Πρόσφατη είναι η επιστολή του υποδιοικητή της 7ης ΥΠΕ που ζητά από την Περιφέρεια και τους Δήμους να εξετάσουν «αν μπορούν να καλύψουν είτε μέσω των δικών τους πόρων είτε με τη συνδρομή τοπικών συλλόγων, κοινοτήτων ή ιδιωτών, έξοδα στέγασης, διατροφής, μετακινήσεων και πρόσθετου οικονομικού εισοδήματος ως κίνητρα προσέλκυσης γιατρών».
Η επιστολή αυτή δεν είναι κεραυνός εν αιθρία! Εντάσσεται στην πολιτική εκχώρησης στις περιφέρειες και στους Δήμους τμήματος του δημόσιου συστήματος Υγείας (ΠΦΥ, ακόμα και Νοσοκομείων), βάζοντας έτσι πλάτη στην παραπέρα διάσπαση του ενιαίου δημόσιου χαρακτήρα του, στην παραπέρα υποβάθμιση και εμπορευματοποίησή του.
Σπρώχνει, εκτός των άλλων, ένα τμήμα του λαού να ξαναπληρώνει για τις ανάγκες του στην Υγεία, με τη μεταφορά βαρών από την κεντρική στην περιφερειακή και δημοτική διοίκηση και κατ' επέκταση στους εργαζόμενους και τον λαό για παροχές και υπηρεσίες που έχει ήδη πληρώσει μέσω της φορολογίας, προκειμένου το κράτος - και ιδιαίτερα τώρα σε καθεστώς «πολεμικής οικονομίας» - να περιορίσει ακόμα πιο δραστικά τις δαπάνες για τις λαϊκές κοινωνικές ανάγκες.
Προσπαθεί η 7η ΥΠΕ να κρύψει ότι σκόπιμα το Υπουργείο προκηρύσσει ελάχιστες μόνιμες θέσεις υγειονομικών, ώστε να εξοικονομήσει κρατικά κονδύλια. Και ότι ασφαλώς θα αξιοποιήσει τις άγονες προκηρύξεις, για να προωθήσει τα κυβερνητικά σχέδια για συγχωνεύσεις νοσοκομείων (στα πλαίσια του νέου «χάρτη υγείας») και για διεύρυνση της ιδιωτικοοικονομικής τους λειτουργίας.
Η αιτία για την κατάσταση στο δημόσιο σύστημα Υγείας δεν κουκουλώνεται με τις τάχα αθώες προσκλήσεις από την 7η ΥΠΕ στη «φιλανθρωπία» Περιφέρειας – Δήμων και άλλων φορέων. Βρίσκεται στην πολιτική δραστικής υποχρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος Υγείας, με κακοπληρωμένους τους υγειονομικούς από τη μία και τους ασθενείς πελάτες από την άλλη, με τα συνεχή μέτρα εμβάθυνσης της επιχειρηματικής δράσης και με τον λαό να καλείται να βάλει το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη.
Την πολιτική αυτή εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις, για να εξυπηρετήσουν την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων- κορακιών της Υγείας. Σε αυτό υπάρχει στρατηγική σύγκλιση της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του (όλου) ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων που στηρίζουν την ανάπτυξη με ατμομηχανή τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η δημόσια Υγεία, η άθλια κατάσταση στην ΠΦΥ και στα Νοσοκομεία της Κρήτης, απέναντι στις διευρυμένες λαϊκές ανάγκες που παραμένουν ακάλυπτες, ενώ οι επιχειρήσεις του κλάδου ξεφυτρώνουν στην Κρήτη σαν μανιτάρια, αναπτύσσονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο την κερδοφορία τους, αδειάζοντας τις τσέπες των λαϊκών οικογενειών.
Η περιφερειακή αρχή βάζει πλάτη στην πολιτική ΕΕ - κυβέρνησης για μεγαλύτερη απεμπλοκή του κράτους από τη χρηματοδότηση της Υγείας και στην παραπέρα εμπορευματοποίησή της. Αυτό το κάνει ήδη, όταν προσπαθεί να απαλλάξει την κυβέρνηση από τις ευθύνες της, αντί να απαιτεί να στελεχώσει η κυβέρνηση τα δημόσια νοσοκομεία που στενάζουν, με μόνιμο ιατρικό, νοσηλευτικό προσωπικό, αντί να απαιτεί να αυξήσει η κυβέρνηση γενναία το κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού για τη δημόσια υγεία, την ώρα που δίνει πακτωλό χρημάτων για τις «πράσινες» επενδύσεις και την πολεμική οικονομία.
Εξάλλου το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας Περιφερειών και δήμων (ο «Καλλικράτης», ο «Κλεισθένης» κλπ.), η ΕΝΠΕ όπου πρωτοστατούν οι δυνάμεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, με «ενότητα και συνεργασία», (μην ξεχνάμε με Α’ Αντιπρόεδρο τον περιφερειάρχη Κρήτης και μέλος του ΔΣ την αντιπεριφερειάρχη Π.Ε. Ρεθύμνου, η οποία εκλέχτηκε με το ψηφοδέλτιο της ΝΔ), είναι υπέρ της απεμπλοκής του κράτους από την ευθύνη αυτή.
Ως «Λαϊκή Συσπείρωση» Κρήτης, έχουμε φέρει δεκάδες φορές το ζήτημα της Υγείας στο Περιφερειακό Συμβούλιο. Ποτέ η περιφερειακή αρχή όχι μόνο δεν το έφερε προς συζήτηση με δική της πρωτοβουλία, αλλά και στις λίγες περιπτώσεις που στήριξε κάποια από τα αιτήματα των υγειονομικών ήταν πάντα κάτω από την πίεση της «Λαϊκής Συσπείρωσης» και των κινητοποιήσεων των εργαζομένων και του λαού της Κρήτης. Ήταν και είναι απροκάλυπτη από την περιφερειακή αρχή η ουσιαστική στήριξη των κατευθύνσεων που εφάρμοζαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις υπέρ της εμπορευματοποίησης της Υγείας, της επιχειρηματικής δράσης των δημόσιων μονάδων Υγείας, της πολιτικής «κόστους - οφέλους», κτλ.
Κίνητρο προσέλκυσης των γιατρών θα αποτελούσε η ταυτόχρονη προκήρυξη όλων των κενών, αφού αυξηθούν οι οργανικές θέσεις με επικαιροποίηση των οργανισμών των δημόσιων δομών υγείας, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Κίνητρο θα ήταν τα ανθρώπινα ωράρια και ο σεβασμός στον αναγκαίο ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο ανάπαυσης των υγειονομικών. Κίνητρο θα αποτελούσε επίσης η αύξηση του βασικού μισθού των υγειονομικών (κατά 20%), ο διπλασιασμός στο ωρομίσθιο των εφημεριών, η επαναφορά 13ου και 14ου μισθού, η ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά. Οι μόνιμες προσλήψεις υγειονομικών και οι αυξήσεις των μισθών τους προϋποθέτουν αυτονόητα γενναία αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού της Υγείας.
Η ικανοποίηση αυτών των βασικών διεκδικήσεων στην Υγεία απαιτεί διαρκή συλλογικό οργανωμένο αγώνα των υγειονομικών μαζί με τον λαό για αποκλειστικά δημόσια δωρεάν υγεία, ώστε να καλύπτονται καθολικά αποκλειστικά δωρεάν οι ανάγκες του λαού, αξιοποιώντας πλήρως τις επιστημονικές εξελίξεις.
Με βάση τα παραπάνω επερωτάται ο κ. Περιφερειάρχης :
- Πώς τοποθετείται η περιφερειακή αρχή στις προσπάθειες κυβέρνησης- 7ΗΣ ΥΠΕ απέναντι στην επιστολή της 7ης ΥΠΕ για να περιορίσει το κράτος ακόμα πιο δραστικά τις δαπάνες για τις λαϊκές κοινωνικές ανάγκες στον τομέα της Υγείας.
- Εάν προτίθεται να τοποθετηθεί το Περιφερειακό Συμβούλιο και με απόφασή του να καταγγείλει αυτή την προσπάθεια για την παραπέρα υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση της Υγείας.
Οι περιφερειακοί σύμβουλοι της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Κρήτης
Μαρινάκης Αλέκος- Βρύσαλης Δημήτρης - Μανουσάκης Νίκος