Οι αχτίνες του ήλιου πέρασαν από τις χαραμάδες του ξύλινου παραθυριού.
Ο Γιώργης άνοιξε τα μάτια του, ακολουθώντας όλη τη διαδρομή της αχτίνας που τον ξύπνησε.
Χαμογέλασε. Πόσο καιρό ήταν βουτηγμένος στην απραξία, πόσος καιρός πέρασε από εκείνη τη μέρα δε θυμάται.
Το μόνο που θυμάται, είναι το ζεστό χέρι της γυναίκας του, που σιγά σιγά πάγωνε μέσα στα δικά του και το κλάμα του μωρού, ασταμάτητο, λες και καταλάβαινε, πως έχανε τη μάνα του.
Το μυαλό του έφυγε, μαζί της, νέκρωσε...
Λιακάδα, μέσα στο καταχείμωνο σαν την λιακάδα που του είχε φέρει στη ζωή, η Ανθούλα του, η μόνη γυναίκα που αγάπησε...
Δύο παιδιά του είχε χαρίσει, το Μιχαλιό τριών χρονώ και τη μπεμπέκα, που δεν πρόλαβε να την δει.
Ούτε αυτός την είδε, δεν ήθελε να τη δει, τη μισούσε...
Τα είχε πάρει στο σπίτι της, τα παιδιά η πεθερά του, η Μαρίκα...Σαν το φάντασμα τη θυμάται να μπαινοβγαίνει στο σπίτι του μαυροφορεμένη, να του πηγαίνει ένα πιάτο φαί, που σπάνια το έτρωγε...
Την καημένη την κυρά Μαρίκα, δε φτάνει που έχασε την κόρη της και είχε τόσο μεγάλο πόνο, ανάλαβε τα εγγόνια της,
αλλά και τον γαμπρό της, που τον ντάντευε κι' εκείνον σαν μωρό. Τον είχε σαν παιδί της, γιατί αγαπούσε την κόρη της,
την άτυχη, όσο καιρό ήταν παντρεμένοι, κακή κουβέντα δε βγήκε από το στόμα του. Άτυχος και ο κακομοίρης ο Γιώργης, έχασε τη γυναίκα του πολύ γρήγορα και ο κόσμος εσωριάστηκε ομπρός του...
Στην κηδεία έλεγε άλλα των άλλων, έβλεπε και δεν καταλάβαινε, μια εγέλα και μια έκλαιγε. Όλοι λέγανε πως τα σάλεψε.
Ένας μήνας είχε περάσει, από εκείνη την έρμη, μέρα και ο Γιώργης δεν είχε βγει από το σπίτι του, είχε κλείσει τα παντζούρια, δεν έβγαινε, δεν μίλαγε και το μόνο που τον ξυπνούσε από τον λήθαργο του, ήταν το κλάμα του μωρού...
-Κάμε το να σκάσει, θα το σκοτώσω άμα το πιάσω στα χέργια μου, φώναξε σαν τρελλός...και έτσι η Μαρίκα, πήρε τα παιδιά στο σπίτι της γιατί φοβήθηκε για τη ζωή της μικρούλας.
Γερασμένος και αδυνατισμένος, βγήκε στο δρόμο...Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει μέσα στο μήνα. Τρομάξανε οι χωριανοί που τον είδανε...τρέξαν να του μιλίσουν, να του σφίξουν το χέρι, να τον αγκαλιάσουν...
Χαμογέλασε ο Γιώργης και τους μίλισε ευγενικά...
-Στη Αθουλιό μου πάω, να τη θυμιάσω, τηνε ΄χω ΄φησει αμοναχή τόσο να καιρό και δε τζη ταιριάζει...
-Άμε Γιώργη, άμε στη κερά σου κι απόης έλα να κάτσουμε να κουβεδιάσουμε μια ολιά, καλό θα σου κάμει.
Μεσημέρι ήτανε και η Μαρίκα, ξεκίνησε για το σπίτι του γαμπρού της, να του πάει το φαί του.
Ανοίγει την πόρτα και φώναξε: -Γιώργη, ήρθα κοπέλι μου, έλα όξω να φάεις, εδά που είναι ζεστό το φαητό.
Απάντηση καμμιά. Με βαριά καρδιά μπήκε στην κρεβατοκάμαρα που άφησε την τελευταία της πνοή, η κόρη της, δεν είχε ξαναμπεί από εκείνη τη μέρα. Τα ρούχα της Ανθούλας, ήταν ακόμα στην καρέκλα, σα να μην είχε φύγει ποτέ από εκεί μέσα...
Τρόμαξε όταν είδε πως ο Γιώργης δεν ήταν εκεί, φοβήθηκε και άρχισε να ψάχνει όλο το σπίτι να τον βρει, αλλά τίποτα, δεν ήταν πουθενά.
Βγήκε στο δρόμο και του φώναζε: -Γιώργη μου, Γιώργη μου, μην έπαθες πράμα κοπέλι μου, δε θα τ' αντέξω η έρμη.
-Στο νεκροταφείο, πάει κερά Μαρίκα, της είπε ένας χωριανός...
Πάνω στον τάφο τον βρήκε να κλαίει, σαν μικρό παιδί...
-Σήκω πάνω Γιώργη μου, να πάμε στο κονάκι μας, άντε και 'χω 'φησει τα κοπέλια αμοναχά.
Μια εβδομάδα γινόταν αυτό το βιολί, τον μάζευε πάνω από τον τάφο της κόρης της, αλλά μια μέρα δεν τον βρήκε εκεί.
Κρύος ιδρώτας την έλουσε και σκέφτηκε πως κάτι έπαθε...Φώναξε τους χωριανούς να τον ψάξουν, μα πουθενά ο Γιώργης.
Έκλαιγε και παρακαλούσε την Παναγία, να τον βοηθήσει και να είναι καλά.
Έφτασε στο σπίτι της και πριν ανοίξει την πόρτα, άκουσε μουρμούρα.
Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα και είδε το Γιώργη, δίπλα στο τζάκι να βαστά στην αγκαλιά του τη κορούλα του
και να της μιλάει γλυκά γλυκά...
Από χαρά έκλαιγε τώρα η Μαρίκα, έκλεισε την πόρτα και βγήκε στην αυλή να ποτίσει τα λουλούδια της, που είχε ξεχάσει πως τα είχε, από τη μέρα που έχασε την Ανθούλα της...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ
`````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````
Οι μαντιναδες και οι στίχοι που ήρθαν με τη λέξη, ντουνιάς:
Κουτσελάκης Αντώνης -Νέλος (Ιεράπετρα)
Του ποόου σου θαρεύτηκα κι εχει ο ντουνιάς γιομίσει
αντίλαλους π' το άχι μου, που μ'εχει γονατίσει.
Τζωρτζινάκης Στέλιος (Μυριοκέφαλα Ρέθεμνος)
Δεν είναι ψεύτης ο ντουνιάς, μόνο 'ναι οι αθρώποι
που δε γατένε ήντα θα πει, αισθήματα και τρόποι.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)
Μικιός εφάνηκε ο ντουνιάς, στον ποιητή και πλάστη
κι' ετσά την Κρήτη ήσαξε κι' ο κόσμος εσκεπάστη.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Τον κόσμο ν-όλο γύρισα, απ' άκρου γής στη ν-άκρη
δίχως σου πίκρα μύρισα και μου 'σταξε, ένα δάκρυ.
Σηφάκης Γιώργης-Σιμισακογιώργης (Ρέθεμνος)
Να μην παραξενεύεσαι, πουν' ο ντουνιάς, ζηλιάρης
ότι κι' αν δώσεις μη θαρρείς, πως πίσω θα το πάρεις.
Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)
Ομπρός σε τούτο το ντουνιά, είμαι το μεληγκούνι
μα να τρυπώξω ν' ήθελα, σε νιούς θεργιού τ' αρθούνι.
Πλοκαμάκη Χρυσούλα (Αθήνα)
Ψεύτη ντουνιά, δε θα με δεις, χάμες, να γονατίσω
ότι κι αν στείλεις στη ζωή, εγώ θα πολεμήσω.
Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)
Ψεύτη ντουνιά διπρόσωπε, ύπουλε δε σ' αντέχω
με των μαθιών μου το νερό, τούτη τη γης τη βρέχω.
Κιουρτσιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)
Ο άθρωπος, τη δύναμη, που στη καρδιά ντου, κρύβει
άμα τη βγάλει, το ντουνιά, όλο τονε συντρίβει.
Σπυριδάκης Μιχάλης (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Ενός ντουνιά τα βάσανα, να μου φορτώσεις μοίρα
στίχο θα κάμω τσι καημούς, να διαλαλώ με λύρα.
Χατζηστεφανή Μαρία (Ρόδος)
Ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς, δεν ξερουνε τι νοιώθω
μα δε με νοιάζει ότι κι΄αν πουν, δεν ξέρουν από πόθο.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Ας είχε να 'χεν ο ντουνιάς, μ' αγάπη να ξεδώσει
τ' αμάχι, τη κακιά βουλή, στα τάρταρα να χώσει.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Ούλος ο κόσμος κι' ο ντουνιάς, όσο κι' αν προσπαθήσει
τη φλόγα της αγάπης μας, ποτέ δε θα τη σβύσει.
Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)
Δεν το 'χω θαρρευτεί ποθές, ούτε στον απατό μου
γι' αυτό έχει μείνει του ντουνιά, κρυφό το σ' αγαπώ μου.
Τσιτσιγιάννης Γιάννης (Βόλος)
Με ψεύτικα γυρνάς, ντουνιά, χαρτιά και κατακρίνεις
στση πλάτες μας το ψέμα σου, σπίτια μπορείς και στήνεις.
Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς)
Γύρεψα όλο το ντουνιά, μα όπου κι' αν γυρίσω
δε βρίχνω τόπο να σταθώ, να σου ξελησμονήσω.
Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηράκλειο)
Τσ΄ αλήθειες απού μού 'ταξες, ακόμα τσι γυρεύγω
ψεύτη ντουνιά με γέλασες, μα δε κακοσυνεύγω.
Ζουρμπάκης Γιώργος (Ρέθεμνος)
Απ' άκρη σ' ακρη του ντουνιά, αίμα και δάκρυ τρέχει
και δεν υπάρχει άθρωπος, βάσανα να μην έχει.
Λίτσα Άρτεμη (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Οι μερακλήδες του ντουνιά, ξέρουνε πως να ζούνε
και με τα λίγα η τα πολλά, πάντα καλοπερνούνε.
Λίτσα-Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Κάλπικε, ψεύτικε ντουνιά, γρήγορα θα γεράσει
όποιος σε πάρει σοβαρά, δε θα καλοπεράσει.
Μιχελάκης Μανόλης (Αθήνα)
Ψεύτη ντουνιά με κούρασες και που 'ναι οι χαρές σου
σα ντο αλεξικέραυνο, τραβώ τσι συμφορές σου.
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανίων)
Στσι τόπους σου μικρέ ντουνιά, ειδωλολάτρη, μέγα
τρέχει χωρίς σταματημό, του μισεμού, η φλέγα.
Σγουράκης Βασίλης (Παλιά Ρούματα Χανιά)
Ψεύτρα ζωή, ψεύτη ντουνιά, κι' εσύ ψεύτικη μοίρα
γιάντα μου λέτε πως χρωστώ, στο τίποτα που πήρα.
Πλεμένος Γιώργος-Μαυρόλυκος (Αγιά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Όλο το ψεύτη το ντουνιά κι' αν έχω γυρεμένο
δεν το 'βρηκα το όνειρο απού 'χω, το χαμένο.
Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)
Το κάθε τόπο σου ντουνιά, δε θέλω να γνωρίσω
άλλους μην έβρω δυστυχείς, για να βαροκαρδίσω.
Αλεβυζάκη Ειρήνη (Αλώνες Ρέθεμνος)
Εγύρεψα ούλο το ντουνιά, μα δεν εβρήκα, ένα
ένα γ-κορμί που να μπορεί να συγκριθεί με σένα.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Η του ντουνιά, η τα καλά, στα χέργια μου να 'ρθουνε
δε ραχατεύει η σκέψη μου, τα μάθια α' δε σε δούνε.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Όντε πονείς κι' ένας ντουνιάς, το μ-πόνο σου δε βάνει
η αγάπη τονε ξεπερνά, κι' άμα σ'αγγίξει φτάνει.
Βοτζάκη Αργυρώ (Γεωργιούπολη Αποκορώνου Χανίων)
Χριστέ μου πως τσι ρέγομαι, η του ντουνιά τσι βιόλες
να τσι κρατώ, να τσι μαδώ, να τσι μυρίζομ' όλες.
Δερμιτζάκης Μανώλης (Ηράκλειο)
Μόνος σε τούτο το ντουνιά, δεν ένοιωσα ποτέ μου
κι άλλοι αθρώποι βρίχνουνται, πολλοί στο μπερεστέ μου.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ρουμπάδο Ρέθεμνος)
Ανάθεμα σε για ντουνιά που μια ψευτιά 'χεις γίνει
ούλοι να φταίμε μόνο εσυ, δεν φέρεις, μιαν ευθύνη.
Φανουράκης Ηλίας (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Το ποιο μεγάλο όνειρο, για σένα, το 'χω κάνει
έφυγες και το μ-πόνο μου, ένας ντουνιάς δε βάνει.
Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)
Πολλές φορές εις το ντουνιά, γίνουνται μέγα λάθη
κι' αυτά μα σε γυρίζουνε, σε βάσανα και πάθη.
Παπαδάκη Κωσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Πρόσκαιρος έναι ο ντουνιάς, κι' όσα κι' ανε 'ποχτήσεις
βάνε στο νου σου άθρωπε, επά πως θα τ' αφήσεις.
Μουλουδάκης Γιώργης (Αλόιδες Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Ψεύτη ντουνιά μέχρι να ζω, όλο θα σε γλεντίζω
θα χαίρομαι, θα τραγουδω και πάντα θα ελπίζω.
Ελένη Βαρδιδάκη (Αλώνες Ρέθεμνος)
Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς λένε μα δε φοβούμε
κ' αυτούς που το πιστεύουνε, ξανοίγω και λυπούμε.
Σκυβάλου-Κορνάρου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Χάλασ' η αθρωπότητα, κι' ειν' αφορμή το χρήμα
κι' έπεσε ούλος ο ντουνιάς, στη γ-κρίση κι' είναι κρίμα.
Ερήνη Βαρδιδάκη (Αλώνες Ρέρθεμνος)
Στο μισεμό σου η μοναξιά, εγίνηκε σκοτάδι
κι' είναι για μένα ο ντουνιάς, ένα μεγάλο βράδυ.
Μυντιλάκη Μαρία (Χανιά)
Πόσοι γεννιούνται τυχεροί, μεσ' του ντουνιά τη πλάση
π' άνθρωπος δεν βρίχνεται, ως πρέπει να γεράσει.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)
Ντουνιά απού δε σε πάτησε, του Κρητικού, στιβάνι
το χώμα σ' από λεβεδιά κι' α 'πο αξίες, χάνει.
Το επόμενο μας θέμα είναι ατσιποδιά-κατσιποδιά (ατυχία)
ατσιποδιάρης-κατσιποδιάρης (άτυχος)κλπ...και το μεθεπόμενο, μαρουβάς (παλιό καλό κρασί)..
Στέλνετε στα τηλέφωνα 6981572714 6977185491.
Κατερίνα Βοτζάκη