Δε γνωρίζω σε πόσες χώρες του κόσμου η πολιτική ηγεσία αρέσκεται να σκιαμαχεί με τις τράπεζες, αλλά σίγουρα η Ελλάδα είναι μια από αυτές. Τούτο, άλλωστε, εύκολα μπορεί να το αντιληφθεί κανείς διαβάζοντας τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων («Μπρα ντε φερ κυβέρνησης - τραπεζών για τα δάνεια»). Κατά πόσον, όμως, αυτή η «διένεξη» ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Εάν είναι πραγματική κατά πόσον συνάδει με τις αρχές της φιλελεύθερης οικονομίας; Και σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες σε τούτη τη χώρα λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας, σεβόμενες τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού ή όχι;
Τις τελευταίες ημέρες, οι τράπεζες επανήλθαν στο προσκήνιο. Αίφνης η κυβέρνηση «αντιλήφθηκε» ότι αισχροκερδούν με τα υψηλά επιτόκια και τις υπερπρομήθειές τους. Ο Πρωθυπουργός - στο ρόλο του καλού της ιστορίας μας – ζήτησε από τις τράπεζες στο πλαίσιο μιας «ηθικής συνεννόησης» (κάτι αντίστοιχο με το αγγλοσαξωνικό «moral suasion» που για μεγάλο διάστημα κυριάρχησε ως τρόπος ρύθμισης του δυτικού πιστωτικού συστήματος), στην τρέχουσα συγκυρία αυξανόμενων επιτοκίων και ακρίβειας, να στηρίξουν τα ευάλωτα νοικοκυριά – οφειλέτες. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Υπουργός Οικονομικών ζήτησε δημόσια από τις τράπεζες να προχωρήσουν στην ταχεία υλοποίηση ρυθμίσεων οφειλών, να αναμορφώσουν την τιμολογιακή πολιτική δανείων, καταθέσεων και προμηθειών με τρόπο που δεν θα επιβαρύνει δυσανάλογα επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και να επιδείξουν ευαισθησία στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Στο ρόλο του κακού της ιστορίας μας άφησε να υπάρξουν ελεγχόμενες διαρροές στον τύπο περί υποβολής έκτακτου φόρου επί των κερδών των τραπεζών εάν δεν συμμορφωθούν. Η τελευταία απειλή, βέβαια, ανασκευάστηκε … πριν «αλέκτορα φωνήσαι»…
Πόσο βάσιμη, όμως, είναι η κυβερνητική ενόχληση; Βασιμότατη εάν δούμε τους αριθμούς. Η διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων έχει διαμορφωθεί στο 4,23%, ενώ σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα που οι ίδιες οι τράπεζες δημοσίευσαν, τα κέρδη τους από προμήθειες ανήλθαν στα 1,318 δις ευρώ, το πρώτο εννεάμηνο του 2022! Παράλληλα, οι ίδιες και οι εντολοδόχοι τους «servicers» έχουν γράψει την πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και οι σοβαρές ρυθμίσεις επιχειρηματικών δανείων περιορίζονται στα δάχτυλα ενός χεριού. Επισπεύδουν τους πλειστηριασμούς και τη μεταβίβαση απαιτήσεων στη δευτερογενή αγορά μήπως και καταφέρουν να αποφύγουν την κατάπτωση των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (ποσού περίπου 20 δις ευρώ), στο πλαίσιο του περιώνυμου προγράμματος «Ηρακλής», που είναι θέμα χρόνου να εκτροχιαστεί – με ευθύνη τόσο της κυβέρνησης που το εμπνεύστηκε όσο και των ίδιων των τραπεζών που παρουσίασαν φιλόδοξα επιχειρηματικά σχέδια - ώστε ο κόπρος του Αυγεία να … περιλούσει το σύνολο των Ελλήνων φορολογουμένων. Μην λησμονούμε, επίσης, ότι κεφάλαια 45,5 δισ. ευρώ «επένδυσε» το Ελληνικό Δημόσιο στις τράπεζες, στο πλαίσιο των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων την περασμένη δεκαετία, εκ των οποίων δυνητικά ανακτήσιμα είναι μόλις τα 5,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου! Οι τράπεζες στην Ελλάδα – στο πλαίσιο διαχρονικής και διακομματικής δυσεξήγητης «προστασίας» - αποδείχθηκαν βαρέλι δίχως πάτο. Και τώρα που ήρθε ο καιρός των κερδών προφανώς ποιούν τη νήσσαν επιβεβαιώνοντας το γνωστό τσιτάτο «στα κέρδη μόνοι μας, στη ζημία μαζί».
Ωστόσο, η «βάσιμη» κυβερνητική ενόχληση μπορεί να οδηγήσει σε λύση; Μπορεί να «πείσει» τις διοικήσεις των τραπεζών που ξέχασαν που οφείλουν την ύπαρξή τους; Η αλήθεια είναι ότι στο πλαίσιο των ηθικών επιχειρημάτων είναι δύσκολο να το πετύχει. Όχι μόνον διότι η δύναμη της πειθούς δύσκολα επικρατεί, αλλά κυρίως διότι η ίδια η κυβέρνηση δε διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εύκολα μπορεί να υποστηρίξει οποιοσδήποτε καλόπιστος παρατηρητής ότι εάν η «κυβερνητική ευαισθησία» έχει αγνά (και όχι προεκλογικά) κίνητρα, τότε άμεσα θα έπρεπε να προχωρήσει στη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στα βασικά καταναλωτικά αγαθά. Η ακρίβεια οδήγησε τις τιμές τους στα ύψη και το κράτος απολαμβάνει υπερκέρδη βλέποντας τα έσοδα από ΦΠΑ (αναλογικός φόρος, γαρ) να αυξάνονται γεωμετρικά. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων υπέρ των τραπεζών. Εξάλλου, στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης οικονομίας η λύση στις χρηματαγορές δεν μπορεί να δίδεται με αγορανομικές διατάξεις.
Άρα, λοιπόν, η πολιτεία θα έπρεπε να παραμείνει απλός παρατηρητής; Προφανώς όχι. Απλά η λύση δεν είναι ούτε τα παρακάλια ούτε οι απειλές. Η λύση είναι οι κυβερνήσεις να αποφασίσουν να κυβερνούν και να παρεμβαίνουν στο τραπεζικό σύστημα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που έχει κάθε κράτος – μέλος του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Πρώτα πρώτα, η πολιτεία πρέπει να πάψει να θεσπίζει νόμους – ευχολόγια όταν επιθυμεί να ρυθμίσει τις σχέσεις τραπεζών – πελατών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μη τήρησης της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.) του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013. Ο νόμος δεν προβλέπει ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του, η καταγγελία μιας δανειακής σύμβασης θα είναι άκυρη. Δεν θεσπίζει δηλαδή την ποινή ακυρότητας, παρά μόνο θεωρείται ότι συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή, τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο πιστωτικό ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις. Μέχρι σήμερα δεν προκύπτει να έχουν επιβληθεί τέτοιες κυρώσεις, ενώ οι καταγγελίες συμβάσεων – δίχως τήρηση της διαδικασίας του Κώδικα – είναι χιλιάδες. Εξάλλου, η πολιτεία οφείλει να θεσπίσει την τεκμαιρόμενη συναίνεση των χρηματοδοτικών οργανισμών στο πλαίσιο της προτεινόμενης ρύθμισης από το υπολογιστικό εργαλείο του εξωδικαστικού μηχανισμού (Ν. 4738/2020). Μέχρι σήμερα, η αποδοχή της πρότασης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις να κινούνται σε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά. Δεύτερον, η πολιτεία οφείλει να ελέγχει την τήρηση των διατάξεων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Πόσο σύννομο είναι οι τράπεζες να έχουν ίδια σχεδόν τιμολογιακή πολιτική στο θέμα προμηθειών και αντίστοιχη στη διαφορά επιτοκίων χορηγήσεων – καταθέσεων; Ούτε μια δεν θέλησε να διαφοροποιηθεί προσφέροντας μεγαλύτερο επιτόκιο; Αλήθεια, τι έγινε με εκείνη την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις συστημικές ελληνικές τράπεζες;
Το κατά πόσον έχουμε πιστωτικά ιδρύματα και όχι «εισπρακτικές εταιρίες» σε τούτη τη χώρα κρίνεται και από άλλους τομείς. Πόσους και ποιους δανειοδοτούν; Στηρίζουν τη νεανική και γυναικεία επιχειρηματικότητα με ειδικά προγράμματα ή όχι; Υποστηρίζονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή περιθωριοποιούνται; Πόσοι αγρότες και συνεταιρισμοί έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα από τότε που έπαψε να υπάρχει η Αγροτική Τράπεζα; Τα ερωτήματα είναι ενδεικτικά. Στη χώρα μας, η τραπεζική πίστη έχει εξόχως ολιγοπωλιακή διάρθρωση. Τέσσερις μικρομέγαλες τράπεζες που λειτουργούν στο ίδιο πλαίσιο, μια άλλη μικρότερη που αγωνίζεται να μην κλείσει και δύο – τρεις μικρές δεν είναι δυνατόν να στηρίξουν ένα εθνικό αναπτυξιακό αφήγημα ούτε να διασφαλίσουν τους κανόνες τους ανταγωνισμού. Θα μπορούσε να το πράξει, όμως, το ίδιο το κράτος εάν αποφάσιζε να διατηρήσει μια τράπεζα (λχ την Εθνική στην οποία μέσω ΤΧΣ κατέχει το 40%) ως εθνικό τραπεζικό πυλώνα. Τότε δεν θα χρειαζόταν ο πρωθυπουργός να παρακαλεί τους τραπεζίτες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων. Θα είχε ήδη γίνει …