Η συζήτηση για την «απολιτίκ» στάση των νέων δεν είναι καινούργια. Τη βίωσε και η δική μου γενιά, όταν φοιτούσαμε στα πανεπιστήμια. Τότε υποστήριζα ότι οι νέοι πλέον ήταν «ακομματίκ» και όχι «απολιτίκ». Είχαν άποψη και συγκροτημένη στάση για τη δική τους ζωή και τη ζωή των άλλων, απλώς δεν θεωρούσαν ότι αυτή μπορεί ή πρέπει να εκφραστεί αποκλειστικά μέσα από κομματικούς σχηματισμούς, ιδίως μέσα από κομματικές φοιτητικές παρατάξεις. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι η δεκαετία 1995 – 2005 ήταν η περίοδος άνθησης των μη κυβερνητικών οργανώσεων, των ανεξάρτητων φοιτητικών παρατάξεων, του εθελοντικού κινήματος και της εναλλακτικής κοινωνικοπολιτικής συσσωμάτωσης.
Σήμερα, σε ποιο βαθμό είναι ίδια η κατάσταση; Επιστρέψαμε στην έντονη πολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, διατηρήθηκε κάποιος εναλλακτικός τρόπος συμμετοχής στα κοινά ή οδηγηθήκαμε στην πλήρη αποστασιοποίηση; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς τα μηνύματα είναι πολλά και αντιφατικά.
Το 60% των νέων (δηλαδή ηλικίες από 17 μέχρι 35 ετών) σήμερα συνειδητά απέχουν από τις εθνικές εκλογές. Αποτελούν την πλειοψηφία των περίπου 2.000.000 ψηφοφόρων που «χάθηκαν» από τις κάλπες τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η αποχή τους δεν ενοχλεί κανέναν. Πάλι κάποιοι ψηφίζουν και συνδιαμορφώνουν τις εξελίξεις. Πάλι κάποιοι κάνουν πολιτικές καριέρες στην πλάτη των «συνειδητά» απόντων. Και το χειρότερο: η κατάσταση δεν αλλάζει ούτε υπέρ των «απόντων» ούτε υπέρ των «παρόντων». Η νεανική ανεργία βρίσκεται στα ύψη, όλο και λιγότερες νέες οικογένειες δημιουργούνται, αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας απομάκρυνσης από την «οικογενειακή φωλιά».
Υποστηρίζουν μετ’ επιτάσεως, όσοι διαβαίνουν σήμερα τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία της ζωής τους, ότι η «δική τους γενιά» είναι η πρώτη που βιώνει χειρότερες συνθήκες και προοπτικές από τις προηγούμενες. Τούτο δεν είναι ακριβές. Η πρώτη γενιά που διαπίστωσε τη «συλλογική υποχώρηση», την αδυναμία διατηρησιμότητας ενός διαρκώς βελτιούμενου κοινωνικού status, ήταν η αμέσως προηγούμενη. Στις αρχές της νέας χιλιετίας κατέστη σαφές ότι θα δουλεύουμε πολλά περισσότερα χρόνια κινδυνεύοντας να μην λάβουμε σύνταξη, συνειδητοποιήσαμε ότι θα περάσουμε τα πιο δημιουργικά μας χρόνια δίχως υλική αποθεματοποίηση – σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές – και θα έχουμε σοβαρές δυσκολίες να δημιουργήσουμε το δικό μας «νοικοκυριό». Και όλα αυτά πριν την οικονομική κρίση του 2009, η οποία υπονόμευσε κάθε προοπτική και οδήγησε περισσότερους από 500.000 νέους στο δρόμο της οικονομικής μετανάστευσης και ξενιτιάς.
Δυστυχώς, τα πράγματα σήμερα δεν είναι καλύτερα. Νομοτελειακά είναι χειρότερα. Και θα συνεχίσουν να είναι όσο συνειδητά «απέχουμε» από όσα μπορούμε να πράξουμε για να συνδιαμορφώσουμε την επόμενη ημέρα. Στα πανεπιστήμια, βέβαια, συνέβη μια σημαντική ανατροπή. Η Πανσπουδαστική (φοιτητική παράταξη προσκείμενη στο ΚΚΕ) έλαβε ξεκάθαρη πρωτιά πανελλαδικά ανατρέποντας μετά από 34 έτη τη ΔΑΠ (φοιτητική παράταξη προσκείμενη στη ΝΔ). Η φοιτητική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ καταποντίστηκε στο 3%. Αποτέλεσμα εξόχως δυσανάλογο της εκλογικής δύναμης των ανωτέρω κομμάτων στις εθνικές εκλογές, αλλά ευεξήγητο στο χώρο των νέων (φοιτητών ή μη) όπου σταθερά η ΝΔ υπολείπεται σημαντικά στις δημοσκοπήσεις του εθνικού ποσοστού της (δέκα μονάδες κάτω στις ηλικίες 25-34 και 5% στις ηλικίες 17-24).
Συνεπώς, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα δεν είναι ακόμη ευδιάκριτη. Μάλλον περισσότερο προσεγγίζει την πραγματικότητα, η θέση ότι οι νέοι πλέον δεν τσουβαλιάζονται ούτε ηλικιακά ούτε κοινωνικά. Δεν υπάρχει «μια νέα γενιά», αλλά πολλές. Όμως, η δημιουργικότητά της – περιορισμένη σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές - διαχέεται πολλαπλώς και ίσως χάνεται στους δρόμους του διαδικτύου και των social media…