδεικνύουν αντικοινωνική συμπεριφορά;
Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση να μοιράζει δωροκάρτες στους νέους, ας αναλάβει τις ευθύνες της. Αντί να στοχεύει στον εμβολιασμό βάσει ηλικιακών κριτηρίων να δημιουργήσει ένα συνεκτικό και αναλογικό σύστημα δυσμενών συνεπειών, με κριτήριο τις επαγγελματικές ομάδες.
Πρέπει άμεσα να θεσπίσει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό πρώτα όσων στελεχώνουν δομές Υγείας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις ή ατόμων με ειδικές ανάγκες). Στη συνέχεια, των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας (αστυνομία, πυροσβεστική, λιμενικό, ΕΥΠ κλπ). Ακολούθως, όσων απασχολούνται στο χώρο του τουρισμού, σε επιχειρήσεις μεταφοράς επιβατών και σε χώρους συνάθροισης κοινού (καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, εκκλησίες, δικαστήρια, πολυκαταστήματα, κεντρικές αγορές κλπ). Η «υποχρεωτικότητα» , όπως αναφέρθηκε, δεν θα συνίσταται σε φυσικό εξαναγκασμό. Θα έχει ως άμεση συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού την απομάκρυνση από τον χώρο εργασίας χωρίς καμία οικονομική αξίωση, καθόσον η προσφερόμενη εργασία δεν θα είναι προσήκουσα.
Στην πραγματικότητα, η πανδημική κρίση δημιούργησε μια «κοινωνία κινδύνου». Κοινωνοί στον κίνδυνο είμαστε, δυστυχώς, όλοι μας και όχι όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν. Όσοι επικαλούνται το Σύνταγμα για να θεμελιώσουν την άρνησή τους να εμβολιαστούν στην πράξη είναι οι ίδιοι που το παραβιάζουν. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ίση συμμετοχή όλων στην κοινή προσπάθεια, εφόσον από αυτή επωφελούνται όλοι όσοι εμβολιάστηκαν αλλά και όσοι δεν εμβολιάστηκαν. Τούτο μπορεί να αδυνατούν να το καταλάβουν εκείνοι που αρνούνται να εμβολιαστούν. Οφείλουν, όμως, να το κατανοήσουν και να πράξουν ανάλογα οι κυβερνώντες.