Για τον Επίσκοπο Λάμπης Μεθόδιο Σιλιγάρδο, καταγόμενο από το Βιζάρι Αμαρίου, υπάρχει καταγεγραμμένη ειδική βιβλιογραφία από τον ακούραστο συγγραφέα Κωστή Ηλ. Παπαδάκη (1) με στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του, αλλά και την άγρια δολοφονία του από τους Τούρκους.
Ο ανιψιός του Μανουήλ Βερνάρδος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του, για να κάνω μια μικρή ιστορική αναδρομή, διηγείται: “...Κατά το 1793, Ιουλίου 9, εμαρτύρησεν στο Αμάρι εις Επίσκοπος Λάμπης Μεθόδιος καλούμενος, αδελφός της εμής μητρός,φονευθείς και μεληδόν κατα-κερματισθείς αδίκως υπό τριών αιμοβόρων Οθωμανών, όπου παρευρεθείς καγώ εις ηλικίν 16 ετών, μόλις διέφυγον τον θάνατον, αρπαγείς υπό μιάς γυναικός οικοκυρίας εν χωρίω Πανάκρω..... μετακομισθείς δ' ετάφη εν τω εκεί πλησίον Μοναστηρίω των Ταξιαρχών...”
Η δολοφονία έλαβε χώρα στο Νευς Αμάρι και στο σπίτι του Φανούριου (;). Ενώ ανυποψίαστοι ετοιμαζόταν να γευματίσουν, εισήλθαν τρεις κακούργοι Τούρκοι και δολοφόνησαν τον Επίσκοπο.
“... Κακάλης και Μπραήμ αγάς από του Γερακάρι
κι ο τρίτος ο Ζεκήρ αγάς απού το Νευς Αμάρι.
Τρεις μπαλλωθιαίς του παίξανε κι οι τρεις επήγαν ντρέτα,
και σαν τη βρύσιν έτρεχε το αίμ' απού τα κρέτα.
Και δεκαπέντε μαχαιριαίς ακόμη του καρφώνουν......
Για τη δολοφονία του Μεθοδίου ενοχοποιείται ως καταδότης στους Τούρκους ο γούμενος της μονής Καλοείδαινας στο επώνυμο Φαράντος.
Κι ένας Φαράντος γούμενος έγεινε καταδότης
Πάνω 'που την Καλόειδαινα, Ιούδας ο προδότης.......”
Στο δημοτικό τραγούδι κατονομάζεται ως καταδότης ο ηγούμενος της Καλοείδαινας με το επώνυμοΦαράντος, ένεκα των διαφορών που είχαν. Ο Επίσκοπος, όμως, ούτε φυγόδικος, ούτε καταζητούμενος ήταν, ούτε κρυβόταν. Κυκλοφορούσε στην περιοχή του και οι Τούρκοι ήξεραν πολύ καλά που έμενε, αλλά και τις κινήσεις του και ουδόλως είχαν ανάγκη για τούτο τον Φαράντο. Παρακάτω,όμως, θα δούμε σε τι συνίστατο η προδοσία !
Ο Μεθόδιος είχε ανοκτούς λογαριασμός με τους Τούρκους, γιατί. ήταν αδούλωτος στο φρόνημα και φλογερός μαχητής. “ Ήταν γενναίος και τας απειλάς των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος δεν εφοβείτο” Ο δε Μ.Μ.Παπαδάκις συμληρώνει “...Δεν τον σκότωσαν οι Τούρκοι, γιατί είχε διαφορές με τον ηγούμενο της Καλοείδαινας Φαράντο. Θα ήτο αφέλεια να το παραδεχτεί κανείς αυτό.. Αλλά τον σκότωσαν, γιατί ήταν δικός τους εχθρός. Δεν τους εξυπηρετούσε και μάλλον τους ενοχλούσεν η παρουσία του στην Επισκοπή Λάμπης. Τον θεωρούσαν επικίνδυνο και τον έβγαλαν από τη μέση, όπως και τόσους άλλους αρχιερείς της Κρήτης...”
Για τους Τούρκους λοιπόν ήταν λίαν μισητό πρόσωπο και αυτό φαίνεται από την αγριότητα, που επέδειξαν κατά τη δολοφονία του “.και μεληδόν κατακερματισθείς..” ή από το δημοτικό τραγούδι στίχος 29: “και δεκαπέντε μαχαιριαίς ακόμη του καρφώνουν...”
Η αρχιερατεία του Μεθοδίου, ωστόσο, συμπίπτει με την πιο σκοτεινή περίοδο της τουρκοκρατίας στην Κρήτη 1750-1821, τη λεγόμενη και εποχή της γιενιτσαριάς, δηλαδή της απόλυτης φαυλότητας, αυθαιρεσίας και βαρβαρότητας. Διαδέχτηκε δύο Επισκόπους, που έμειναν λίγους μόνο μήνες ο καθένας στη διοίκηση της Επισκοπής του. Τον Ματθαίο Χρυσάκη και τον Πάμφιλο, γιατί δεν μπόρεσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους κάτω από τις συνθήκες βίας και αυθαιρεσίας των Τούρκων.(2) Ο Μεθόδιος ανάλαβε συνειδητά τη διοίκηση της Επισκοπής Λάμπης, αν και γνώριζε, λόγω εντοπιότητας, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα επιτελούσε το έργο του και αποφάσισε ν' αντισταθεί και να μην συμβιβαστεί με τους τυράννους και αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του.
Η ανταρσία και η ανυπακοή των Ηγουμένων
Ο Παύλος Βλαστός αναφέρει για το Φαράντο (3): “...Τα κτήματα της μονής Καλοείδαινας διηρπάζοντο υπό των εσπέχιδων και γιενιτσάρων της εποχής εκείνης ένεκεν της αναξιώτητος και φαυλότητός του και η μονή παρήκμαζε και κατεστρέφετο. Επεθύμησε να μετατεθή ως ηγούμενος και πάλιν εις την μονήν Ασωμάτων ήτις ήτο πλουσία και ακμάζουσα...Όχι μόνον δε αμέσως έκαμεν τας προτάσεις του, αλλά και εμμέσως δια των ισχυόντων εσπέχιδων και γιανιτσάρων φίλων του (Sic), οι οποίοι ήταν έτοιμοι να διαρπάσουν και τα κτήματα της μονής των Ασωμάτων. Αλλ' ο γενναίος Ποιμενάρχης βλέπων την αναξιότητα του ηγουμένου δεν εδέχετο την μετάθεσίν του ταύτην... ” Δεν ήταν,όμως, μόνο αυτό, ο Μεθόδιος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ήταν αδούλωτος στο φρόνημα και φλογερός μαχητής ! Αυτό ενοχλούσε περισσότερο τους Τούρκους.
Οι Τούρκοι με υποχείριό τους τον προσκυνημένο Φαράντο προσπάθησαν δια της πλαγίας οδού να κάμψουν την αντίσταση του Μεθοδίου και να τον αναγκάσουν ή να συμβιβαστεί ή να εγκαταλείψει την Επισκοπή του, όπως και οι προκάτοχοί του. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί η στάση και η ανυπακοή των τεσσάρων μονών της περιφέρειάς του (Καλοείδαινας, Πρέβελη, Αγίου Πνεύματος και Βούλγαρη). Οι μονές αυτές στράφηκαν αμέσως εναντίων του Επισκόπου τους και εμμέσως κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πιστή στον Επίσκοπο Μεθόδιο έμεινε μόνο η μονή Ασωμάτων.
Αν και η εκκλησία μας επί αιώνες διοικείται από τους ιερούς κανόνες και από μία απαρασάλευτη αρχή, την υπακοή στην Ιεραρχία . Στη συγκεκριμένη περίπτωση καταστρατηγείται βάναυσα η αρχή αυτή κι έχομε ξακάθαρα ανταρσία (στάση) και ανυπακοή υφισταμένων προς την Ιεραρχία! Πίσω απ' αυτήν την συμπεριφορά των τεσσάρων μονών “κρύβεται” η προδοσία του Φαράντο. Ήταν αυτός που υποκίνησε και τους υπόλοιπους.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Φιρμάνι του έτους 1795
Στο πλευρό του Επισκόπου στάθηκε αναφανδόν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο εξάλλου ενήργησε για την έκδοση ενός Φιρμανίου το έτος 1795 -στο μεταξύ όμως είχε δολοφονηθεί ο Μεθόδιος- το οποίο αναφέρει επί λέξει (4): “.....Εν τη Επισκοπή του Λάμπης Μεθοδίου εις ην υπάγονται αι επαρχίαι Αμάρι και Άγιος Βασίλειος εν αις κείνται αι Μοναί Καλοείδαινα, Πρέβελη, Άγιο Πνεύμα και Βούλγαρη, οι διαχειρισταί των Μονών τούτων αμοιβαίως προς αλλήλους συνεννοούμενοι (Sic) καταχρώνται τα μοναστηρικά εισοδήματα, καίπερ δε προσκαλούμενοι υπό του ανωτέρω Επισκόπου να δώσωσι λογαριασμόν αρνούνται, εις δε την περί παύσεως και αντικαταστάσεως αυτών απόφασιν αυτού αντιπράττουν πολίται και άλλοι. Ένεκα τούτων η Σύνοδος (του Οικ. Πατριαρχείου) διώρησε τον Έξαρχον Γεννάδιον, όπως συμφώνως τοις Βερατίοις επιθεωρήση τους λογαριασμούς των ανωτέρω Μονών....” Σε άλλη παράγραφο αναφέρεται: “...Οι διαχειρισταί των Μονών και Εκκλησιών ελεγχόμενοι υπό των Επισκόπων και καταχρασταί αποδεικνυόμενοι παύονται κι δι άλλων αντικαθίστανται χωρίς ουδείς ν' αντιπράξη....” Μ' απλά λόγια διατάσσεται η εφαρμογή της νομιμότητας, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας μας και τους νόμους του τουρκικού κράτους! Τίποτα περισσότερο!
Δεν γνωρίζομε όλους τους ηγουμένους των προαναφερόμενων μονών τότε. Γνωρίζομε τον απαίσιο Φαράντο της Καλοείδαινας και τον ηγούμενο της μονής Πρέβελη, που ήταν ο Εφραίμ Πρέβελης (1769-1800).. Ο Μ.Μ.Παπαδάκις γράφει γι αυτόν μεταξύ πολλών άλλων και το εξής: “...Ο ηγούμενος Εφραίμ Πρέβελης είναι η περισσότερο ανήσυχη, πολυμερής αλλά και περίεργη προσωπικότης του Μοναστηριού του Πρέβελη, και αναμφισβήτητα η μεγάλη φυσιογνωμία της δημιουργίας του.....ήταν άνδρας με αθλητικό παράστημα, αγριωπός, αγέλαστος, λιγομίλητος, τολμηρός ....διασώζεται στη μοναστηριακή μνήμη και σαν κοκκινοτρίχης γούμενος... Μετά την ατυχή έκβαση της επανάστασης του Δασκαλογιάννη το 1770, οι Τούρκοι διέλυσαν τον Πρέβελη, κυνήγησαν τους μοναχούς, καταδίωξαν απηνώς τον Εφραίμ και υποχρέωσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τον καθαιρέσει από τον ιερατικό του βαθμό και την ηγουμενία....” (5)
Ηγούμενος στη Μονή Αγίου Πνεύματος δεν γνωρίζομε ποιος ήταν. Γνωρίζω όμως ότι το μοναστήρι βρίσκόταν σε δεινή θέση τον 18ο αιώνα, γιατί από τις αρχές του αιώνα αυτού τα περιουσιακά του στοιχεία λεηλατούντο ανηλεώς από τους Τούρκους . Υπάρχει έγγραφο το οποίο αναφέρει, ότι το ελαιοτριβείο, πέντε οικήματα,, ένα μέρος του κήπου και της αυλής, ένας αγρός και κάποια ελαιόδεντρα της Μονής είχαν τάχα ..πουληθεί, (βλέπε δια της βίας διαρπαγεί) σε κάποιο Τούρκο εξομώτη από τον Κισσό, τον Χασάν Κουλαφτάκη, το έτος 1720 και ο τότε ηγούμενος Πάμφιλος κατέφυγε στο ιεροδικαστικό Συμβούλιο στον Χάνδακα, για να τα πάρει πίσω. (6)
Σε ανάλογη θέση προφανώς θα βρισκόταν και η Μονή Βούλγαρη στις Μέλαμπες, για την οποία δεν γνωρίζω περισσότερα στοιχεία.
Όποιο όμως και αν ήταν το σκεπτικό τους , η ενέργεια των τεσσάρων αυτών ηγουμένων στρεφόταν σαφέστατα εναντίων της Εκκλησίας και του Έθνους.. Η δε σύμπλευσή τους με τον προσκυνημένο Φαράντο της Καλόειδαινας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι απόψεις τους είτε ταυτιζόταν ή ήταν παραπλήσιες μ' αυτόν. Επιφύλαξη, ωστόσο, μπορεί να έχει κανείς μόνο για τον Εφραίμ Πρέβελη, γιατί ήταν δεδηλωμένος τουρκομάχος και καταδιώκτηκε επί σειρά ετών από τους Τούρκους. Ίσως από αντίδραση στράφηκε εναντίων της προϊσταμένης του αρχής, επειδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πιεζόμενο από τους Τούρκους, προχώρησε στην καθαίρεση του Εφραίν από τον ιερατικό του βαθμό και από την ηγουμενία στη μονή Πρέβελη.
Τέλος, θ' αναφερθώ στην ατυχή και ανιστόρητη αναφορά του συγχωριανού μου και σεβαστού κατά τα άλλα, Γιάννη Βασ. Αλεξανδράκη, ο οποίος καταφέρεται με ανοίκειες εκφράσεις και ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς κατά του Επισκόπου Μεθοδίου(7). Νομίζω, ότι ο Αλεξανδράκης παρασύρθηκε στην εκτίμηση αυτή, επειδή δεν είχε διαβάσει το Φιρμάνι του 1795. και πίστευε, ότι αυτό αφορούσε μόνο τη μονή Αγίου Πνεύματος., ενώ αυτό αφορούσε, όπως έχομε πολλές φορές πει, την Καλόειδαινα, τον Πρέβελη, το Άγιο Πνεύμα και τη μονή Βούλγαρη στις Μέλαμπες. Επίσης αγνοεί παντελώς τη δράση και το έργο του Μεθοδίου. Αγνοεί ακόμα και αυτήν την άγρια δολοφονία του από τους Τούρκους. Ξεκίνησε δηλαδή με λάθος δεδομένα ο Αλεξανδράκης και ως εκ τούτου καταλήγει σε λάθος συμπεράσματα, τα οποία, ωστόσο, είναι υβριστικά και αδικούν κατάφορα τη μνήμη του Επισκόπου Λάμπης Μεθοδίου Σιλιγάρδου, ο οποίος σαφέστατα υπήρξε Εθνομάρτυρας και Ιερομάρτυρας Ιεράρχης-.
1.Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Η δημώδης παράδοση και η εκκλησιαστική υμνογραφία, για τον Άγιο Μεθόδιο, Νέα Χριστιανική Κρήτη, τεύχος 37, σελ. 51-91
2.Στέργιου Μανουρά, Ο Επίσκοπος Λάμπης Μεθόδιος, περιοδικό Κουρήτης, τεύχος 3, σελ. 87
3.Όπως προηγούμενη, σελ 88-89
4.Μιχάλη Μ.Παπαδάκι, περιοδικό Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τεύχος 18, σελ. 10
5. Μιχάλη Μ. Παπαδάκι, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978, σελ. 127 και 204
6. Γεωργίου Τσιγδινού, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύματος, Β΄έκδοση, Ρέθυμνο 2010, σελ 20.
7. Ιωάννου Β. Αλεξανδράκη, Η Ιστορία της Μονής Αγίου Πνεύματος, Ρέθυμνο 2016, σελ 51-60