Γενάρης μήνας ήτονε κι' είχενε μπόρα πιάσει
τόπο ζηθιάνος έψαχνε τη νύχτα να περάσει.
Πόρτες εχτύπησε πολλές μα τσι 'χανε κλειδώσει
κι' ετσά του κόλλα η βροχή κι' είχενε ξεπαγώσει.
Κάποιος από το καφενέ βγήκε μισοπιωμένος
και είδε πως στη πόρτα ντου έστεκε ένας ξένος.
Ανοίγει και φωνάζει του, έλα να ζεσταθούμε
κι' αν 'εχει πράμα η κερά να φάμε και να πιούμε.
Φωνάζει τη γυναίκα του και τση 'πε πως τη θέλει
κι' ας ήταν ετοιμόγενη κι' ανήμενε κοπέλι.
Πιάσε να ψήσεις δυό αυγά του ξένου να τα δώσεις
και άναψε και τη φωθιά τα ρούχα να στεγνώσεις.
Δυό πατανίες έφερε την μια την κάνει στρώση
την άλλη για να σκεπαστεί μέχρι να ξημερώσει.
Μ' αργά τη νύχτα επιάσανε τη βαρεμένη οι πόνοι
κι' ένα αγοράκι έκαμε ώρα που ξημερώνει.
Οι τρεις οι μοίρες ήρθανε κι' είπαν να το μοιράσουν
τη θα του δώσει η καθεμιά έπρεπε να λογιάσουν.
Η μια 'πε νάναι έξυπνο κι' άλλη χωρίς ψεγάδι
κι' η τρίτη είπε στα εννιά να πέσει στο πηγάδι.
Ο ξένος όμως τ' άκουσε κι' είπε να το βαφτίσει
και λόγιαζε το ριζικό τση μοίρας να γυρίσει.
Πρέπει πως δεν το γνώριζε δεν το 'χενε λογιάσει
πως ότι γράφει η μοίρα μας με πράμα δεν αλλάσει.
Και στα εννιά εγιάγυρε τάξε να το γλιτώσει
και το πηγάδι εσκέφτηκε μ' αμπάρες ν' αμπαρώσει.
Μα φάγανε και λογικά όλοι 'χανε διψάσει
και το πηγάδι έπρεπε κάποιος να ξεσκεπάσει.
Επήρε η μάνα το γκουβά νερό να 'πα να σύρει
τ' αντρούς και του συντέκνου τζη να βάλει ένα ποτήρι.
Και το κοπέλι στο γ-κουβά πήγε να ξεδιψάσει
κι' εκειά μέσα επνίγηκε ως το 'χε η μοίρα γράψει.
Και τότε λέει ο σάντολος εκείνα που γνωρίζει
και με τρεμάμενη φωνή τα σιγομουρμουρίζει.
Τα γράφει η μοίρα στο χαρτί πελέκι δεν τα κόβει
και το πελέκι κόβγεται μα η μοίρα δεν τα λειώνει.
Φανουράκης Ηλίας - Άγιοι Δέκα Μεσσαράς