Δεν υπάρχει δημοσκόπηση, έρευνα, συζήτηση το τελευταίο μεγάλο διάστημα που η ακρίβεια να μην είναι στην πρώτη θέση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Μάλιστα στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση με ποσοστό 46,1% είναι μπροστά ακόμα και από την απονομή δικαιοσύνης – κράτος δικαίου που είναι 44% και δύο και πλέον φορές μεγαλύτερο από την υγεία που είναι 21,9% (MRB Μαρτίου).
Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφορικά με τη πορεία του κύκλου εργασιών τον Δεκέμβριο του 2024, είναι δηλωτικά και υποδεικνύουν τη συμπίεση της αγοράς λόγω της συρρίκνωσης της (πραγματικής) αγοραστικής των νοικοκυριών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ο Γενικός Δείκτης Κύκλου Εργασιών κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2024, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Δεκεμβρίου 2023, παρουσίασε μείωση -5,1% ενώ ο Δείκτης Όγκου, δηλαδή ο κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές, παρουσίασε (οριακά) μεγαλύτερη μείωση (-5,4%). Η σωρευτική πληθωριστική κλιμάκωση, που έχει ξεπεράσει το 17%, έχει, συρρικνώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών έχοντας αρνητική επίδραση στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Άλλωστε ο πληθωρισμός αναδιανέμει τα εισοδήματα, επηρεάζοντας τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, που ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους και όπως διαφαίνεται από τα διαθέσιμα δεδομένα επηρεάζει σημαντικά τις εμπορικές επιχειρήσεις και κυρίως αυτές που εμπορεύονται διαρκή καταναλωτικά αγαθά (βλ. ένδυση – υπόδηση, ηλεκτρικά – οικιακός εξοπλισμός κ.λπ.). Η ασύμμετρη επίπτωση της ακρίβειας αποτυπώνεται στο γεγονός ότι το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%. Το στοιχείο αυτό δικαιολογεί τη συμπίεση που δέχονται τα τοπικά εμπορικά καταστήματα που παραδοσιακά απευθύνονται σε νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Η κατανομή της καταναλωτικής δαπάνης δίνει μια ένδειξη καθώς το πως «μοιράζουν» τα νοικοκυριά τη δαπάνη τους είναι κάτι που δεν φαίνεται να αλλάζει. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα για το 2023, το 20,7% των μηνιαίων αγορών των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες κατευθύνεται στα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά ενώ το 14,1% κατευθύνεται στη στέγαση, στοιχείο που δείχνει πως η ακρίβεια αναγκάζει τα νοικοκυριά να υιοθετήσουν συγκεκριμένες καταναλωτικές επιλογές.
Προφανώς, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού είναι μια δύσκολη και απαιτητική υπόθεση. Καταρχήν, η κλιματική κρίση δεν μας «χτυπά απλά την πόρτα» αλλά έχει μπει μέσα στο σπίτι μας μέσα από τις υψηλές τιμές συγκεκριμένων προϊόντων (καφές, κακάο, ελαιόλαδο κ.α.). Παράλληλα, οι αρνητικές προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων (π.χ. τρόφιμα), αναμένεται να δυσχεράνει την προσπάθεια αντιμετώπισης της ακρίβειας.
Σ’ αυτή την κατάσταση η Ελληνική Κυβέρνηση και τα αρμόδια Υπουργεία τι κάνουν και πως απαντούν;
Οι θεσμικές τομές θα ήταν η καλύτερη απάντηση στη διαχείριση του πληθωρισμού με πρώτιστη την ανάγκη ενδυνάμωσης του ανταγωνισμού. Όπως φαίνεται η δομή της αγοράς παίζει κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση υψηλών πληθωριστικών πιέσεων.
Δεν θα ακούγαμε τους πανηγυρισμούς ότι το 2024 είχαμε αύξηση των καταθέσεων χωρίς να συμπληρώνει ότι το 81,6% δεν μπορεί να αποταμιεύει. Άρα η έννοιά της περιορίζεται στο 18,4%. Εμείς θεωρούμε ότι υπάρχουν προτάσεις και τρεις κυρίως τρόποι για την αντιμετώπιση της ακρίβειας:
- Η αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας,
- Η μείωση των φόρων και
- Η αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων.
Αυτό αποτυπώνεται και σε έρευνα σε ποσοστά 52,7%, 45,9% και 69% αντίστοιχα.
Δεν είναι τυχαίο πως σε αγορές που ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος, η αύξηση των τιμών είναι ένα μόνιμο φαινόμενο. Παρόμοια εικόνα καταγράφεται και στον τραπεζικό τομέα, με την Έκθεση του ΚΕΠΕ για τον bankflation να είναι χαρακτηριστική (πληθωρισμός της «τραπεζικής απληστίας»).
Η αλλαγή Υπουργού Ανάπτυξης και Οικονομικών χωρίς αλλαγή πολιτικής, δηλαδή θεσμικής παρέμβασης στο σπάσιμο των καρτέλ αλλά και ουσιαστικού ανοίγματος της αγοράς, κάτι που απέχει από τις σκέψεις της σημερινής πολιτικής της κυβέρνησης, κανένα μας δεν αφορά.
Εναλλακτικά θα πρότεινα να «ανασχηματιστούν» οι φόροι και οι έλεγχοι στην αισχροκέρδεια. Η μείωση φόρων και συντελεστών ΦΠΑ σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αισχροκέρδειας αποτελούν άσκηση εφαρμοσμένης πολιτικής που περιμένουν με αγωνία οι καταναλωτές και οι συνάδελφοι στο λιανεμπόριο και αυτό γιατί, εκτός από τη μείωση του τζίρου που βιώνουν καιρό τώρα, δέχονται λόγω μονοπώλησης της αγοράς και το στιγματισμό της κερδοσκοπίας που χωρίς να τους αφορά την πληρώνουν ακριβά. Είδομεν.