Το γεγονός ότι οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες (Γεώργιος, Αγγελής, Μανουήλ και Νικόλαος) υπήρξαν κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες (κάτω, δηλαδή, από την προστασία της πανίσχυρης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας της Μεσαράς) μάς υποχρεώνει να σημειώσουμε κάποια πράγματα σχετικά με το θέμα αυτό.
Ο κρυπτοχριστιανισμός - μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια Ιστορία των Θρησκευμάτων - αποδεικνύει και αναδεικνύει τη δύναμη τής πίστης τού Νεοέλληνα και την ταύτιση τού ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Η μακραίωνη περίοδος της Τουρκοκρατίας, πλήγμα βαρύτατο στην ιστορική του ελληνισμού πορεία, προκάλεσε στους υπόδουλους ραγιάδες οδύνη μόνον και πόνο για τις αναρίθμητες συμφορές, αλλά, ταυτόχρονα, τους προσέφερε και στιγμές ανάτασης και εθνικού μεγαλείου, που και σήμερα αφήνουν έκπληκτους τους μελετητές, οι οποίοι ανακαλύπτουν δυνάμεις αστείρευτες ενός λαού που στάθηκε όρθιος βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά, όταν όλα έδειχναν πως η πλήρης κατάρρευσή του είχε ήδη συντελεστεί[1].
Σε πολλές, χιλιάδες, ανήλθαν οι κρυπτοχριστιανοί στην Κρήτη αμέσως μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους το 1669 (κατάληψη Μεγάλου Κάστρου) και τις ατέλειωτες διώξεις που οι τελευταίοι άσκησαν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, κατά του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου. Κατά την περίοδο μετά την επανάσταση του 1770 και μέχρι το 1821 ο αριθμός των κρυπτοχριστιανών αυξήθηκε ακόμα περισσότερο. Στα δύσμοιρα εκείνα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι ραγιάδες έμειναν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι κάτω από τα κτυπήματα των γενιτσάρων και των μπουρμάδων (δηλαδή των εξισλαμισμένων Κρητικών). Ο κάθε γενίτσαρος, εσπέχης, αγάς, μπέης, μπουρμάς, μουρτάτης (=αρνησίθρησκος) ή καπάνταης (=εξισλαμισμένος ψευτοπαλληκαράς) μπορούσε να κτυπά με το καμουτσίκι του τον τυχόντα χριστιανό «ώσπου ν’ αναπνέει», να του αρπάζει τη γυναίκα του, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα ή και να τον πυροβολεί έτσι απλά και μόνο για διασκέδαση ή … αστεϊσμό! Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο που αναφέρει στην ιστορία του ο Βασίλειος Ψιλάκης[2]. Κάποτε, λέγει, ένας γέρων ιερεύς περνούσε από ένα καφενείο, όταν ξαφνικά κάποιος από τους θηριώδεις εκείνους Τούρκους τού φώναξε να βγάλει το καλυμμαύχιό του και να το εναποθέσει πάνω σε ένα πάσσαλο, γιατί ήθελε, λέει, να δοκιμάσει το όπλο του! Τρομαγμένος ο δυστυχής γέρων ιερεύς εκτέλεσε κατά γράμμα τη διαταγή, αλλά ο Τούρκος αντί να σκοπεύσει το καλυμμαύχι έριξε κάτω νεκρό τον γέροντα ιερέα και… γελώντας, είπε στους γύρω του ότι, δυστυχώς, δεν πέτυχε τον στόχο του!....
Ο Τούρκος κατακτητής δεν ανεχόταν επ’ ουδενί να βλέπει τον χριστιανό να είναι ντυμένος και να ζει καλά. Στην αντίληψή του ο χριστιανός έπρεπε να ζει ταπεινωμένος και να εργάζεται μόνιμα γι’ αυτόν. Ζητούσε, λοιπόν, αφορμή να ληστέψει και απογυμνώσει από κάθε περιουσιακό στοιχείο και από κάθε υπόληψη τους χριστιανούς.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, και πάλιν, ο Β. Ψιλάκης, «εύφορον χριστιανικόν χωράφι, καρποφόρος ελαιών ιεράς μονής, προσοδοφόρος κήπος και περιβόλιον, δάσος προς ξυλείαν, πλούσιος μελισσών ή οίκημα οπωσδήποτε εμφανίσιμον ήσαν εις την διάθεσιν του τυχόντος μουσουλμάνου, μεγάλου ή μικρού, γείτονος ή και μακρότερον ακόμη κατοικούντος. Ο τέτοιος μουσουλμάνος δεν είχε τίποτε άλλο να κάμη παρά να αποστείλει δώρον εις τον κάτοχον χριστιανόν ένα ένσφαιρον φυσέκιον, τυλιγμένον εις ένα μανδήλι, πράγμα που εδήλωνεν ότι ο ιδιοκτήτης έπρεπε να παραχωρήσει αμέσως εις τον ευγενή αυτόν ιππότην το κτήμα που του υπεδείκνυε, διότι αλλέως θα εφονεύετο. μέσος όρος δεν υπήρχεν»[3].
«Ένας Τούρκος με το γιαταγάνι στο χέρι, γράφει ο περιηγητής Charles Marie d’ Irumberie, κάνει να του παραδοθούν τα πάντα. η γυναίκα (του χριστιανού), η κόρη του, το ποίμνιό του, το κρασί του. Το παρατήρησα κυρίως στην Κρήτη, όπου κοντά στις πόλεις δεν υπάρχουν άλλες νεάνιδες παρά αυτές που η μικρή τους ηλικία ή το άσχημο πρόσωπό τους επιτρέπουν να παραμένουν ακόμα στις οικογένειές τους». Σε παρόμοιο μοτίβο κινείται και η παρατήρηση του περιηγητή G. A. Olivier, που γράφει χαρακτηριστικά: «Κανένας Έλληνας δεν μπορεί να παντρευτεί χωρίς την άδεια του αγά. Για να πάρει την άδεια, πρέπει να πληρώσει ένα πρόβατο, ένα αρνί, μερικά κοτόπουλα. Αν η νέα αρέσει στον αγά, την κρατά για τον εαυτό του, χωρίς κανείς τελικά να φέρει αντίρρηση»[4].
Οι φοροεισπράκτορες, παράλληλα, ήταν τόσο σκληροί και αιμοδιψείς, ώστε δεν δίσταζαν να βασανίζουν, να πουλούν σαν δούλους ή να σφάζουν μέλη της οικογένειας που αδυνατούσε να πληρώσει τους φόρους. Περιοριζόμαστε σε μιαν όλως ακραία, ίσως και φρικώδη, περιγραφή του περιηγητή F. Richard, για να αντιληφθούμε καλύτερα την κατάσταση. Στην αγορά των Χανίων, αμέσως μετά την υποδούλωση της περιοχής, έβλεπες, συχνά, χριστιανούς να φέρνουν και να πουλούν τα ίδια τους τα παιδιά, για να μπορέσουν να πληρώσουν τους φόρους και να αποφύγουν έτσι την εξόντωση ή τον εξισλαμισμό ολόκληρης της οικογένειας. Η αξία ενός παιδιού ήταν 4 γρόσια! Την άλλη χρονιά, σε περίπτωση που η οικονομική δυσπραγία συνεχιζόταν, μπορούσες να δεις τους ίδιους να πουλούν, τώρα, τις γυναίκες τους, και, μάλιστα, με την οκά, ζυγίζοντάς τις σε μεγάλους καμπανούς, που είχαν τοποθετηθεί στην αγορά. Τέλος, σαν δεν είχαν τίποτε άλλο για πούλημα, πουλιόντουσαν και οι ίδιοι και έμεναν για όλη τους τη ζωή δούλοι[5].
Όλα τα παραπάνω εγκλήματα και οι βιαιοπραγίες οδηγούσαν μοιραία τους χριστιανούς, ως μόνη λύση, στον εξισλαμισμό. Το δικαίωμα της ζωής ανήκε μόνον στους πιστούς του Μωάμεθ και οι Χριστιανοί, που νομίζονταν και από τους κύνες ευτελέστεροι, έπρεπε να αποφασίσουν ένα από τα δυο. ή να ζουν ως μωαμεθανοί ή να αποθάνουν, κατόπιν μυρίων κακώσεων και βασάνων, ως χριστιανοί. Έτσι, υποχρεωτικά, η λύτρωση ερχόταν μόνο μέσω της αλλαξοπιστίας!...
[1] Μηλιώρης Νίκος, Οι Κρυπτοχριστιανοί, 2017.
[2] Ψιλάκης, Βασίλειος: Ιστορία τής Κρήτης, μεταγλωττισμένη υπό Ν. Αγκαβανάκη, τ. Γ΄, εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ., 147.
[3] Ψιλάκης, Βασίλειος χ.χ, ό.π., 44.
[4] Πεπονάκης, Μανόλης Γ., Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645- 1899), Ρέθυμνο 1997, 61. Η καταβολή φόρου για τη χορήγηση άδειας γάμου λεγόταν resm-i-arus (γαμήλιος φόρος).
[5] Γρυντάκης, Γιάννης Μ., «Οι Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνης μέσα στην ιστορική συγκυρία» », Νέα Χριστιανική Κρήτη, τ. 24 (2005), 31.