Η ανακολουθία δημόσιων υποσχέσεων και επιγενόμενων πεπραγμένων είναι κάτι σύνηθες, δυστυχώς, στην πολιτική ζωή του τόπου. Συνεπώς, η υπόσχεση του Πρωθυπουργού ότι στην περίπτωση των παράνομων τηλεφωνικών υποκλοπών (για το παράνομο έχουμε αναλυτικά αρθρογραφήσει στο παρελθόν) «θα χυθεί άπλετο φως» ελάχιστους έπεισε. Όμως, από τη διάψευση μιας υπόσχεσης μέχρι τον ευτελισμό του κοινοβουλίου υπάρχει τεράστια απόσταση. Και δυστυχώς τούτη καλύφθηκε με πρωτόφαντη ανωριμότητα όταν στη συνεδρίαση της Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ, ο πρώην ΓΓ του Πρωθυπουργού και η εποπτεύουσα εισαγγελέας της ΕΥΠ επικαλέστηκαν το απόρρητο για να μην απαντήσουν σε σημαντικές ερωτήσεις των Ελλήνων βουλευτών για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων.
Καταρχάς τέτοιο απόρρητο δεν προβλέπεται πουθενά ούτε στο Σύνταγμα ούτε στους νόμους. Αντιθέτως, από τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 43Α) προβλέπεται υποχρέωση μαρτυρίας στο πλαίσιο συζήτησης ακόμη και για την ΕΥΠ. Μόνον που στην περίπτωση αυτή, οι ίδιες οι συνεδριάσεις είναι απόρρητες και οι συμμετέχοντες βουλευτές δεσμεύονται από το απόρρητο ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους. Ανάλογες ρυθμίσεις συναντώνται στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες, στις οποίες κομπορρημονούμε ότι ανήκουμε.
Πράγματι, δεν είναι ανάγκη να συστήνουμε ειδικές «προκαταρκτικές ή προανακριτικές» επιτροπές στη βουλή για να διαπιστώσουμε την αλήθεια των εκάστοτε κυβερνητικών ισχυρισμών, εφόσον ο κοινοβουλευτικός έλεγχος λειτουργεί ομαλά. Ο τελευταίος επιτελεί διττή λειτουργία. Πρώτα πρώτα αποτελεί κατά κανόνα έλεγχο σκοπιμότητας των ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι δηλαδή έλεγχος πολιτικός, καθόσον τα κριτήρια για την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου, όπως και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι πολιτικής φύσης. Ωστόσο, είναι και έλεγχος νομικός. Από τη στιγμή που στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου επιδιώκεται η τήρηση του Συντάγματος- ως ειδικότερη όψη του ελέγχου μεταξύ των κρατικών οργάνων, στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών και ως γενική προληπτική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος – είναι λογικώς αυτονόητο ότι εντός της βουλής επιτελείται ένας «προδικαστικός» έλεγχος της εν γένει συμπεριφοράς της εκτελεστικής εξουσίας. Συνεπώς, δεν ελέγχεται μόνον η σκοπιμότητα της πολιτικής δράσης, αλλά και η νομιμότητα αυτής. Η τελευταία ουδόλως είναι αυτονόητη, όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά και σε κάθε Δημοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η αρμοδιότητα της Βουλής να ζητεί και να λαμβάνει πληροφόρηση από την Κυβέρνηση και από τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης για κάθε υπόθεση που εντάσσεται ή δύναται να ενταχθεί στο κυβερνητικό έργο. Άλλωστε, η αναζήτηση κάθε ευθύνης (πολιτικής ή νομικής) εκκινεί από την πληροφόρηση, διέρχεται από τη λογοδοσία και έχει ως έλλογη απόληξη τις νομικής ή πολιτικής φύσεως κυρώσεις. Με άλλους λόγους, η άρνηση μαρτυρίας ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής του Κοινοβουλίου όχι μόνον δεν προβλέπεται στο πλαίσιο νεφελωδών - και μη ρητώς αναφερόμενων - διατάξεων περί απορρήτου, αλλά προσκρούει ευθέως όχι μόνον στην κοινή λογική, αλλά και στο Σύνταγμα. Συνεπώς, είναι μια εξόχως παράνομη άρνηση μαρτυρίας. Το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αναζήτησαν την κατά νόμο τιμωρία των παραβατών καταδεικνύει την πρόδηλη θεσμική ανεπάρκειά τους. Η κυβέρνηση παραβιάζει το Σύνταγμα έμπρακτα και η αντιπολίτευση δια παραλείψεως. Όμως, η απαξιωτική στάση αμφοτέρων έναντι των θεσμών τους καθιστά ανυπόληπτους έναντι των πολιτών διευρύνοντας τις διαβρωτικές συνέπειες μιας ζοφερής ιστορίας.
Τελευταία επισήμανση. Ο νόμος που ρυθμίζει τη λειτουργία της ΕΥΠ προβλέπει ρητά (άρθ. 14 παρ.4 του Ν. 3649/2008) τη δυνατότητα μαρτυρίας – ακόμη και εκτός πλαισίου κοινοβουλευτικού ελέγχου - για θέματα, γεγονότα και πρόσωπα που αφορούν την ΕΥΠ μετά από έγκριση του εποπτεύοντος υπουργού, άρα εν προκειμένω του Πρωθυπουργού, από τη στιγμή που αυτός είναι ο πολιτικός της προϊστάμενος από το 2019. Από τη στιγμή που επιθυμεί να «έλθουν όλα στο φως» γιατί δεν παρέχει τη σχετική άδεια;