Το αγαπημένο τσιτάτο τούτης της χώρας δεν ακούστηκε, ακόμη, στη δέουσα ένταση, ίσως διότι το πρόβλημα παραμένει. Ενεργό και ανεξέλεγκτο. Πολιτικοί και τηλεοπτικοί κήνσορες δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν ότι «πρέπει να είμαστε προμηθείς κι όχι επιμηθείς». Πάντα βέβαια κατόπιν εορτής. Όταν έχει, ήδη, συμβεί κάτι μη αναστρέψιμο. Κάτι που θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί, αλλά λόγω προχειρότητας, άγνοιας, ή ακόμα και αβελτηρίας συμβαίνει, καταλαμβάνοντας τους αρμόδιους εξαπίνης.
Καταρχάς, ας αναφερθούμε στην κλιματική αλλαγή. Πράγματι, από τη Ρωσία μέχρι τις ΗΠΑ και την Ιταλία (ιδίως στη Σαρδηνία και στη Σικελία) εκατοντάδες δασικές πυρκαγιές κατέστρεψαν τα πάντα στο πέρασμά τους και οδήγησαν σε εσπευσμένη εκκένωση οικισμών. Ειδικότερα, οι καπνοί στη Μεσόγειο, ορατοί και από το διάστημα, επηρεάζουν μία ζώνη από τον Λίβανο μέχρι το Μαρόκο. Η ευρωπαϊκή Υπηρεσία Παρατήρησης της Ατμόσφαιρας «Copernicus» προειδοποίησε ότι η περιοχή της Μεσογείου μετατρέπεται σε «εστία πυρκαγιάς». Τούτο αιτιωδώς συνδέεται με τους παρατεταμένους καύσωνες που βιώνουμε όλοι. Ο φετινός Ιούλιος υπήρξε ο δεύτερος θερμότερος μήνας που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη (και ο τρίτος θερμότερος παγκοσμίως). Ωστόσο, μπορεί οι επιπτώσεις του φαινομένου να είναι εντυπωσιακά αρνητικές για τη ζωή μας, αλλά το ίδιο το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Συζητάμε για αυτό επί δεκαετίες. Δυστυχώς απλώς συζητάμε τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στη χώρα μας…
Δεύτερον, ας αναφερθούμε στους εμπρησμούς. Ποιοι τους προκαλούν και γιατί; Μπορεί να το πράττουν κάποιοι δολίως (οι περιλάλητοι «οικοπεδοφάγοι», ή πρόσωπα ψυχικά διαταραγμένα (πυρομανείς) κλπ) ή από αμέλεια (το σύνηθες «κάψιμο χωραφιών» που δεν λαμβάνει υπόψη τις καιρικές συνθήκες και η φωτιά εξαπλώνεται, ασυνείδητοι πολίτες που «ψήνουν», ή αποψιλώνουν εκτάσεις χωρίς αποκομιδή των προϊόντων αποψίλωσης δημιουργώντας εκρηκτικούς σωρούς καύσιμης ύλης ή από εκρήξεις κακοσυντηρημένων μετασχηματιστών της ΔΕΗ κλπ)
Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις πριν συμβεί το κακό; Προφανώς στις περιπτώσεις εμπρησμών από αμέλεια, το κύριο ζητούμενο είναι η ατομική ευθύνη. Τούτο, όμως, δεν αναζητείται μόνον στην περίπτωση των καμένων δασών. Δυστυχώς, τα ζητήματα ατομικής συνευθύνης θα μας απασχολούν για πολλές δεκαετίες ακόμη όσο δίνουμε έμφαση στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση και όχι στην παιδεία. Η ανάληψη της ατομικής ευθύνης προϋποθέτει την επέκταση της αντίληψης του ατόμου πέρα από τον εαυτό του. Προϋποθέτει μια ενσυναίσθηση για το δυνητικό κίνδυνο του συμπολίτη του. Και τούτο δεν διδάσκεται απλώς. Καλλιεργείται.
Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, όμως, άμεσα στις λοιπές περιπτώσεις; Σε εκείνες που οφείλονται σε δόλια προαίρεση αντικοινωνικών συμπολιτών μας; Εκεί δεν τίθεται ζήτημα παιδείας αλλά πρόληψης και καταστολής. Η τελευταία δεν απαιτεί εξοντωτικό πλαίσιο ποινής – για το λόγο αυτό η συζήτηση που ξεκίνησε για το εύρος της ποινής λειτουργεί αποπροσανατολιστικά – αλλά προηγούμενο εντοπισμό και σύλληψη του εγκληματία. Το θεσμικό πλαίσιο σήμερα είναι επαρκές (προβλέπει ακόμη και ισόβια κάθειρξη στην περίπτωση που η πρόκληση πυρκαγιάς σε δάσος οδηγεί σε απώλεια ανθρώπινων ζωών) αλλά δεν «μοιράζονται ισόβια» ετσιθελικά. Ένα κράτος δικαίου προϋποθέτει προηγούμενη τεκμηρίωση της ενοχής του δράστη.
Τι θα μπορούσαμε, όμως, να πράξουμε προληπτικά; Εδώ ίσως πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση και ο δημόσιος διάλογος δεν κινήθηκε στο παρελθόν προς αυτήν την κατεύθυνση, καθόσον εξαντλήθηκε σε μάχες πολιτικών χαρακωμάτων και απόδοσης κομματικών ευθυνών.
Πρώτα πρώτα, να πάψουμε να «πριμοδοτούμε» τον εμπρησμό των δασών μέσω της κακής νομοθέτησης. Η θεσμοθέτηση των «οικιστικών πυκνώσεων», πριν περίπου ένα χρόνο (Ν. 4685/2020), δηλαδή η νομιμοποίηση συγκεντρώσεων κατοικιών μέσα στα δάση όχι μόνον δεν λειτουργεί προληπτικά, αλλά αντιθέτως κινητροδοτεί τους επίδοξους καταπατητές. Μπορεί η ύπαρξη κατοικιών μέσα στα δάση να είναι (άλλη μια) νεοελληνική παραδοξότητα αλλά η «νομιμοποίησή» τους δεν ήταν η προσφορότερη λύση. Πέραν του γεγονότος ότι έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (άρθρα 24 και 117 παρ.3 ) δίνει λάθος μήνυμα στους κακόβουλους συμπολίτες μας. Η πολιτεία αντί να επιβάλει κυρώσεις και να προβεί σε κατεδαφίσεις, κάποια στιγμή στο μέλλον θα «αναγνωρίσει» τα τετελεσμένα. Ο ίδιος ο νομοθέτης, λοιπόν, «πριμοδοτεί» την καταστροφή των δασών.
Δεύτερον, ίσως, είναι σκόπιμο κάποια στιγμή να συζητήσουμε δημόσια ποια μέτρα λαμβάνουμε για αποφύγουμε τις πυρκαγιές. Ο κρατικός σχεδιασμός μέχρι σήμερα εξαντλείται στην αγορά ή μίσθωση εναέριων και επίγειων πυροσβεστικών μέσων. Αυτά είναι οπωσδήποτε χρήσιμα, αλλά λειτουργούν με σημαντική χρονοκαθυστέρηση. Αφού ξεσπάσει και εντοπιστεί η πυρκαγιά. Το ζητούμενο, όμως, είναι η τελευταία να εντοπιστεί έγκαιρα. Με αφορμή τις πρόσφατες πυρκαγιές είδαν το φως δημοσιεύματα για πόρους που θα αντλήσει η χώρα μας από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πόρους που θα διοχετευθούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Ανάμεσα στα άλλα προβλέπεται η ανάπτυξη συστήματος παρακολούθησης και έγκαιρης προειδοποίησης για φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες, κατολισθήσεις κ.λπ.), η εγκατάσταση συστήματος ανίχνευσης πυρκαγιάς για άμεση ανίχνευση φλόγας, καθώς και συσκευές τηλεμετρίας με αισθητήρες στάθμης με σκοπό την προειδοποίηση για την άνοδο της στάθμης των υδάτων, όπως επίσης η υπογειοποίηση ή/και αντικατάσταση γυμνών αγωγών των εναέριων δικτύων, που διέρχονται από δασικές περιοχές, με καλυπτόμενους αγωγούς ή στριμμένα καλώδια. Το συνολικό κόστος όλων των ανωτέρω, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, δεν θα ξεπεράσει τα 140 εκατομμύρια ευρώ και περίπου το μισό θα χρηματοδοτηθεί, ως επιχορήγηση μάλιστα, από το Ταμείο Ανάκαμψης. Και το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι τούτο: για μόλις 140 εκατομμύρια ευρώ (όσο περίπου είναι το κόστος ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου) και μετά από 4 κοινοτικά πλαίσια στήριξης (!) έπρεπε να αφήσουμε τη μισή χώρα να καεί;