Στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής συζήτησης, αλλά στο επίκεντρο της ζωής μας (και της αναπνοής μας), η ατμοσφαιρική ρύπανση συνεχίζει να κόβει χρόνια από τον πληθυσμό και να υποβαθμίζει τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Oσο και αν παραμένει τις περισσότερες φορές αόρατο, το σύγχρονο νέφος των εξαιρετικά μικροσκοπικών (υπέρλεπτων) σωματιδίων έχει δυναμώσει στην περίοδο της κρίσης από δύο παράγοντες: τη στροφή μεγάλου μέρους του πληθυσμού στην καύση ξύλου για να ζεσταθεί και τη μη ανανέωση των πολυκαιρισμένων, πλέον, αυτοκινήτων.
Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να παρουσιάζει σχεδόν διπλάσια αναλογία πρόωρων θανάτων αποδιδόμενων σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα στοιχεία μπορεί να εμφανίζονται με την ψυχρή γλώσσα της στατιστικής, αλλά είναι συγκλονιστικά, καθώς αφορούν ανθρώπινες ζωές που χάνονται άδικα και πολύ περισσότερες των οποίων η υγεία κλονίζεται.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εκτίμηση του έγκυρου Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, 16.440 πρόωροι θάνατοι στην Ελλάδα (το έτος 2016) αποδίδονται στην έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις τριών βασικών ρύπων: των αιωρούμενων σωματιδίων με διάμετρο μικρότερη των 2,5 μικρών του μέτρου (ΡΜ2,5, πρακτικά μικρότερη διάμετρος από μια τρίχα), του διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) και του όζοντος (Ο3). Τα PM2,5 προκάλεσαν 12.500 πρόωρους θανάτους, αναλογία 1,196 ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 0,73. Οι συγκεντρώσεις ΝΟ2 προκάλεσαν 2.900 θανάτους, αναλογία 0,26, έναντι 0,13 στην Ε.Ε. Το όζον 640 θανάτους, 0,06 στους 1.000 κατοίκους, ενώ στην Ε.Ε. 0,027. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, στην τελευταία έκθεσή του (2019) δίνει μια αρνητική πρωτιά στην Ελλάδα: το 5,4% του πληθυσμού της κατοικεί σε περιοχές όπου παρουσιάζονται υπερβάσεις και των τριών προαναφερόμενων ρύπων (ακολουθεί η Ιταλία, με 3,3% του πληθυσμού της).
Μετά το 2012 και την απότομη μεγάλη αύξηση των τιμών στο πετρέλαιο θέρμανσης οι πολίτες της χώρας μετατράπηκαν σε πειραματόζωα ρύπανσης, μια κατάσταση που δυστυχώς δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα. Από τις 10 Δεκεμβρίου (και έως τις 10 Φεβρουαρίου) πραγματοποιείται η χειμερινή εκστρατεία μετρήσεων της πανελλαδικής ερευνητικής υποδομής ΠΑΝΑΚΕΙΑ, όπου συμμετέχουν πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα. Οι πρώτες καταγραφές είναι συγκλονιστικές. «Στο λεκανοπέδιο βρήκαμε τοπικά μέγιστες συγκεντρώσεις ύψους 250-300 μg/m3 αιωρούμενων σωματιδίων ΡΜ2,5. Οι μέσες τιμές κυμαίνονται μεταξύ 40-60 μg/m3 και τα Σαββατοκύριακα φθάνουν τα 100. Σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα οι μέγιστες τιμές φθάνουν τα 200 μg/m3, ενώ στα Γιάννενα απογειώνονται στα 350, δημιουργώντας μια ανυπόφορη κατάσταση», λέει στην «Κ» ο κ. Αλέξανδρος Παπαγιάννης, καθηγητής στο ΕΜΠ και εκ των συντελεστών της ΠΑΝΑΚΕΙΑ. Ας σημειωθεί πως η Ε.Ε. έχει θέσει ως στόχο οι συγκεντρώσεις των PM2,5 να μην ξεπερνούν κατά μέσον όρο τα 25 μg/m3 σε ετήσια βάση.
Οι μετρήσεις της ΠΑΝΑΚΕΙΑ γίνονται με υπερσύγχρονο εξοπλισμό, καταγράφοντας τα ΡΜ10, τα μικρότερα ΡΜ2,5 και τα μικροσκοπικά υπέρλεπτα ΡΜ1, που όμως είναι και τα πιο επικίνδυνα, καθώς όσο πιο μικρά είναι τα σωματίδια τόσο πιο βαθιά μπορούν να εισχωρήσουν στον ανθρώπινο οργανισμό. «Σε πολλές πόλεις, κυρίως της περιφέρειας, η προέλευση των μικροσωματιδίων είναι κυρίως από καύση βιομάζας, βασικά ξυλείας. Στην Αθήνα, τα Σαββατοκύριακα ξεπερνάει το 60%. Οι συνέπειες για τη δημόσια υγεία είναι άμεσες. Τα σωματίδια, ειδικά τα ΡΜ2,5 και ΡΜ1, προκαλούν οξείδωση των κυττάρων και συνδέονται με καρκινογενέσεις».
Την εικόνα των σταθερά υψηλών επιπέδων ρύπανσης καταγράφει και το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, το οποίο προχωράει και σε ανάλυση της τοξικότητας των σωματιδίων ανάλογα με την προέλευσή τους. «Σύμφωνα με ενδελεχή μελέτη του εργαστηρίου, η τοξικότητα των σωματιδίων που προέρχονται από καύση βιομάζας είναι αυξημένη συγκριτικά με όσα προέρχονται από άλλες πηγές, όπως οι μεταφορές. Επιπλέον, τα σωματίδια αυτά είναι μικρότερα σε αεροδυναμική διάμετρο και διεισδύουν βαθύτερα στο αναπνευστικό, αυξάνοντας συνολικά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα», λέει στην «Κ» ο κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ. Μεγάλη επιβάρυνση σε ρύπους έχει και το εσωτερικό σπιτιών όπου καίνε τζάκια, χωρίς μάλιστα να προσφέρουν αξιοπρεπή θέρμανση.
Η μελέτη ανέδειξε ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό εύρημα: «Συγκρίνοντας τις τιμές από τους δύο βασικότερους σταθμούς μετρήσεων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, υπολογίστηκε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα είναι υψηλότερος στις περιοχές χαμηλότερου εισοδήματος, όπου και η χρήση βιομάζας για θέρμανση είναι πιο εκτεταμένη». Η δυτική Θεσσαλονίκη πλήττεται επιπλέον από ρύπανση προερχόμενη από βιομηχανικές δραστηριότητες.
Ο,τι μας βολεύει;
«Μετράμε λάθος πράγματα, γιατί θέλουμε να βγαίνουν αποτελέσματα που βολεύουν τη διατήρηση της τρέχουσας κατάστασης»! Η κριτική παρατήρηση του καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ Δημοσθένη Σαρηγιάννη έρχεται να ραγίσει μια ωραιοποιημένη βιτρίνα και να θέσει ουσιαστικά ερωτήματα. Το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων μετρήσεων αέριων ρύπων αφορά διαστάσεις σωματιδίων μέχρι 10 μικρά (ΡΜ10), ενώ όσο πιο μικροσκοπικά, τόσο πιο επικίνδυνα είναι τα σωματίδια. «Οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων έχουν παγίδες και μηχανισμούς που κρατούν τα ΡΜ10 ή τα διασπούν σε πολύ μικρότερα, σε λεπτά και υπέρλεπτα, ακόμη και σε νανοσωματίδια μικρότερα των ΡΜ1. Ετσι, φαίνεται να τηρούν τα νομοθετημένα όρια και να περνούν τους ελέγχους, αλλά οι εξατμίσεις βγάζουν επικίνδυνα καυσαέρια», λέει στην «Κ» ο καθηγητής. «Τα υπέρλεπτα σωματίδια εισχωρούν και στο αίμα, προκαλούν θρόμβους και εμφράγματα, συγκεντρώνονται στο ήπαρ προκαλώντας καρκινογενέσεις, μπορούν να διαπερνούν ακόμη και τον εγκεφαλικό φραγμό δημιουργώντας νευρολογικά προβλήματα», εξηγεί ο ίδιος.
Στην Αθήνα, πάνω από το 70% των ρύπων οξειδίων του αζώτου προέρχεται από τα οχήματα, σύμφωνα με το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Κομισιόν. Σε τέσσερις σταθμούς που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης (Πατησίων, Αθηνάς, Αριστοτέλους, Πειραιάς) σημειώθηκαν υπερβάσεις στις ετήσιες συγκεντρώσεις του NO2, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ. Με βελτίωση των συνθηκών κυκλοφορίας στις πόλεις και με ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, μπορεί να σημειωθεί σημαντική μείωση των εκπομπών καυσαερίων.