Το πιθανότερο είναι πως και η επόμενη βουλή θα είναι εξακομματική (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση, ΜΕΡΑ 25). Οι επερχόμενες εκλογές δε θα διακριθούν για την ποιότητα ή την ένταση των διλημμάτων που θα τεθούν. Απουσιάζουν οι διακριτές πολιτικές διαιρετικές τομές (λχ «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», «δεξιά – αριστερά» κλπ). Απουσιάζει και η ποικιλία των στρατηγικών. Δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε πέραν των δύο.
Η ΝΔ προσπαθεί να οικοδομήσει μια στρατηγική πολιτικής κυριαρχίας. Θα κόψει πρώτη το νήμα των εκλογών. Επιδιώκει να είναι και αυτοδύναμη (στη δεύτερη κάλπη, εάν ποτέ υπάρξει). Το πολιτικό αφήγημά της περιχαρακώνεται γύρω από την persona του αρχηγού της. Θεωρείται δημοφιλέστερος και ικανότερος των πολιτικών του αντιπάλων. Το ίδιο αφήγημα υπηρετεί και ο ίδιος γνωρίζοντας ότι τον περιμένει στη γωνία η «λαϊκή δεξιά». Τυχόν στραβοπάτημά του στις εκλογές θα θέσει εμφατικά και θέμα ηγεσίας. Η αυτοαναφορικότητά του και τα πολλά «εγώ» του στο δημόσιο λόγο του, που πολλαπλώς ερμηνεύονται από τους πολιτικούς αντιπάλους του, δεν είναι, μάλλον, προϊόν εγωπάθειας, αλλά της εκτίμησής του ότι στις ερχόμενες εκλογές κυρίως θα κριθούν υποψήφιοι πρωθυπουργοί και όχι κόμματα εξουσίας. Και εκεί, μέχρι σήμερα, κερδίζει κατά κράτος έναντι του αντιπάλου του.
Στο ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, στο ΜΕΡΑ 25 και στην Ελληνική Λύση δεν υπάρχει στρατηγική εξουσίας. Υπάρχει στρατηγική διατήρησης κεκτημένων. Τούτο είναι εύλογο για τα μικρά κοινοβουλευτικά κόμματα, αλλά όχι για το ΣΥΡΙΖΑ. Επί τρία χρόνια παρακολούθησε τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες αφιονισμένο. Μετά το Σεπτέμβριο αφυπνίστηκε πολιτικά ο αρχηγός του. Όχι, όμως, το κόμμα του. Το τελευταίο απουσιάζει από κάθε κοινωνικό στίβο. Ηττάται κατά κράτος σε όλα τα συλλογικά φόρα. Από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους φοιτητικούς συλλόγους, μέχρι την κοινωνία των πολιτών. Αδυνατεί να εισπράξει πολιτικούς πόντους, μολονότι υπάρχει επιταχυνόμενη κυβερνητική φθορά. Την ανυπαρξία συγκροτημένου συλλογικού σχηματισμού προσπαθεί να κρύψει μέσω της υπερπροβολής φαινομένων πολιτικού κουτσαβακισμού. Ο «πολακισμός» έχει ποικίλους μιμητές στο κόμμα της αντιπολίτευσης. Το μόνον που «διασφαλίζεται», όμως, από το φαιοκόκκινο, βοσκαρουδίστικο λαϊκισμό είναι η αδυναμία προσέγγισης του πολιτικού κέντρου και η πλήρης αποκοπή από το πνευματικό προλεταριάτο της χώρας που εξακολουθεί να βγάζει φλύκταινες από την ποταπότητα της δημόσιας ζωής της χώρας.
Εξίσου νεφελώδης είναι και η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ. Ή μάλλον η προσπάθεια συγκρότησης στρατηγικής που έμεινε στη μέση από … πολιτικά καύσιμα. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι χάνει οριστικά το τρένο της επιστροφής στο πολιτικό σκηνικό ως κυρίαρχος παίκτης. Θα αρκεστεί στο ρόλο του «χρήσιμου» παρία που μπορεί να συμβάλλει σε θνησιγενή κυβερνητικά σχήματα. Πριν 18 μήνες, όμως, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Είχε αναπτύξει μια δυναμική κοινωνικής ανατροπής που μπορούσε να το φέρει πιο κοντά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντί να θεωρεί ως «νίκη» το 12%. Στο ΠΑΣΟΚ ξεχάσανε ότι οι «παρέες γράφουν ιστορία» μόνον στα τραγούδα, άντε και στα πανεπιστήμια. Όχι στην κοινωνία. Στην τελευταία, ιστορία γράφουν τα συγκροτημένα κοινωνικά ρεύματα, τα ανοιχτά ιδεολογικά κόμματα και όχι οι στενοί ιδεοληπτικοί μηχανισμοί. Στο δυσεξήγητο κοινωνικό «ξεφούσκωμα» μπορεί να αντιπαρατεθεί η «μισή στρατηγική». Εκείνη του ετεροκαθορισμού. Η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, μάλλον, ανέμενε ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση του τελευταίου, ίσως και διεμβολισμό του. Ο κίνδυνος αυτός, όμως, υπάρχει για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ που απέφυγε να «εκπαιδεύσει» την κομματική του βάση στο πλαίσιο μιας στρατηγικής συνεργασιών. Είναι παράδοξο που εξακολουθεί σε περίπτωση συγκυβέρνησης να θέτει θέμα προσώπου πρωθυπουργού (προωθώντας μέχρι και λύση Στουρνάρα !) και όχι κυβερνητικών πολιτικών! Με την τακτική που ακολούθησε εάν κληθεί να συγκυβερνήσει είτε με τη ΝΔ (το πιθανότερο) είτε με το ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του βάση θα διαρραγεί. Ήθελε πολλή προσπάθεια να βρεθεί σε πολιτικό αδιέξοδο το τρίτο και όχι το δεύτερο κόμμα. Και καταβλήθηκε δια … παραλείψεως.