Όταν σε τούτη τη χώρα συζητάμε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, συχνά ανακαλώ στη μνήμη μου το δημιούργημα του Βέλγου καρτουνίστα Πεγιό που μας συντρόφευε στα παιδικά μας χρόνια. Ειδικότερα, μου έρχεται στο μυαλό ο γκρινιάρης. Το μοναδικό στρουμφάκι που γκρινιάζει και παραπονιέται συνέχεια για τα πάντα που συμβαίνουν στο Στρουμφοχωριό. Όταν μιλάει ξεκινάει πάντοτε λέγοντας «Μου τη δίνει...»
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, στη χώρα μας όποτε συναντάται κάποιος Έλληνας πρωθυπουργός με τον πρόεδρο μιας ισχυρής χώρας (κυρίως με τις ΗΠΑ) ακολουθεί η μόνιμη επωδός: «τα δίνουμε όλα και δεν παίρνουμε τίποτα». Πώς γίνεται να επιβιώνουμε τόσα χρόνια και να «μεγαλώνουμε» (τόσο εδαφικά όσο και οικονομικά) όταν ο εκάστοτε εκπρόσωπος της χώρας διαρκώς δίνει και ουδέν λαμβάνει;
Προφανώς είναι άλλο να κάνουμε γόνιμη κριτική σε επιμέρους σημεία μιας αμυντικής συμφωνίας για παράδειγμα και εντελώς διαφορετικό να ισοπεδώνουμε τα πάντα. Για να μπορέσουμε, όμως, να βρούμε το μέτρο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα σε τούτη τη χώρα.
Καταρχάς, ο εκάστοτε «πλανητάρχης» δεν είναι κυτίο παραπόνων ούτε κάποια συμπαθητική πεθερά που οφείλει να ακούει τον πόνο μας για την Τουρκία ή για τα Βαλκάνια. Δεν είναι ούτε ο παγκόσμιος δικαστής που θα ακούσει το αίτημά μας και θα το ικανοποιήσει εφόσον το θεωρήσει δίκαιο. Εύλογα θα ερωτήσει κάποιος: και τότε πως θα επιτευχθούν κρίσιμες συμμαχίες;
Την απάντηση τη δίνει η μελέτη της ιστορίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν εκείνος που σε συνθήκες δομικής σύγκρουσης και αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος κατέδειξε ότι εξυπηρετείς τα εθνικά σου συμφέροντα όχι παραπονούμενος ή επαιτώντας αλλά όταν επιτυγχάνεις να τα εντάξεις στο σχεδιασμό των ισχυρότερων. Όταν βλέπεις τη μεγάλη εικόνα και αποφασίζεις οι συμμαχίες σου να είναι ουσιαστικές και αυθεντικές. Τότε, λοιπόν, είναι επιτυχία να σε θεωρούν «δεδομένο» και ομοτράπεζο την επόμενη ημέρα. Αντιθέτως είναι αποτυχία να σε αμφισβητούν και να σε θεωρούν «κωλοτούμπα». Ο Κρητικός ηγέτης, κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική βαλκανική και μεσογειακή δύναμη.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, μια ομιλία στο αμερικανικό κογκρέσο που θα εξαντλούνταν σε έναν κατάλογο αιτημάτων και προβλημάτων ουδόλως θα ήταν ωφέλιμη για τα εθνικά συμφέροντα. Ο πρωθυπουργός, πράγματι, μίλησε για τις τουρκικές υπερπτήσεις, τον αναθεωρητισμό της Άγκυρας και το Κυπριακό. Αιτήθηκε από τα μέλη του Κογκρέσου να αποτρέψουν νέες τουρκικές παραγγελίες εξοπλισμών. Ωστόσο, τα ανωτέρω δεν ήταν τα «αιτήματα» μιας χώρας που βρίσκεται στη νοτιοανατολική μεσόγειο και βιώνει καταστάσεις που ίσως αγνοούν πολλοί εκ των Αμερικανών βουλευτών και γερουσιαστών. Αντιθέτως, έγινε προσπάθεια οι ελληνικές θέσεις να γίνουν κατανοητές υπό το πρίσμα των αμερικανικών συμφερόντων. Όπως έγινε και η αναγκαία υπόμνηση ότι ο αναθεωρητισμός και η αμφισβήτηση των συνόρων με τη χρήση βίας ή την απειλή χρήσης αυτής αποτελεί σήμερα ζώσα πραγματικότητα στην Ουκρανία αλλά όχι μόνον εκεί. Αντίστοιχες πολιτικές βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες και στη δική μας γειτονιά και όλα αυτά πρέπει να εξετάζονται ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο.
Το εθνικό αφήγημα είναι το ίδιο εδώ και δεκαετίες. Ο τρόπος που εξιστορείται έχει τη δική του σημασία εάν θέλουμε να γίνει αποδεκτό. Και τούτο πρέπει να το καταλάβουμε όλοι, κοινωνία, μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί το συντομότερο δυνατόν. Για να έχουμε μια ενιαία ελκυστική και δημιουργική φωνή. Όχι γκρινιάρικη και πεσιμιστική.