Από όταν θυμάται τις πρώτες εικόνες αυτού του κόσμου, ο Χαρίδημος, τις θυμάται μέσα από μία βάρκα. Λες και είχε γεννηθεί μέσα σε αυτήν.
Ο πατέρας του, του είχε μεγάλη αδυναμία και επειδή η δουλεία του ήταν ψαράς τον έπαιρνε μαζί του κάθε μέρα που πήγαινε στο ψάρεμα.
Θυμάται να μαζεύουνε τα δίχτια και να γεμίζει το καίκι, ψάρια.
Πως και πως τον περιμένανε οι χωριανοί να πάει τα ψάρια στο χωριό. Ξέρανε
ότι ο Παυλής παντα κρατούσε τα καλύτερα ψάρια. Τα μικρά τα έριχνε πάλι πίσω στη θάλασσα. Δεν είχανε όλοι χρήματα για να κάνουν αγορές,
αλλά του έφερναν όσπρια, όσοι έσπερναν, τυρί η γάλα όσοι είχαν ζωντανά, λάδι κλπ και όσοι δεν είχαν τίποτα απ' όλα αυτά και ήταν πάμπτωχοι,
ήξεραν πως ο Παυλής, θα τους έστελνε με τα παιδιά του, μια ικανοποιητική ποσότητα για να φάνε με τις οικογένειες τους. Φιλέσπλαχνος άνθρωπος,
ποτέ δεν υπολόγισε τα χρήματα, δεν είχε πολύ περιουσία, αλλά και αυτή δεν είχε χρόνο για να την ξεχερσέβει, την είχε δώσει σε φτωχούς να την καλλιεργούν για πάρτη τους
και όταν θα μεγάλωναν οι κοπελιές του θα τους τη έδινε προίκα, ο γιος του δεν είχε ανάγκη, θα έπαιρνε το καίκι και την τέχνη του ψαρέματος.
Οταν είχε φουρτούνα και δεν πήγαιναν με τον πατέρα του στο ψάρεμα, ο Χαρίδημος, μαζευόταν με τα άλλα παιδιά στην πλατεία του χωριού και έπαιζαν πεντόβολα, κρυφτό,
κουτσό και άλλα παιχνίδια εκείνης της εποχής.
Όλα ήσυχα και απλά στο χωριό, μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί στρατιώτες και όλα άλλαξαν.
Πόλεμος ήταν μα άργησαν να φτάσουν στα νότια παράλια των Χανίων οι κατακτητές, αλλά έφτασαν. Μάζεψαν όλους τους ψαράδες που είχαν βάρκες, τους έβαλαν στη σειρά και ένας
δικός μας, γερμανοπροδότης τους είπε ότι οι ''φίλοι'' μας οι Γερμανοί ζητούν να τους μεταφέρουν με τις βάρκες τους στις γύρω παράλιες περιοχές. Όσοι δέχτηκαν,
όλα καλά. Όσοι είπαν όχι, τους εκτέλεσαν επιτόπου μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Ο Παυλής ήταν ένας από αυτούς που είπαν όχι...
Μεγάλωσε ο Χαρίδημος, μα ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό του εκείνη η μέρα που είδε τον πατέρα του πεσμένο στο χώμα. Δεν τα είχε τόσο με τους κατακτητές όσο
τα είχε με τον προδότη, που συνέχισε τη δράση του πηγαίνοντας τους Γερμανούς από χωριό σε χωριό βοηθώντας τους να εκτελούν όλους τους άντρες
και καίγοντας τα χωρία. Όσα αγόρια είχαν επιζήσει τα είχαν ντύσει οι μάνες τους με γυναικεία ρούχα και έτσι κατάφεραν να τους ξεγελάσουν.
Την τελευταία εκτέλεση που έζησε ο προδότης ήταν τριανταπέντε άντρες που τους έβαλαν πρώτα να σκάψουν ένα βαθύ και φαρδύ λάκκο και
έδωσαν μια καρέκλα στον προδότη να καθίσει και να βλέπει όλη τη διαδικασία. Όταν τελείωσαν το σκάψιμο τους έβαλαν στη σειρά με την πλάτη γυρισμένη
προς τον τεράστιο λάκκο και άρχισαν να πυροβολούν έναν ένα και έπεφταν κατευθεία μέσα στον τάφο που έσκαψαν με τα χέρια τους. Στο τέλος είπαν του προδότη να σηκωθεί και να πάει να σταθεί και αυτός στην άκρη του τάφου λέγοντας του: Εσύ δεν αγαπάς τους πατριώτες σου, και αγαπάς εμάς; Mε την πρώτη ευκαιρία θα μας προδώσεις και εμάς,
σου αξίζει να έχεις την τύχη των πατριωτών σου...και τον εκτέλεσαν εκεί και έπεσε στον τάφο μαζί με τους άλλους...
Παντρεύτηκε ο Χαρίδημος με τη Μαρίκα και είχαν αποχτήσει τρία παιδιά. Δύο κόρες και ένα γιό, σαν τον πατέρα του.
Τον γιό του τον βάφτισε Παυλή και τον είχε συνέχεια μαζί του στη βάρκα μια που συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του. Η γυναίκα του φώναζε, δεν ήθελε, τη φοβόταν τη θάλασσα
μα ο Χαρίδημος δεν άκουγε και αν τον άφηνε πίσω καμμιά φορά, χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές ο μικρός. Ησυχία δεν έβρισκε η γυναίκα του μέχρι να γυρίσουν από το ψάρεμα
πατέρας και γιός. Μεγάλωσαν οι κόρες του και τις πάντρεψε σε άλλα χωριά και έμειναν στο σπίτι αυτός η γυναίκα και ο δεκαπεντάχρονος πλέον Παυλής.
Από το άγριο βουητό της Θάλασσας ξύπνησε η Μαρίκα εκείνο το χάραμα και παρακάλεσε τον άντρα της να μην πάνε στο ψάρι γιατί ο καιρός δεν είναι καλός και θα χαλάσει
περισσότερο. Μα δεν την άκουσε ούτε ο άντρας ούτε και ο γιος της.
Άδικα τους περίμενε να γυρίσουν το βράδυ, τα κύματα έφταναν στη μέση του χωριού, το έννοιωθε πως κάτι κακό έχει συμβεί.
Όλο το χωριό άρχισε να ψάχνει την άλλη μέρα το πρωί και βρήκαν το Χαρίδημο σκαλωμένο σε ένα βράχο, μα τον Παυλή πουθενά...
Συνήλθε ο Χαρίδημος, μα δε μιλούσε πια σε κανένα. Μόλις ξημέρωνε πήγαινε στη θάλασσα, έβανε τα χέρια αντήλιο και έψαχνε....έψαχνε...
Τα μαλλιά του και τα γένια είχαν γίνει άσπρα και μάκρυναν, γέρασε...
Το τελεταίο πρωινό που τον είδαν οι χωριανοί του, ήταν γελαστός και προχωρούσε πάνω στην άμμο με τα χέρια απλωμένα, σα να ήθελα να αγκαλιάσει κάποιον.
Μπήκε στο νερό και χανόταν λιγο λίγο. Του φώναζαν μα δε γύρισε...
Εκεί στη μέση του γυαλού, που τόσο αγάπησε, αγκάλιασε τον πατέρα και το γιό του, που τον περίμεναν και έφυγαν μαζί για άλλα ταξίδια...μακρυνά, χωρίς πόνο...
Οι στίχοι και οι μαντινάδες που στεί,ατε με το θέμα, ήντα λογιώ:
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανίων)
Αγάπη που 'ναι μισερή, κι' έχει του πόνου κλέψει
ήντα λογιώς τα κάλη τζη και πως θα ξετελέσει.
Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)
Ήντα λογιώ 'γαπητικό, έχεις καρδιά μου πάλι
και όξω από το μπέτη μου, ξανοίγει να σε βγάλει.
Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)
Ήντα λογιώς παρηγοριά, να έχουν οι αθρώποι
απού μισεύγουν άδικα, πολλοί δικοί τους κόποι.
Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)
Ήντα λογιώ σταυροκοπιές, κάνει μια μαυροφόρα
που αγγελάκια καταλεί και τα πουλεί για δώρα.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα ( Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Ας κάτεχα μ' ήντα λογιώς, πλάνεψες τη γ- καρδιά μου
και απ' όντε σε γνώρισα, τη σκλάβωσες, κερά μου.
Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)
Ήθελα και να κάτεχα, ήντα 'χεις και μανίζεις
κι' ήντα λογιώς να σου φερθώ, δίχως να μουρμουρίζεις.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Ήντα λογιώς με πόδωκες, σκέψη και επιμένεις
σε τόπους επικίνδυνους, θέλεις σαφή να μπαίνεις.
Χασουράκη Ειρήνη (Αθήνα
'Ανθρωπος απού πόνεσε, μόνο καταλαβαίνει
ήντα λογιώ και πως πονεί, μια αγάπη όντε ποθαίνει.
Σγουρού Μαριέτα (Χανιά)
Ήντα λογιώς αισθάνουνται, εκείνοι που τση ζούνε
του κόσμου όλου τση χαρές και γω τσι υστερούμαι.
Μουλουδάκης Γιώργης (Αλόιδες Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
ήθελα και να κάτεχα ήντα λογιώς μοιράζει
ο θιος χαρές και με ποτέ, στο κλήρο δε με βάζει.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρέθεμνος)
Ήντα λογής γεράντιση, ετούτη να 'ναι θε μου
ούλα τα πάντα του χαμού κι' α μου γρικάς για πε μου.
Δρακάκη Κοκκίνου Ελένη (Ηράκλειο)
Τα ξέτελα σου μοίρα μου, ήντα λογιώς τα κάνεις
που δεν επέρασε στιγμή, να μην το παρακάνεις.
Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Ρέθεμνος)
Αν με ρωτάς ήντα λογιώς, εγώ τα καταφέρνω
μια δύναμη αόρατη, απ' το θεό μας παίρνω.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Είντα λογιώς να σου σταθώ, και πώς να σου μιλήσω·
α που κι’ αν ήτο νε να ’ρθώ, δε’ θ’ άφηνες ν’ αρχίσω.
Πλοκαμάκη Χρυσούλα (Αθήνα)
Ήντα λογιώ ειν' η ζωή, που βάσανα δεν έχει
άθρωπος δεν εβρέθηκε, στο κόσμο να κατέχει.
Γεωργία- Στέλλα Δερμιτζάκη (Ρέθεμνος)
'Ηθελα και να κάτεχα, ήντα λογιώ θα γίνει
με τόσα ΄δα που γίνονται, ποιος έχει την ευθύνη.
Ξερουδάκη Μαρία (Ρέθεμνος)
'Ηντα λογιώς στα χέρια σου, άραγε θα περάσω
καλά, κακά, παράδεισο, εγώ θα σ' ονομάσω.
Βίκτωρας - Ξενιτεμένος (Βυζάρι Αμαρίου Ρέθεμνος)
Το να γελάς στο κλάμα σου, είναι χαρά, τι είναι
φαντάσου ΄δα ήντα λογιώ παράπονο κρατείμαι.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Ήντα λογιώς μπορεί ο νους, να κανακέψει μόνος.
καρδιές που ερωτεύτηκαν, κι εδά τσι πνίγει ο πόνος.
Ψαθάκη Ελένη (Ρέθεμνος)
Ήντα λογιώς τα βάσανα, ο θεός, μου τα ορίζει
πόνο που σχίζει την καρδιά και δάκρυα χαρίζει.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Ήντα λογιώς να σου το πω, που δε καλολογιάζεις
και στη καρδιά σου ότι βρεις, ανεμαζοσωριάζεις.
Μπακιρτζής Δημήτρης -Τζανοδημήτρης (Πεμόνια Αποκορώνου Χανίων)
Δε ντο κατέχω ήντα λογιώς, στο μπέτη κουλαντρίζεις
καρδιά που παίζει μαχαιριές, όπου τηνε χαρίζεις.
Μυντιλάκη Μαρία (Χανιά)
Ήντα λογιώ ν' ο έρωτας και ποιος να με διδάξει
που στα δικά μου ξέττελα δε θα μπορεί να φτάξει.
Σγουράκης Βασίλης (Παλαιά Ρούματα Χανίων)
Ήντα λογιώς πενέματα θες να σου κάνω μοίρα
που δίχως δάκρυ στη ζωή, μια στιγμή δεν πήρα.
Λαζάρου Ευγενία (Αθήνα)
Ήντα λογιώς παινέματα, να κάνω τσ' αφεντιάς σου
μ' ένα σου βλέμμα μ' έκανες, να μπω εις το σεβντά σου.
Ζούλη Αγγελική (Ασκύφου Σφακίων Χανιά)
Μ' ήντα λογιώς τη δύναμη, για τα σκληρά σου πρέπει
τ' απελπισμένα θέλω μου, κάνου γ-ξερό καϊρέτι.
Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς Ηράκλειο)
Ήντα λογιώς να σ' αγαπώ, πες μου και θα το κάνω
μόνο το δάκρυ μη θωρρώ, στα μάγουλα σου πάνω.
Κορνάρου Σκυβάλου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Ήντα λογιώς διαγούμεψες, ζωή τα όνειρά μου
κι' έδωκες στο κορμί φωθιά, και λαύρα στη γ-καρδιά μου.
Μπρικάκη Μαρία-Λίτσας (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Ήντα λογιώς θα βγούμενε, απο αυτή τη κρίση
πιστεύω μόνο ο θεός, μπορεί να βοηθήσει.
Φανουράκης Ηλίας-Κουρσάρος (Αγιοι Δέκα Μεσσαράς)
Ήντα λογιώς ειν' η φωθιά, εγώ κατέχω μόνο
απού 'χω μια και με κεντά, ολοχρονίς το χρόνο.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ρουμπάδο Ρέθεμνος)
Ήντα λογιώ νε ο σεβντάς, που τσι 'χει τσι χαρές του
στο σήμερα, στο αύριο, στο χτες γι' στο "ποτές του.
Κυδωνάκη Ελένη (Αμάρι Ρέθεμνος)
'Ηντα λογιώς τη σκέψη σου, έκαμες να ξεχάσει
κι αντίς γι' αγάπη τση 'δωκες, το μισός ν' αγκαλιάσει.
Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)
'Ηντα λογιώς ένα γυαλί, κολλά όντε θα σπάσει
πως θα ξαναγεννεί κρασί, ο μούστος αν ξυδιάσει.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Ήντα λογιώς καλικωσιά, θώριε την αρχοδιά τζη
θαρρείς και τρέμει όλ' η γης με την περπατησά τζη.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Ήντα λογιώς το κάνουμε και πως το νταγιαντούνε
αθρώποι π' εμπιστεύτηκες, να σε τσαλοπατούνε.
Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη, ζυγιάζω και το μεθεπόμενο αναγυρίδα.
Τα τηλέφωνα επικοινωνίας 6981572714 6977185491.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΙΤΖΑΚΗ