Α. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.
Σύμφωνα με τον οθωμανικό νόμο «περί γαιών», της 7ης Ραμαζάν του 1856, τις βοσκήσιμες γαίες οι οποίες είχαν αφεθεί ανέκαθεν στην κοινή χρήση των κατοίκων ενός χωριού , μόνο οι κάτοικοι αυτού του χωριού μπορούσαν να τις εκμεταλλεύονται. Οι ορεινές και ημιορεινές αυτές βοσκήσιμες εκτάσεις, ανήκαν στην τέταρτη κατηγορία των γαιών «μετρουκέ» του οθωμανικού νόμου. Ήταν ιδιοκτησία του Οθωμανικού Δημοσίου, δεν πωλούνταν, ούτε αγοράζονταν και ήταν ανεπίδεκτες καλλιέργειας ή ανοικοδόμησης.
Αυτός ο οθωμανικός νόμος, διατηρήθηκε σε ισχύ στις Νέες Χώρες που περιήλθαν στην Ελληνική Επικράτεια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μεταξύ των οποίων και η Κρήτη, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 147/1914.
Ακολούθως, με το άρθρο 1 εδ. α’ του ν. 2074/1920 «περί των κοινοτικών γαιών στις νέες χώρες», ορίστηκαν τα ακόλουθα: Ότι οι εκτάσεις που έχουν αφεθεί στην κοινή χρήση των κατοίκων των συνοικισμών, κατά τον οθωμανικό νόμο περί γαιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι βοσκήσιμες εκτάσεις, γίνονται περιουσία των συνοικισμών υπέρ των οποίων είχαν ανέκαθεν προοριστεί. Δηλαδή, με νομοθετική πρωτοβουλία του Ελ. Βενιζέλου, παραχωρήθηκαν όλα τα ανέκαθεν χρησιμοποιούμενα βοσκοτόπια, κατά πλήρη κυριότητα, σε αυτούς τους δήμους και τις κοινότητες, των οποίων οι κάτοικοι τα εκμεταλλεύονταν. Οι δήμοι και κοινότητες που προήλθαν από τους συνοικισμούς της τουρκοκρατίας, αναγνωρίστηκαν ως νομικά πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν.1051/1917. Τους παραχωρήθηκε επίσης, η περιουσία του πρώην συνοικισμού ως περιουσία κοινοτική ή δημοτική πια.
Από την θέση σε ισχύ του ν.2074/1920, οι δήμοι και οι κοινότητες των Νέων Χωρών απέκτησαν την κυριότητα στα βοσκοτόπια τα οποία είχαν ανέκαθεν αφεθεί στην κοινή χρήση των κατοίκων των χωριών επί οθωμανικής περιόδου. Επομένως, έπαψε να υπάρχει σε αυτές τις γαίες το δικαίωμα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου.
Υπάρχει και δεύτερη νομική βάση για την απόκτηση των δημόσιων γαιών «μετρουκέ», δηλαδή και των βοσκοτόπων του οθωμανικού δημοσίου, από τους Δήμους της Κρήτης. Αυτό είναι εφικτό, εφόσον οι Δήμοι αποδείξουν, ότι τις είχαν αποκτήσει με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας την περίοδο από το 1889 έως το 1915. Οι περί χρησικτησίας διατάξεις έχουν νομοθετικό έρεισμα τα άρθρα του Κρητικού Αστικού Κώδικα. Αυτές, ίσχυσαν αναδρομικά δεκαπέντε χρόνια πριν από το 1904, οπότε ετέθη σε ισχύ ο Κώδικας από την Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία, έως ότου έπαυσε η ισχύς τους (11-05-1915) δυνάμει του ν. ΔΞΗ/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Διαταγμάτων του Ελληνικού Βασιλείου.
Υπάρχει πλούσια νομολογία του Αρείου Πάγου, που επιβεβαιώνει και τις δύο προαναφερόμενες νομικές βάσεις, για ευάριθμες περιπτώσεις αντιδικιών στις Νέες Χώρες, και φυσικά στην Κρήτη.
Β. ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, ΝΟΜΙΚΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ.
Οι κοινότητες της Κρήτης με εκτεταμένη κτηνοτροφία και ορεινή ή ημιορεινή εδαφική αρμοδιότητα, συναποτέλεσαν μετέπειτα κάποιους από τους σημερινούς Καλλικρατικούς Δήμους. Οι κοινότητες, εκμίσθωναν τις περιοχές αυτές και εισέπρατταν μισθώματα ή δημοτικά τέλη από τους δημότες τους και τρίτους, που εκμεταλλεύονταν αυτές τις βοσκήσιμες γαίες. Υπάρχουν όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, στα αρχεία των κοινοτήτων της Κρήτης πριν την συνένωσή τους με το Σχέδιο Καποδίστριας (ν.2539/1997). Τούτο, ιδίως σε μεγάλες κτηνοτροφικές κοινωνίες όπως ο Κρουσώνας, τα Λειβάδια, το Αμάρι, η Ζάκρος, η Νεάπολη, το Οροπέδιο Λασιθίου, οι Γωνιές, η Γέργερη, οι Ασίτες, η Βιάννος, το Γεράκι, η Επισκοπή, οι Καμάρες κλπ. Οι σημερινοί Δήμοι της Κρήτης, είναι καθολικοί διάδοχοι των εμπράγματων δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, αυτών των πρώην κοινοτήτων (αρ.283 του ν.3852/2010).
Με νομοθετική προτροπή, όλες αυτές οι ορεινές και ημιορεινές κοινότητες οριοθέτησαν με πράξεις διοικητικών επιτροπών και αποφάσεις δικαστηρίων, την εδαφική τους περιφέρεια από τον Μεσοπόλεμο έως την δεκαετία του 1970. Συνεπώς, οι βοσκήσιμες ορεινές περιοχές που συμπεριλαμβάνονται μέσα σε αυτές τις οριοθετήσεις, αποτελούν ιδιόκτητες δημοτικές εκτάσεις σύμφωνα με τους όρους του νόμου, ανεξάρτητα από την δασική ή μη φύση τους. Επίσης, είναι γεγονός, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας σε εκτεταμένες γαίες στην Κρήτη, εκτός κυρίως από τις ανταλλάξιμες μουσουλμανικές εκτάσεις.
Είναι επιβαλλόμενο, οι Δήμοι της Κρήτης να δηλώσουν αυτές τις εκτάσεις στο Κτηματολόγιο και στο Ε9 τους, ως ιδιοκτησίες της πλήρους κυριότητάς τους. Τούτο διότι, αφενός είναι νομική υποχρέωσή τους, και υπάρχει παράβαση καθήκοντος και κυρωτικές συνέπειες σε ενδεχόμενη σχετική παράλειψη. Αφετέρου διότι, υπάρχει κίνδυνος διπλής απώλειας, αυτής της δημοτικής ιδιοκτησίας. Τόσο από ιδιώτες μη δικαιούχους, όσο και από το Ελληνικό Δημόσιο.
Το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω του δασικού κυρίως χαρακτήρα αυτών των βοσκήσιμων εκτάσεων, διεκδικεί αναγνώριση της ιδιοκτησίας του σε αυτές με βάσει τις διατάξεις του ν. 998/1979. Στην Κρήτη βέβαια, δεν ισχύει το τεκμήριο ιδιοκτησίας για το Δημόσιο κατ’ άρθρο 62 του ως άνω νόμου. Ωστόσο το Δημόσιο, έχει ισοσθενή δυνατότητα απόδειξης ιδιοκτησίας με κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στις δασικές εκτάσεις του νησιού. Το ίδιο, ενδεχομένως, να προκύψει και με τα σχέδια διαχείρισης βοσκοτόπων που επίκεινται.
Γ. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ.
Αν οι Δήμοι της Κρήτης, δεν δηλώσουν τώρα αυτές τις εκ του νόμου 2074/1920 αποκτηθείσες δημοτικές εκτάσεις, στο Κτηματολόγιο και στο Ε9 τους, θα είναι δυσχερέστατη η αναγνώριση της ιδιοκτησίας τους σε μελλοντικό χρόνο, είτε με δικαστική απόφαση επί αναγνωριστικής αγωγής, είτε με νομοθετική παρέμβαση.
Η μέριμνα κάθε δημοτικής αρχής, είτε ατομικά, είτε συλλογικά μέσω της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων (Π.Ε.Δ.) Κρήτης για την παράταση των σχετικών δηλώσεων στο Κτηματολόγιο για τα Ν.Π.Δ.Δ. της Κρήτης, θα συνέδραμε στην κατανόηση και την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας, που ελάχιστα φαίνεται να είναι γνωστή.
Αυτή η ανάγκη νομικής τάξης, σχετίζεται με κάθε τοπικό δημοτικό σχεδιασμό που στερείται τίτλου ιδιοκτησίας και ευκρινούς νομικού καθεστώτος, ως υπόβαθρο κάθε αναπτυξιακής δράσης του.
Νίκος Κ. Σκουλάς.
Δικηγόρος Ηρακλείου – Αντιπεριφερειάρχης Τεχνικών Έργων Περιφέρειας Κρήτης.
www.nikosskoulas.gr