Το ερώτημα «πως θα ζήσεις με την Κοινωνιολογία βρε ανόητε;» τίθεται συνεχώς διαχρονικά στους φοιτητές και φοιτήτριες κοινωνιολογίας, αλλά και παραλλαγμένο σε όλους τους νέους από οικονομικά ασθενή στρώματα που θέλουν να σπουδάσουν κοινωνικές επιστήμες ή καλές τέχνες χωρίς σίγουρη επαγγελματική «αποκατάσταση». Το ερώτημα αντανακλά μια εμπεδωμένη ανασφάλεια στην ελληνική οικογένεια και κοινωνία, και μια αγοραία εργαλειακότητα των πανεπιστημιακών σπουδών, μαζί με πλήρη άγνοια για την ουσία της κοινωνιολογίας ως γνώση κι επιστήμη. Παρόμοια ερωτήματα, ανάλογα ποιος ερωτά, είναι: τι είναι αυτή η κοινωνιολογία; πως θα βιοποριστείς αν την ασκήσεις ως επάγγελμα; γιατί να τη σπουδάσεις ή να κάνεις μεταπτυχιακά, αφού καταργήθηκε ως μάθημα στο Λύκειο και στις πανελλήνιες εξετάσεις; πρόσεξε μη σε «ταμπελώσουν» ή μήπως και είσαι μαρξιστής; γιατί δεν σπουδάζεις κάτι πιο σίγουρο και προσοδοφόρο για να προκόψεις στη ζωή σου;
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που επαγγέλλεται και προσφέρει η κοινωνιολογία, δηλαδή αυτογνωσία και κοινωνική αντίληψη, δεν αποκτάται αν τη σπουδάζει κάποιος-α χωρίς ενδιαφέρον μόνο για το «χαρτί» και την καριέρα, ενώ αντίθετα μπορεί να αποκτηθεί βιωματικά από λαϊκούς ανθρώπους χωρίς τυπικές σπουδές και γνώση θεωριών, μέσα από προσωπικά βιώματα από την παιδική ηλικία. Γιατί όπως μας λέει η Λουίζ Γκλουκ που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2020: «Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά, στην παιδική μας ηλικία. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη». Επίσης ο δάσκαλός μας ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Τσαρλ Μιλλς (C.W. Mills) μας έχει τονίσει ότι: «Η κοινωνιολογική φαντασία (γνώση και αντίληψη) μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ιστορία και τη βιογραφία (μας) καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των δύο μέσα στην κοινωνία».
Αυτή την κοινωνιολογική «επαγγελία» προσπάθησε να περάσει ο τιμώμενος κάνοντας «δημιουργικό σαματά» στο αμφιθέατρο στους πρωτοετείς φοιτητές και στις φοιτήτριες που ερχόταν ως αποτυχημένοι, επιθυμώντας να είχαν εισαχθεί σε κάποιο άλλο περισσότερα υποσχόμενο Τμήμα. Με αναφορά στα δικά του βιώματα προσπάθησε να τους εμφυσήσει αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση ώστε «να μπορέσουν να κατανοήσουν και να διασυνδέσουν αυτό που συμβαίνει μέσα τους με αυτό που συμβαίνει γύρω τους, ανάγοντας τα προσωπικά τους προβλήματα σε κοινωνικά προβλήματα που συμβαίνουν και σε πάρα πολλούς ομοίους τους. Έτσι, αν συνειδητοποιήσουν τις δυνατότητες που έχουν όλα τα άτομα μαζί που ζουν σε παρόμοιες συνθήκες, θα μπορέσουν να γνωρίσουν και τις δικές τους δυνατότητες» και να αλλάξουν τη ζωή τους .
Τους παρότρυνε : «Κάνε αυτό που σε γεμίζει αφού το ψάξεις, ρώτα και ανακάλυψε την οικογενειακή σου ιστορία σε σχέση με την ιστορία της περιοχής σου και μάθε για τις φωτεινές αλλά και τις γκρίζες όψεις τους… Αν δεν ήθελες να σπουδάσεις κοινωνιολογία, θεώρησε κάθε εμπόδιο για καλό, αφού η Κοιν/γία όπως «η Κόκα Κόλα πάει με όλα»! Ανακάλυψε τη σπουδαιότητα και ικανοποίηση που δίνει η κοινωνιολογία στην κατανόηση της σχέσης «εγώ-εμείς κι ο κόσμος», προβληματίσου για τις διαφορετικές απαντήσεις που δίνουν οι κοινωνιολογικές σχολές. Μη βιαστείς να υιοθετήσεις άκριτα καμία. Έτσι μπορεί να οξύνεις την κριτική σου σκέψη, αντίληψη και αυτογνωσία. Μετά το πτυχίο αν είσαι αισιόδοξος, δραστήριος και επίμονος, δουλειά έστω και ετεροαπασχόληση θα βρεις. Αν προχωρήσεις σε σοβαρές μεταπτυχιακές σπουδές και αποκτήσεις κάποια εξειδίκευση αργά ή γρήγορα θα απασχοληθείς σε δημόσια υπηρεσία ή στην εκπαίδευση ή και σε ένα από τα τέσσερα Τμήματα Κοινωνιολογίας ή και σε άλλα συγγενικά της χώρας. Παράλληλα, εκείνοι οι απόφοιτοι κοιν/γίας που έχουν αποκτήσει γνώση και αντίληψη δεν ανέχονται να είναι παθητικοί ‘οθονάνθρωποι’ ή χρήσιμοι ηλίθιοι. Καταλαβαίνουν περισσότερο το σύστημα και τα κυρίαρχα συμφέροντα και αγωνίζονται για τη βελτίωση του μικρόκοσμού τους, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας αντιστεκόμενοι στους ισχυρούς, στους φαύλους και στους δήθεν. Αυτό ακριβώς φοβούνται οι εκάστοτε συντηρητικοί κρατούντες που δυσφημούν και καταργούν την κοινωνιολογία ως άχρηστη.
Παρά τα σοβαρά προβλήματα της ανεργίας και απασχόλησης που ταλανίζουν τους πτυχιούχους όλων των Σχολών, οι απόφοιτοι κοιν/γίας μπορούν και προσφέρουν εθελοντικά και ανιδιοτελώς στην τοπική κοινότητα και πέραν αυτής, γίνονται χρήσιμοι ενεργοί πολίτες, αλλά και καλύτεροι άνθρωποι. Γιατί αυτό που δεν τονίζεται στα επιχειρήματα υπέρ της κοιν/γίας είναι και η ενσυναίσθηση-ανθρωπιά που μπορεί να προσφέρει-όχι βέβαια στους αδιάφορους, αλλά στους ευαίσθητους ενεργούς σπουδαστές - για τους μεινονεκτούντες και πάσχοντες, φτωχούς, διαφορετικούς, μετανάστες και πρόσφυγες, ρομά, έγκλειστους, κλπ. Η κοιν/γία μπορεί και μας «βάζει στα παπούτσια τους», και μας κινητοποιεί να παρέμβουμε για να βελτιώσουμε την κατάστασή τους, έτσι ώστε να βελτιώσουμε συνολικά και την κοινωνία. Όμως, η κοινωνιολογική αυτή επίδραση όπως και γενικά της επιστήμης και των τεχνών δεν εξανθρωπίζουν αυτόματα, αφού πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν κοινωνιολόγοι και λοιποί διάσημοι «-όγοι» οι οποίοι είναι παλιάνθρωποι…
Ας υπογραμμιστεί και μια αισιόδοξη διαπίστωση: Ανάμεσα στις εκατοντάδες των αποφοίτων μας του Τμήματος Κοιν/γίας, αν και η μεγάλη πλειοψηφία τους ετερο- απασχολείται, με χαρά διαπιστώνουμε σε σχετικές έρευνες ότι αρκετοί-ες έχουν μπολιαστεί θετικά από τη κοινωνιολογική γνώση και δηλώνουν ότι δεν μετανιώνουν και θα ξανασπούδαζαν κοινωνιολογία «που ανοίγει τα μάτια και τ’ αυτιά τους». Αυτό είναι και το αισιόδοξο μήνυμα και η υπόσχεση της κοιν/γίας στους νέους μας σήμερα, άσχετα από το είδος των σπουδών και της απασχόλησής τους. Η κοινωνιολογική γνώση είναι απαραίτητη στο Γυμνάσιο-όπου μυωπικά καταργήθηκε- για να κατανοήσουν οι νέοι τα μεγάλα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στους δύσκολους καιρούς μας, αλλά και για να γίνουν ενεργοί πολίτες και καλύτεροι άνθρωποι, χτίζοντας μια κοινωνία αλληλεγγύης και όχι ζούγκλας. Όμως, πρέπει να τονιστεί επίσης ότι: καλύτερα καταργημένη η κοινωνιολογία στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρά ‘ρουτινιασμένη’ με ανιαρά και ‘για την ώρα του παιδιού’ μαθήματα, ή/και να χρειάζεται ακριβά φροντιστήρια για εξετάσεις αποστήθισης ακαταλαβίστικων εννοιών… To μάθημα της κοιν/γίας πρέπει να επιστρέψει άμεσα στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενισχυμένο, να διδάσκεται από κοινωνιολόγους και να έχει άμεση αναφορά στα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα της νεολαίας.
Τελικά, για τον τιμώμενο, παιδί με συγκεκριμένα βιώματα της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου και μιας δύσκολης διαδρομής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, το αρχικό ερώτημα: «Πως θα ζήσεις με την Κοιν/γία βρε ηλίθιε; αντιστρέφεται με το « πώς αλήθεια θα μπορούσε αυτός να ζήσει χωρίς την Κοιν/γία;» η οποία συνεχίζει να τον βοηθά να κατανοεί τον εαυτό του και τους άλλους μέσα στο ρευστό και απρόβλεπτο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι, να έχει επίγνωση της ενδεχόμενης αλλοτρίωσης και αποξένωσης από την οικογενειακή και ταξική του προέλευση, και να ενδιαφέρεται πάντα ενεργά για τα παγκοσμιο-τοπικά θέματα χωρίς φόβο κι εξαρτήσεις.
* Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα της αντιφώνησης στην πρόσφατη τιμητική τελετή ομοτιμοποίησής του στο Πανεπ/μιο Κρήτης στο Ρέθυμνο.