Λεβεντάνθρωπος, ο Κωσταντής, από τους καλύτερους στο χωριό, ακόμα και απο νεότερους, άντρες.
Μεγαλωμένος σε σπίτι με αρχές και αξίες, ποτέ δεν είπε όχι στον ''αφέντη'' του, έτσι έλεγε τον πατέρα του, που τον σεβόταν και τον καμάρωνε.
Ο ''πάρεδρος'', (πρόεδρος), ήταν ο πατέρας του, στο χωριό και όλοι έπαιρναν τη συμβουλή του, πριν κάνουν οτιδήποτε.
Πολλές φορές τον έφερνε στη σκέψη, ο Κωσταντής, τον αφέντη του και είχε προσπαθήσει, πολύ να του μοιάσει.
Έμαθε να είναι δίκαιος, να φιλοξενεί τον ξενομπάτη, να μην προσβάλει ούτε ανθρώπους, ούτε τον τόπο του.
Εικοσπέντε χρονώ ήταν, που τον φώναξε ο πατέρας του και του είπε:
-Κωσταντή, κοπέλι μου, εμεγάλωσες μπλιό, και θαρρώ πως πρέπει να νοικοκερευτείς, ήντα λέεις και του λόγου σου;
-Του λόγου σου απηλοήθεις, αφέντη μου και θα σου πω νέσκες, μα δεν έχω κιαμμιά στο νου μου...
-Έχω εγώ κοπέλι μου, το Λενιώ του Χαρισογιώργη, που είναι οσα ντη βιόλα, νοικοκερά και απο καλή σπιθιά...
-Ότι πεις αφέντη...
Στο άψε σβύσε τελείωσε το προξενιό και σε δυό βδομάδες έγινε ο γάμος...
Τρεις μέρες γλεντούσανε και όταν τελείωσε όλο το πανηγύρι και έμεινε μόνος με τη γυναίκα του, ντρεπόταν και να την κοιτάξει.
Μέρες περάσανε να κοιταχτούν στα μάτια, σιγά σιγά όμως αγαπήθηκαν τόσο δυνατά, που δεν έκαναν χώρια, ο ένας από τον άλλο.
Τέσσερις γιούς του χάρισε η Σοφία του, τον Σταύρο, τον Γιάννη, τον Μανώλη και τον Σήφη.
Όσο μεγαλώνανε οι γιοί του, τόσο καμάρωνε και αγαπούσε όλο και πιο πολύ τη γυναίκα του, για τους λεβέντες που του χάρισε.
Είχανε περάσει τα χρόνια, αυτός γερνούσε, μα δεν τον ένοιαζε, θα άφηνε πίσω του τέσσερις λεβέντες.
Οι δυό πρώτοι είχαν παντρευτεί, ο τρίτος, ο Μανώλης, ήταν αρραβωνιασμένος και ετοιμάζαν το γάμο και ο μικρός ήταν στο στρατό,
μα τον περίμενε να έρθει με άδεια στο γάμο του αδερφού του.
Οι γυναίκες όλη την εβδομάδα ήταν μαζεμένες στο σπίτι του για να βοηθήσουν, δυό τρεις, δουλεύανε και οι άλλες μόνο κουμάντο και
κουτσομπολιό.
Τα νεύρα του παίζανε και δεν κάθιζε λεφτό να της ακούει, μα είχε κι' αυτός τις δουλειές του να κανονίσει...
Οι ταύλες στην πλατεία είχαν στρωθεί, τα κρέατα είχαν κανονιστεί, τον παπά τον είχαν επί παρακολούθηση, να μην πιει και αντί για
το μυστήριο του γάμου, τελέσει τη λειτουργία της κηδείας, όπως το είχε ξανακάμει στο παρελθόν...
Έφτασε η μέρα του γάμου, οι καλεσμένοι είχαν έρθει από ώρα και περιμένανε να αρχίσει η συνεπαρσιά από το σπίτι του γαμπρού.
Τα όργανα μπροστά με τραγούδια, πίσω ο γαμπρός με γονέους και αδέρφια και ξοπίσω όλοι οι καλεσμένοι τους.
Όλοι ήταν εκεί μόνο ο Σήφης δεν είχε φτάσει ακόμα...
Όταν φτάσανε στην εκκλησία, έφυγαν τα όργανα να πανε να φέρουνε τη νύφη.
Σαν τελείωσε το μυστήριο, πήγαν όλοι στην πλατεία, τα φαγητά ήταν έτοιμα στις ταύλες, κάτσανε να φάνε το πιλάφι
και μετά να γίνει ο χορός της νύφης...
Ο Κωνσταντής είχε τα μάτια στραμμένα στο δρόμο μήπως δει το Σήφη, να έρχεται, μα τίποτα.
Είχανε βγει ο λυράρης με την παρέα του στη πίστα, όταν ο αστυνόμος, φάνηκε λαχανιασμένος και φώναξε του Κωνσταντή.
Τον έβγαλε έξω από την πλατεία και με φωνή που έτρεμε του είπε τα μαντάτα.
-Κωνσταντή, φίλε μου, δε κατέω πως να στο πω ετούτο το μαντάτο...
-Πε μου καπετάνιο, ήντα γίνηκε, έπαθε πράμα το Σηφαλιό μου?
-Ναι Κωνσταντή, εντούμπαρε το στρατιωτικό αμάξι και εχάσαμε το κοπέλι σου...
Οί λύρες είχαν αρχίσει και δεν άκουσαν την κραυγή του πληγωμένου πατέρα που έσκισε τα βουνά.
-Φίλε μου κάνε κουράγιο, γιατί το' χουνε φερμένο στο σταθμό και πρέπει να το πάμε στο κονάκι ντου.
-Να μη ντο καταλάβει κιανείς, καπετάνιο, κατέεις που είναι το κονάκι μου, να πάεις το Σηφαλιό μου και να του κάνεις
συντροφιά μέχρι να το πω στη μάνα ντου.
Γύρισε στο γλέντι ο Κωσταντής πιάνει τη γυναίκα του από το χέρι και της λέει:
-Σήκω κερά μου, σήκω να χορέψουμε τη νύφη μας...
Όταν χόρεψε και ο τελευταίος και σταμάτησε ο χορός, τότε είπε στη γυναίκα του τα μαντάτα.
Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι ακούγονταν τη μάνα του γαμπρού, να μοιρολογάται.
-Ήντα συβαίνει Κωσταντή, ήντα επάθατε, ρωτούσαν όλοι...
-Φίλοι και συγγενείς , σηκωθείτε, όργανα μπήτε ομπρός να πάμε στο κονάκι μου, παπά που είσαι, πάμε...έχουμε να κάμουμε άλλο ν-ένα γάμο..
Στο σπίτι τους περίμενε ο Σήφης, ξαπλωμένος μέσα στο φέρετρο, σκεπασμένος με την Ελληνική σημαία...
Ο παπάς έκλαιγε και παρά το μεθύσι του βρήκε τα σωστά λόγια...
Μάνα κι'αν έρθουν οι φίλοι μας...τραγουδούσε ο λυράρης, πάνω από το μνήμα και τα όπλα που δεν πρόλαβαν να αδειάσουν στο γάμο του Μανώλη, άδειασαν για το στερνό αντίο του Σήφη...
Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε, με τη λέξη καθρέφτης ή καρφίχτης:
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Στων αμαθιών σου εκοίταξα, τον γαλανό καρφίχτη
και σαν το ψάρι μ' έπιασες, χωρίς να ρίξεις, δίχτυ.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)
Καρφίχτης, γίνηκε ο γιαλός, έλα Και καρφιχτίσου
και με το χτένι το χρουσό, αγαληνά, χτενίσου.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Καθρέφτη έχω στη γ-καρδιά και κάδρο ή στη σκέψη
και δε μπορεί ένα λεφτό, μακριά σου να μισέψει.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Εθώρου στο καρφίχτη μου, χρόνε τα δοξεμένα
τση νιότης τα διαμαντικά, που 'χενες ξοδεμένα.
Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)
Σ' ένα καθρέφτη αν κοίταζε μέσα ο καθαής μας
ίσως να λυτρωνότανε, κάποτε η ψυχή μας.
Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)
Σ'ένα καθρέφτη που 'χενε σκάλισμα, καλημέρα
εξάνοιξα και δείξανε, τα πρώιμα μου γέρα.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Ο μαγικός καρφίχτης μου, είσαι εις τη γ-καρδιά μου
κι' όντε κοιτάζω μέσα σου, ξεχνώ τα βάσανα μου.
Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)
Χαράς το κόσμο αν ήτανε, ένας καθρέφτης, μόνο
μα και αγάπη καθαρή, για ούλο μας το χρόνο.
Περάκης Αντώνης (Ηράκλειο)
Στάσου, μπρός στο καθρέφτη σου και δές τον εαυτό σου
μα ένα απόλυτο μηδέν, μοιάζει το είδωλό σου.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Είναι καρφί χτης τσι καρδιάς και τσι ζωής θεμέλιο
μοιάζει σαν το ν'αχτένιστο, άθρωπος δίχως γέλιο.
Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)
Καρφίχτης είναι τση ψυχής, τα μάθια σου πουλί μου
και βλέπω σαν παράδεισο, κοντά σου τη ζωή μου.
Φανουράκης Ηλίας -Κουρσάρος (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Ανέ γυρεύεις το φονιά τσ' αγάπη μας, το ψεύτη
αν έχεις τόλμη να σταθείς μπροστά σ' ένα γ-καθρέφτη.
Μεσσαριτάκη Λίτσα (Ηράκλειο)
Βλέμμα θολό, χρώμα χλωμό, ξανοίγω στο καθρέφτη
νεκρού μορφή, κατόρθωμα, ενός και μόνο ψεύτη.
Μυντιλάκη Μαρία (Χανιά)
Μια μάσκα με δυο πρόσωπα, σ' ένα θολό καθρέφτη
θορρώ και βλέπω εσένα νε, αγάπη μου, το ψεύτη.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Ένας καθρέφτης τση ψυχής, είναι τα δυό σου μάθια
κι' ως τα θωρώ ο δυστυχής, σκορπώ χίλια κομμάθια.
Βίκτωρας - Ξενιτεμένος (Βυζάρι Αμαρίου Ρέθεμνος)
Σαν δω ζευγάρια όμορφα, ο νους σε καθρεφτίζει
και βγάνω δάκρυ που γελά, και γέλιο που δακρύζει.
Πλοκαμάκη Χρυσούλα (Αθήνα)
Αν θέλεις να καθρεφτιστείς, να φτάξεις το μαλλί σου
κοίτα τα δυό ματάκια μου, που μνώγουν, για όνομι σου.
Πρικάκη- Λίτσας Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Καθρέφτης είναι τση ψυχής, το πρόσωπο τ' αθρώπου
του χαραχτήρα, τσ' αθρωπιάς, ευγένειας, του τρόπου.
Ζουρμπάκης Γιώργης (Ρέθεμνος)
Άβυσσος είναι ο ψυχικός, ο κόσμος του αθρώπου
κι' είναι καθρέφτης τση ψυχής, η όψη του προσώπου.
Καλλέργης Γ.Κωστής -Κ.Ι.Γ.Κ. (Λούτρα Ρέθεμνος)
Στα μάθια σου τη σκέψη μου, συχνά την καθρεφτίζω
να βγάλω το συμπέρασμα, αν πρέπει να ελπίζω.
Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς Ηράκλειο)
Σ' ένα καθρέφτη μαγικό, έβαλα τη μορφή σου
κι' όποτε θέλω τη θωρρώ, βιόλα τη στόρηση σου.
Σκυβάλου-Κορνάρου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Σα ντο καρφίχτη καθαρά, είναι τα δυό σου μάθια
κι' όντε τα δω ανελώνομαι και γίνουμε κομμάθια.
Μουλουδάκης Γιώργης (Αλόιδες Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Καρφίχτη έχω στη γ-καρδιά, τη κάθε κίνηση σου
τηνε θωρρώ και πρόσεχε, δεν είσαι μοναχή σου.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Σου παραδίδω τη καρδιά, και 'συ ανε θες, τη γ-κάμε
σα ντο καρφίχτη απού σκορπά, χίλια κομμάθια, χάμε.
Το επόμενο μας θέμα και μετά από ειδική παραγγελία είναι η ζωοκλοπή, και το μεθεπόμενο, υγειά και
στέλνετε στα τηλέφωνα 6981572714 6977185491..
Χαρούμενο για όλους το 2013, υγεία και υπομονή!!!!!!!!
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ