ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΛΥΟΥΝ ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Πολλαπλά μηνύματα με πολλούς αποδέκτες είχε το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής. Στην Ελλάδα νίκησε η αποχή που έστειλε ηχηρό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ενώ τα τρία μεγάλα κόμματα κυριολεκτικά βρίσκονται σε μια κατάσταση που προφανώς οφείλουν να την παρακολουθήσουν με την δέουσα σοβαρότητα, αν όντος έχουν το σθένος να προβούν στις ενδεδειγμένες πολιτικές πρακτικές και στην ειλικρίνεια που οφείλουν απέναντι στην πραγματική κατάσταση της χώρας και βεβαίως της Ευρώπης.
Η έλλειψη ευρωπαϊκής ατζέντας κατά την προεκλογική περίοδο είναι ένα από τα καίρια λάθη τους και βεβαίως το γεγονός, ότι δεν έπεισαν πως γνωρίζουν τα δεινά του απλού λαού, προφανώς και το εισέπραξαν ως δυνατό χαστούκι η Ν.Δ. ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Αντίθετα, επωφελήθηκαν μικρότερες παρατάξεις όπως το κόμμα του Βελόπουλου, η ΝΙΚΗ, το ΚΚΕ, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και η Αφροδίτη Λατινοπούλου.
Ολόκληρη η Ευρώπη, όμως, βρέθηκε τελικά σε μια διαφορετική κατάσταση από αυτή που φαίνεται να πίστευαν οι επικεφαλής των πολιτικών σχηματισμών και οι κρατικές κυβερνήσεις. Διότι αν το ζητούμενο ήταν η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», τα αποτελέσματα έδειξαν πως δεν υπάρχει τέτοια διάθεση ακριβώς. Μάλλον αναδείχθηκαν εθνικισμοί και δυνάμεις του ευρωσκεπτιστικού ρεύματος, όπως συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε, τους σχηματισμούς που δεν ήταν ιδιαίτερα θετικοί προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Την τελευταία εβδομάδα οι αναλύσεις και οι προσεγγίσεις επιδιώκουν να «τοποθετήσουν» τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών σε διάφορα «κάδρα» δεδομένων. Προφανώς και δεν είναι όλες οι αναλύσεις έγκυρες και σε πολλές περιπτώσεις η προσπάθεια «διασκέδασης» των γεγονότων είναι καταφανής. Όμως τα γεγονότα είναι συγκεκριμένα και τα «κουκιά» μετρημένα. Ο ελληνικός λαός και οι λοιποί ευρωπαϊκοί λαοί μίλησαν και ετούτο δεν έχει άλλη ερμηνεία πέραν αυτής καθ’ αυτής της ετυμηγορίας που προσδιορίζουν οι αριθμοί και τα ποσοστά που κατοχυρώθηκαν μέσα στις κάλπες.
Για πιο έγκυρη τοποθέτηση των δεδομένων που προέκυψαν απευθυνθήκαμε σε δύο πολιτικούς επιστήμονες του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στην Ελλάδα, σχολιάζει για την εφημερίδα «Ρέθεμνος» ο καθηγητής Στυλιανός - Ιωάννης Τζαγκαράκης, Μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και Field Manager του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τα δε ευρωπαϊκά δεδομένα, αναλύει ο Καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Νίκος Παπαδάκης.
«ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ, ΑΠΟΧΗ ΚΑΙ «ΦΤΩΧΗ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ»
Για πολλαπλά μηνύματα κάνει λόγο ο καθηγητής Στέλιος – Ιωάννης Τζαγκαράκης, δίδοντας έμφαση στην αποχή και στην «φτωχή» Ευρωπαϊκή ατζέντα της προεκλογικής περιόδου. Σχολιάζοντας τα εγχώρια αποτελέσματα ο διαπρεπής πολιτικός επιστήμονας δήλωσε στο «Ρέθεμνος» τα εξής: «Οι Ευρωεκλογές της 9ης Μαΐου 2024 ήταν ένα τεστ για τα κόμματα, καθώς ένα χρόνο ακριβώς μετά τις εθνικές εκλογές τέθηκαν σε μια εκλογική μάχη ώστε να μετρήσουν τις δυνάμεις τους. Ταυτόχρονα, για τους πολίτες ήταν μια ευκαιρία να περάσουν τα δικά τους μηνύματα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Εντούτοις, πριν αναφερθούμε στον αντίκτυπο των Ευρωεκλογών στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η προεκλογική ατζέντα ήταν σχεδόν ανεμική και περιλάμβανε ελάχιστες αναφορές στο πραγματικό διακύβευμα των εκλογών. Ποιο ήταν αυτό; Ποια θα είναι η Ευρώπη μετά τις εκλογές και πώς μπορεί να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις; Δυστυχώς, τα κόμματα στην Ελλάδα επικεντρώθηκαν στην προβολή των εσωτερικών ζητημάτων (σωστά από πλευράς προεκλογικής τακτικής) αλλά δεν διέθεσαν παρά ελάχιστο χρόνο σε αναφορές στις θέσεις τους στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, στις στάσεις τους απέναντι στα μεγάλα Ευρωπαϊκά ζητήματα. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, καθώς δεν διαφωτίζονται οι πολίτες για τη σημασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), του τρόπου λύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει και μας αφορούν άμεσα, και τις διαθέσιμες λύσεις και εναλλακτικές. Σήμερα, η ΕΕ, μέσω της νομοθεσίας που ψηφίζεται από Ευρωκοινοβούλιο και Συμβούλιο των Υπουργών (η οποία προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), επηρεάζει ένα σημαντικό μέρος της καθημερινότητάς μας το οποίο δεν γνωρίζουμε καλά. Θα πρέπει λοιπόν τα κόμματα, των οποίων οι Ευρωβουλευτές συμμετέχουν στη διαδικασία νομοθέτησης, να διαφωτίζουν τους ψηφοφόρους για τις προτάσεις, τα διακυβεύματα, τις εναλλακτικές, τα προβλήματα και όλα τα ζητήματα της ΕΕ που μας αφορούν. Συνεπώς, ένας ψηφοφόρος που πραγματικά θα ήθελε να μάθει τις προτάσεις των κομμάτων στα Ευρωπαϊκά ζητήματα, μάλλον έμαθε ελάχιστα».
Η ΑΠΟΧΗ
Για το ζήτημα της πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα μεγάλης αποχής, ο κ. Τζαγκαράκης επισήμανε τα εξής: «Παραδοσιακά και σε όλη την ΕΕ οι Ευρωεκλογές λογίζονται – λανθασμένα – ως οι εκλογές της «χαλαρής» ψήφου όπου οι ψηφοφόροι είτε ψηφίζουν διαφορετικά κόμματα από εκείνα που θα ψήφιζαν σε πιθανές εθνικές εκλογές είτε απέχουν. Η απόχη όμως αποδεικνύει αφενός την έλλειψη γνώσης ως προς τη σημασία των εκλογών και συγκεκριμένα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και την αδιαφορία ως προς τη συμμετοχή. Αυτή η αδιαφορία κρύβει και μια απογοήτευση, έλλειψη εναλλακτικών και δυσαρέσκεια ως προς όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Επομένως, η αποχή κρύβει δύο μηνύματα. Πρώτον, την αναγκαιότητα να μάθουμε γιατί είναι σημαντική η ΕΕ και δεύτερον τη δυσαρέσκεια απέναντι στα κόμματα και τις τακτικές τους».
ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Αναφορικά με το μήνυμα που έστειλε ο ελληνικός λαός στα κόμματα που διεκδίκησαν την ψήφο τους ο Στέλιος – Ιωάννης Τζαγκαράκης σχολίασε ως ακολούθως: «Στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, οι ψηφοφόροι έδωσαν πολλαπλά μηνύματα σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Η Νέα Δημοκρατία κατέγραψε μια καθαρή νίκη καθώς το ποσοστό που έλαβε την θέτει σε μεγάλη απόσταση τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από το ΠΑΣΟΚ. Εντούτοις, σε σύγκριση με τις Ευρωεκλογές του 2019 (γιατί η σύγκριση με Ευρωεκλογές πρέπει να γίνεται ώστε να υπάρχει συνάφεια στα συγκρινόμενα γεγονότα) έχασε ένα σημαντικό μέρος ψήφων και το ποσοστό της μειώθηκε κατά περίπου 5 μονάδες, εκλέγοντας έναν ευρωβουλευτή λιγότερο. Το βασικό μήνυμα προς τη Νέα Δημοκρατία ήταν ότι παρότι η πλειοψηφία αναγνωρίζει ότι αποτελεί πυλώνα σταθερότητας, δεν της δίνει λευκή επιταγή και παρακολουθεί τα λάθη και τις αστοχίες της ως κυβέρνηση. Η προειδοποίηση είναι ότι αν δεν προσέξει τότε θα έχει ακόμα πιο δυσάρεστα αποτελέσματα στο μέλλον.
Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι διατήρησε τη δεύτερη θέση, είδε τα ποσοστά του να μειώνονται ακόμα περισσότερο και οι ευρωβουλευτές του από έξι έγιναν τέσσερις. Ο στόχος της νέας ηγεσίας για μεγαλύτερα ποσοστά από εκείνα των προηγούμενων εθνικών εκλογών, δεν επετεύχθη με τα εσωτερικά προβλήματα να συνεχίζονται. Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό την αριστερά, με ΜΕΡΑ25 και Νέα Αριστερά να μην καταφέρνουν να εκλέξουν ευρωβουλευτή και με την Πλεύση Ελευθερίας να τα καταφέρνει οριακά.
Το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και παρέμεινε τρίτο κόμμα αν και αύξησε τα ποσοστά του, εκλέγοντας έναν παραπάνω ευρωβουλευτή σε σύγκριση με τις προηγούμενες Ευρωεκλογές (πλέον έχει τρεις από δύο). Εντούτοις, στο κόμμα αναμένεται να υπάρξουν διαβουλεύσεις σχετικά με τις αιτίες που οδήγησαν μεν στην αύξηση των ποσοστών αλλά αυτή η αύξηση ήταν ανεμική και σίγουρα όχι αρκετή για να υπερκεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κερδισμένος των Ευρωεκλογών αναδεικνύεται ο Κυριάκος Βελόπουλος, ο οποίος είδε την Ελληνική Λύση να αγγίζει το 9,3% και να εκλέγει δύο Ευρωβουλευτές. Το ΚΚΕ αύξησε τα ποσοστά του αλλά δεν μπόρεσε να υπερκεράσει την ελληνική εκλέγοντας δύο Ευρωβουλευτές, όπως και στις προηγούμενες Ευρωεκλογές. Κερδισμένα φαίνεται ότι είναι και τα άλλα δύο κόμματα δεξιότερα της ΝΔ, καθώς τόσο η Νίκη όσο και – οριακά – η Φωνή Λογικής. Η αντισυστημική ψήφος αυξήθηκε αλλά η αύξηση αυτή δεν ήταν όσο εντυπωσιακή ήταν σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δεν υπήρξε κάποια τεράστια αλλαγή στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό μετά τις Ευρωεκλογές. Οι ψηφοφόροι έδωσαν μεν ψήφο εμπιστοσύνης στη ΝΔ αλλά με αστερίσκους, και δήλωσαν ότι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ είναι μάλλον ανέτοιμοι για να απειλήσουντη ΝΔ στην παρούσα φάση. Η στροφή της ΝΔ προς το κέντρο άφησε περιθώριο προς τα δεξιά της με αποτέλεσμα την αύξηση των ποσοστών της Ελληνικής Λύσης, την άνετη εκλογή ενός ευρωβουλευτή από τη Νίκη και την οριακή εκλογή της Αφροδίτης Λατινοπούλου από τη Φωνή Λογικής. Ταυτόχρονα, η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδότησε το ΚΚΕ, την Πλεύση Ελευθερίας και λιγότερο του αναμενομένου το ΠΑΣΟΚ, με συνέπεια η αντιπολίτευση ακόμα να έχει μια κατακερματισμένη μορφή και η κυβέρνηση αν και πληγωμένη, να παραμένει κυρίαρχη».
«ΣΥΜΒΑΝ, ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ»
«Όπως έχει επισημαίνει ο Καθηγητής Μεταξάς. «η πολιτική ζωή προβάλλει κατά καιρούς νέες απρόσμενες διακυβεύσεις….». Αυτό συνέβη στις 9 Ιουνίου. Οι ευρωεκλογές ειδικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν αποτελούν περιστατικό στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Συνιστούν συμβάν, μείζονος σημασίας» αυτό ήταν το πρώτο σχόλιο του καθηγητή Νίκου Παπαδάκη, καλούμενος να σχολιάσει το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής στην Γηραιά Ήπειρο.
Ειδικότερα, τόνισε, τα εξής: «Ως προς τις κύριες πολιτικές ομάδες- «οικογένειες» στο Ευρωκοινοβούλιο, με βάση τα σταθμισμένα δεδομένα μέχρι τώρα που γράφεται αυτό το κείμενο (12/6), η Ομάδα του ΕΛΚ (ΕPP) παίρνει 189 έδρες και ενισχύεται κατά 13 έδρες,η Ομάδα της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών(S&D) λαμβάνει 135 έδρες και χάνει 4, η κεντρώα φιλελεύθερη ομάδαRenew Europe/RE (παλιότερα Συμμαχία Φιλελευθέρων και Δημοκρατών) λαμβάνει 79 έδρες, χάνοντας 23. Επειδή παραδοσιακά οι προαναφερθείσες Ομάδες συνεργάζονται, έχει σημασία ότι αθροίζουν 403 έδρες, το οποίο αποτελεί ένα safetynet για την αμέσως επόμενη μέρα, καθώς διασφαλίζεται ο λεγόμενος «μεγάλος συνασπισμός», στο πλαίσιο του οποίου συγκροτούνται οι προϋποθετικοί όροι για το διευρυμένο consensusστο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όμως μόνο απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει η σημαντική άνοδος της ακροδεξιάς. Σε σχεδόν όλα τα Κ-Μ της Ε.Ε., οι ακροδεξιοί κομματικοί σχηματισμοί σημείωσαν (μικρότερη ή μεγαλύτερη) αύξηση των ποσοστών τους. Την ριζοσπαστική και άκρα δεξιά αντιπροσωπεύουν 2 ευρω-ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κυρίως η Ομάδα «Ταυτότητας και δημοκρατίας» ((ID), με τη Λέγκα της Ιταλίας και την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν, αλλά και το κόμμα του Βίλντερς στην Ολλανδία, που παίρνει 58 έδρες κερδίζοντας 9. Το υπερ-συντηρητικό ECR(Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές), το οποίο περιλαμβάνει το κόμμα της Μελόνι, καταλαμβάνει 73 έδρες, έχοντας κερδίσει 4, Η προσέγγιση αυτών των ευρω-ομάδων, παρά τις ιδεολογικές τους συγκλίσεις, παραμένει πολύ δύσκολη και μάλλον απίθανη, εξαιτίας των σοβαρών διαφωνιών τους, αναφορικά με την παγκοσμιοποίηση και την ελεύθερη αγορά, αλλά κυρίως ως προς το ΝΑΤΟ και συνακόλουθα ως προς την Ρωσία. Στη βάση αυτών των διαφωνιών μπορεί να ερμηνευθεί μερικώς και η (πρόσφατη και εξαιρετικά δυσάρεστη) «επίθεση φιλίας» της, 3Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκ νέου υποψήφιας για το ίδιο αξίωμα, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι.
Ο κ. Παπαδάκης, συνέχισε λέγοντας, ότι «Τα κυβερνώντα κόμματα στις δυο σημαντικότερες χώρες της Ευρώπης υπέστησαν συντριπτικές ήττες. Στη Γερμανία οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD (που ηγούνται του κυβερνητικού συνασπισμού) έπεσαν στο 13,9% και στην τρίτη θέση, με δεύτερο το ακροδεξιό AFD(το οποίο ωστόσο κέρδισε στα ανατολικά ομοσπονδιακά κρατίδια) και πρώτο (με doublescore) τοχριστιανοδημοκρατικόCDU, με ποσοστό περί το 30%. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (SPD, Πράσινοι με 11,9% και FPD με 5,2%), που σημείωσαν σημαντική πτώση, αθροίζουν περίπου το ίδιο ποσοστό με αυτό του CDU. Στη Γαλλία, η παράταξη του Προέδρου Μακρόν (BE) υπέστη συντριπτική ήττα λαμβάνοντας μόλις 14,6% των ψήφων και 13 έδρες, που είναι λιγότερο από το μισό του ποσοστού τουΕθνικού Συναγερμού (Rassemblement Nationa/ RN) της Μαρί Λεπέν (31,4%), που αύξησε τις έδρες της στο Ευρωκοινοβούλιο κατά 12 και κέρδισε συνολικά 30. Εξ ου άλλωστε και κατέφυγε στη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές ο Πρόεδρος Μακρόν, σε μια κίνηση υψηλού ρίσκου προκειμένου να επιχειρήσει να αναστρέψει την σαφή τάση και ζητώντας «μια καθαρή πλειοψηφία, υπέρ της ηρεμίας και της αρμονίας».
ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ
Κληθείς να σχολιάσει τα περί ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη ο Νίκος Παπαδάκης, είπε τα εξής: «Μετά το, ομολογουμένως επιτυχημένο, εγχείρημα της Μαρίν Λεπέν να εμφανίσει το κόμμα του Εθνικού Συναγερμού (RN) ως «Πατριωτικό κόμμα υπέρ της Ειρήνης», διατηρώντας ωστόσο τον ακροδεξιό και αντι-ευρωπαϊκό ιδεολογικό πυρήνα της έστω και εξωραϊσμένο στο πλαίσιο του εγχειρήματος κανονικοποίησης, η Λεπέν δηλώνει πως είναι «έτοιμοι (στο Κόμμα της) να αναλάβουν την εξουσία, αν οι Γάλλοι τους την εμπιστευτούν». Έχει μάλιστα επιστρατεύσει επιτυχώς (ήδη στις ευρωεκλογές) και τον, θεωρούμενο ως νέο «σταρ» της γαλλικής ακροδεξιάς, τον 28χρονο Ζορντάν Μπαρντελά.
Επιπρόσθετα, η νίκη του ακροδεξιού Κόμματος των Ελευθέρων FPO στην Αυστρία, που αναδεικνύεται για πρώτη φορά ως η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας, η κατάληψη της δεύτερης θέσης του σκληρά ακροδεξιού και ξενοφοβικού (με νεοναζιστικό παρελθόν) AfD («Εναλλακτική για τη Γερμανία»), που συνιστά μια βιογραφική ρήξη στη μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Γερμανίας, και η εκ νέου νίκη της Πρωθυπουργού και Προέδρου του μεταφασιστικού κόμματος Fratelli d Italia Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία (που αύξησε τις έδρες τις από 10 σε 24) και άλλα ανάλογα εκλογικά αποτελέσματα {όπως η μεγάλη εκλογική ενίσχυση του ακροδεξιού «Κόμματος Ελευθερίας» (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς, στην Ολλανδία, που λαμβάνει 17.7% και 6 έδρες έναντι μίας στις προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά όχι και την πρωτιά, χάρη στην εκλογική επίδοση της συμμαχίας Εργατικών- Πράσινων που έφτασε στο 21,6% και στις 8 έδρες}, καταδεικνύουν την ξεκάθαρη άνοδο της ακροδεξιάς, στις διαφορετικές εκδοχές και εκφάνσεις της, ανά την Ευρώπη και μάλιστα στις μεγαλύτερες και σημαντικότερες χώρες.
Προφανώς τα υφιστάμενα δεδομένα δεν επιτρέπουν ούτε νομιμοποιούν μια γενικευτική απόφανση περί «ακροδεξιάς στροφής της Ευρώπης». Ωστόσο επιβάλλουν τη διαπίστωση (τόσο ως φαινομένου, όσο και ως προβλήματος) της εξελικτικής ενδυνάμωσης μιας ακροδεξιάς, αντι-μεταναστευτικής, ξενοφοβικής και αντι-ευρωπαϊκής ατζέντας σε αρκετά Κ-Μ, που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη και σύνθετη την επόμενη μέρα».
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑΣ
«Υπάρχει, μεταξύ άλλων, μια κρίσιμη παράμετρος που δείχνει να επηρεάζει όλο και περισσότερο (δεδομένης και της έντασης της θεματικής όσο και της κυμαινόμενης ψήφου) κάποιες από τις παραμέτρους διαμόρφωσης της εκλογικής συμπεριφοράς, σε μια σειρά από χώρες» τόνισε ο καθηγητής Νίκος Παπαδάκης για να εξηγήσει: «Αφορά στην ενίσχυση των ανισοτήτων, της επισφάλειας, και της κοινωνικής ευαλωτότητας στα χρόνια της permacrisis (δηλαδή των αλλεπάλληλων κρίσεων, από τη χρηματοπιστωτική κρίση και ύφεση του 2008, μέχρι την υγειονομική κρίση της πανδημίας, που εξέβαλλε σε μείζονα οικονομική και κοινωνική κρίση και την τρέχουσα ενεργειακή και πληθωριστική κρίση), εντός αρκετών Κ-Μ και συνακόλουθα το επίμονο (και διευρυνόμενο) κοινωνικό κόστος της διαρκούς Κρίσης. Ο Dasanli θεωρεί ότι υπάρχει ευθεία συσχέτιση ανάμεσα στην ένταση των ανισοτήτων και στην άνοδο λαϊκίστικων και εθνικιστικών ιδεολογικών ρευμάτων και κομματικών σχηματισμών».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΠΟΥ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΙ ΚΑΛΠΕΣ
Για τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Νίκο Παπαδάκη, τα ευρήματα δείχνουν την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος και αναδιάταξης σε ουσιαστικά ζητήματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Συμπερασματικά για τις πρόσφατες εκλογές, σχολίασε τα εξής:
«Από πολλά διαφορετικά ευρήματα (συμπεριλαμβανομένων πρόσφατων ερευνών μεγάλης κλίμακος και φυσικά πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων) φαίνεται ότι στην Ευρώπη και διεθνώς, η δυσανεξία επαν- αρθρώνεται ως main stream discourse, τη στιγμή που νεόδμητοι οικονομικοί εθνικισμοί (ή «οικονομικοί πατριωτισμοί», κατά τη Marine LePen) συνδυασμένοι με επικλήσεις «εθνικών ρομάντζων» (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Καθηγητή Μεταξά) δείχνουν δελεαστικοί σε διαφορετικά εθνικά περιβάλλοντα εκλογικού ανταγωνισμού.
Κανείς στην Ευρώπη δεν μπορεί να ισχυρίζεται πλέον ότι δεν βλέπει τις προαναφερθείσες τάσεις, όσο και την αυξανόμενη ελκυστικότητα των ευρωσκεπτιστικών ή και αντιευρωπαϊκών ρευμάτων, που αρδευόμενα από τη γοητεία της επίκλησης μιας,naive- ρηχής (πλην όμως ιδιαίτερα ανησυχητικής), «αντι-συστημικότητας», στη βάση μιας χειριστικής παραμετροποίησης του «αντί» και σε συνδυασμό με ένα (αυξανόμενα πειστικό) φραστικό βολονταρισμό, υπονομεύουν την ίδια την αξιακή θεμελίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν αρκούν όμως οι διαπιστώσεις, ειδικά σε επίπεδο πολιτικών ελίτ στην Ένωση. Η θεσμική εμβάθυνση και ωρίμανση έχει καθυστερήσει πολύ, η στρατηγική αυτονομία (απολύτως αναγκαία σε ένα τόσο ρευστό και πολυπολικό διεθνές περιβάλλον, με -εν εξελίξει- τεκτονικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις) πόρρω απέχει από το να πραγματωθεί και η επίμονη αμηχανία και έλλειψη ουσιώδους κατανόησης και συνεκτικής (όσο και αποτελεσματικής) απόκρισης στις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις των αλλεπάλληλων κρίσεων (όπως έχει φανεί, επί παραδείγματι, στην αδυναμία προετοιμασίας μιας ομαλής και αποτελεσματικής «πράσινης μετάβασης») συνεχίζει να περιπλέκει την κατάσταση. Και σήμερα, η Ευρώπη, με το αποδεδειγμένο έλλειμμα πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης, αλλά και την ορατή έλλειψη συντονισμού στη διαχείριση κρίσεων (όπως π.χ. συνέβη και με την προσφυγική/ μεταναστευτική κρίση) φαίνεται ότι πόρρω απέχει από το να είναι θελκτική και για αρκετούς ανεκτή. Και σ’ αυτό συμβάλει το αίσθημα αποξένωσης αρκετών πολιτών από τις παραδοσιακές πολιτικές ελίτ και ιδεολογίες, την κυρίαρχη πολιτική τάξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και τις ίδιες τις επιλογές της Ε.Ε., όσο και η εντεινόμενη κρίση αντιπροσώπευσης.
Και με βάση τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, μπορούμε να πιστοποιήσουμε την ανησυχητική ελκυστικότητα του συνδυασμού εθνικισμού και δυσανεκτικής ατζέντας, σε διαφορετικά εθνικά περιβάλλοντα. Σε όλο αυτό, όπως ήδη επισημάναμε, συμβάλει το επίμονο και ορατότατο κοινωνικό κόστος της διαρκούς Κρίσης, καθώς παρέχει τη δυνατότητα εργαλειοποίησης φόβων, θεμελιωδών αγωνιών και υπαρκτών προβλημάτων των πολιτών, σε κομματικούς σχηματισμούς, που αρδεύονται από αυτά για να μεγιστοποιήσουν την αποβλεπτικότητα της εθνο-λαϊκιστικής, δυσανεκτικής, ξενοφοβικής και τελικά αντι-ευρωπαϊκής, εκφοράς τους.
Ενδεχομένως, σε όλα αυτά, η κατεξοχήν ανταπάντηση είναι η επαν-εφεύρεση ενός αναδιανεμητικού πραγματισμού, που θα αντιλαμβάνεται ως πρόταγμα την ανάπτυξη και όχι απλά την μεγέθυνση και θα επιτρέπει την ενδυνάμωση του Κοινωνικού Κράτους και τον σχεδιασμό και ανάπτυξη στοχευμένης κοινωνικής πολιτικής και στρατηγικών κοινωνικής (επαν)ενσωμάτωσης. Αυτό που δείχνει να χρειάζεται είναι η αλλαγή παραδείγματος (paradigmshift), με τρόπο που θα επέτρεπε την ουσιώδη αναδιάταξη της σχέσης οικονομικής και κοινωνικής ορθολογικότητας στην δημόσια πολιτική επ’ ωφελεία της δεύτερης, σε συνδυασμό με την θεσμική εμβάθυνση της Ένωσης. Κάτι τέτοιο, δεν είναι ακόμα ορατό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι και αναγκαίο».