Η γέννα της Πηνελοπάρας
Πολύς καιρός είχε περάσει που ο Λευτέρης ο ρημαδόρος του χωριού είχε να ακουστεί...
Στο χωριό επικρατούσε ανησυχία εδώ και καιρό.. ..περιμένανε την γέννα της Πηνελοπάρας...
Μεγαλοπαντρεμένη και σαμε εκατοπενήντα κιλά και δύο μέτρα...
Στο γάμο της, χρειαστήκανε δυό τόπια πανί να της ράψουνε το φουστάνι.
Ο Αντώνης, ο άντρας της, λεβεντοκόπελο και μικρότερος, μα δεν είχε στον ήλιο μοίρα και κάτω από πολλές πιέσεις, των συγγενών, είπε το ναι. Σπρωχτό τον πηγαίνανε στην εκκλησία, ένα βήμα μπρος και δέκα πίσω έκανε ο κακομοίρης.
Την πρώτη βραδιά του γάμου, τον πλάκωσε η Πηνελοπάρα και με τις μπάντες , πήγαινε την άλλη μέρα, σαν να είχε σπασμένα πλευρά.
Ο Λευτέρης είχε πάρει φόρα και η κούτρα του κατέβαζε, ρήμες και μαντινάδες και γελούσαμε στο καφενείο.
Μα πέρασε αυτό και τώρα είχε άλλο θέμα... Τη γέννα της Πηνελοπάρας...
Άλλη τόση είχε γίνει με την αφορμή, πως όλα της μυρίζανε και τα ζητούσε το μωρό.
Δυο τρείς γυναίκες μαγειρεύανε για να προλάβουνε, το στομάχι της εγκυμονούσας, μην τυχόν και γουργουρίσει, γιατί την είχαν βάψει.
Χτυπήσαν οι καμπάνες στο χωριό, αξημέρωτα και όλοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και τρέξανε στην εκκλησία.
-Ήντα 'ναι μπρε παπά, πόλεμος εκυρήχτηκε...
-Σα και πόλεμος χωριανοί, εθελοντές γυρεύουμε.
-Παπά, μη στα βγάνουνε με το τζιγκέλι, πε μας ήντα συβαίνει...
-Γεννά η Πηνελοπάρα και η μαμή εσήκωσε τα χέργια ψηλά.
-Και ήντα, να κάμουμε, παπά εμείς.
-Μια δεκαπενταρέ άντρες χρειάζομαι να τη βαστούνε και σένα Λευτέρη, που κατές και ξεγεννάς τσ' αγελάδες, να βοηθήσουμε ούλοι κι ούλοι...
Εμούγκριζε σαν το βούι η Πηνελοπάρα και τρίζανε τα μεσοδόκια...
-Πεινωωωωωωωωωωωωωώ!!!!!!!εφώναζε η ετοιμόγεννη..
-Πεινάς η πονείς Πηνελόπη; ρωτά ο άντρας της
-Και πεινώ και πονώ, άντρα μου...σφάξε κιανένα χοίρο, απάκια λυγουρεύουμε...
Τις κοιλιές τους κρατούσανε οι χωριανοί, με το θέαμα, μόνο ο Λευτέρης είχε αποστιφακώσει σαν το λεμόνι, τρεμούλα τον είχε πιάσει.
Την έπιασαν από τα χέρια και από τα πόδια, οι εθελοντές, να μην κουνιέται και η μαμή με το Λευτέρη, προσπαθούσανε να βρούνε είσοδο στο ''Φαράγγι της Σαμαριάς''...που το είχανε πλακώσει ''οι κορφές του Ψηλορείτη''...
Αγώνα δρόμου έκανε το χέρι του Λευτέρη να παραμερίζει τα ξύγκια κι' ετραγούδιε:
Θα χάσω τη, τη χέρα μου θωρρώ τηνε στον άδη
που πήγα και τη βούτηξα στση Πόπης το πηγάδι...
Φαράγγι μου τση Σαμαριάς, λόφοι του Ψηλορείτη
ούλοι εμαζωχτήκανε σε τούτονε το σπίτι...
Λόφοι φαράγγια και βουνά τση κρήτης θα κρυφτείτε,
τση Πηνελόπης το δρυμό, α ντύχει και ιδείτε..
Πόρισε κοπελάκι μου, φοβάσαι να πορίσεις;
Έβγα να ιδείς τη μάνα σου, τη βιόλα να γνωρίσεις.
Μα ανε πεινάσει, δε μπορώ και όρκο δε θα πάρω
πως θα σε κάμει σύγκλινο και δε θα ιδείς το χάρο...
Έσπρωχνε η Πηνελοπάρα, και το μεθάνιο τους είχε ζαλίσει όλους, η μαμή από ώρα είχε ξαπλώσει φαρδιά πλατιά χάμω, ο Λευτέρης άντεχε ακόμα, άνοιγε δρόμο με τη χέρα του και μετά από μια ώρα, εκατάφερε να βγεί και το μωρό...
Ο Λευτέρης, άθρωπος κι' αυτός πόσο ν΄αντέξει...σωριάστηκε δίπλα στη μαμή και του κάνανε αέρα με τις ώρες....
Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με το ελεύθερο θέμα:
Σηφάκης Γιώργης - Σιμισακογιώργης (Ρέθυμνο)
Άκου του γέρου συμβουλή, καλοχαιρέτα ξένο
μην αποπαίρνεις κουζουλό κι' άθρωπο πονεμένο.
Αγάπα τσι γονέους σου, τίμα τον δάσκαλο σου
γνώσεις σοφές και χρήσιμες στοίβιαξε στο μυαλό σου.
Την εργασία ν' αγαπάς και χρήμα να κερδίζεις
κι όχι να είσαι σκλάβος του, εσύ να το ορίζεις.
Λίγη 'ναι τούτη η ζωή κι αν το φιλοσοφήσεις
μοιάζεις με λύχνο που αργά η γρήγορα θα σβήσεις.
Καλλέργης Κωστής Κ.Ι.Γ.Κ. (Λούτρα Ρέθυμνο)
Θα ΄ρθει που θα 'ρθει καθενός η ώρα του θανάτου
λεφτό μην του χαρίσετε του Χάρου ανάθεμα του.
Σηφάκη Ελένη (Ρέθυμνο)
Το άρωμα τσ' αγάπης σου δε φεύγει απ' το κορμί μου
που ήρθες απ' το πουθενά κι έγινες η ζωή μου.
Ζαμπίου Αφροδίτη (Ρέθυμνο)
Ποτέ δε θέλω το άδικο σ' άνθρωπο να χρεώσω
μα πάνω και στο δίκιο μου μπορώ και να σκοτώσω.
Γύπαρη Κατερίνα (Ασή Γωνιά Αποκορώνου Χανιά)
Πως μ’ αγαπάς το ήξερα και έκανα θυσίες
Βάμε το να έρθω δίπλα σου χωρίς αμφιβολίες.
Μίχαλος (Χανιά)
Γονέους έχω που βαστούν ο γεις τ 'αλλού τη χέρα
μοιάζεις μ' αετό και μάνα 'συ μ' αγέρα.
Μαρονικολάκη Μαρία (Αθήνα)
Ψηλά τη χτίζεις την φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος
και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνε ο πόνος.
Αυγουστάκη Χαρά (Ρέθυμνο)
Ο λογισμός εις τη χαρά, καρτέρι έχει στήσει, με ξόβεργες,
σαν το πουλί, η ελπίδα να μη σβήσει.
Καπετανάκης Γιάννης (Θεσσαλονίκη)
Σαν το χαρτί τσαλάκωσες την κάθε ' μπιστοσύνη
κι όσο κι αν θες σιδέρωνε σαν πρίν δε θε να γίνει.
Μαρινάκης Γιάννης (Ρέθυμνο)
Κοπέλι. μάνα μου ‘ ταζες..τόπους καλούς και μόνο
μα σ' ένα κόσμο αλλιώτικο...κι άσχημο μεγαλώνω.
Δανδουλάκη Ελευθερία (Νίθαυρη Αμαρίου Ρέθυμνο)
Η λεβεντιά στον άνθρωπο είναι γεμάτο αξίες
άλλος τση δείχνει με καρδιά χωρίς αντιζηλίες
Αγγέλα (Ηράκλειο)
Παλάτι μέσα στην καρδιά για σένα είχα χτίσει
να κατοικείς παντοτινά κανείς μη σ ενοχλήσει΄.
Μα συ δεν το σεβάστηκες ρημάδι το ΄'χεις κάνει
αναρωτιέμαι το γιατί κι ο τόπος δε με βάνει.
' Αχι παντέρμη μου καρδιά έπρεπε να γνωρίζεις
με άμμο και φτηνά υλικά παλάτια πως δεν χτίζεις.
' Ετσι και η αγάπη σου φτηνή και σκάρτη ήταν
κι' ότι μ' αγάπη έχτιζα στον άνεμο χαθήκαν.
Γιγκλά Ειρήνη (Ρέθυμνο)
Καλώς τονε κι ας άργησε κάτσε να σε κεράσω
πόνε απού εθάρουνα μόνη πως γεράσω.
Γαρεφαλάκης Γιώργης (΄ Αγιος Νικόλαος)
Ότι γενιέται στ' όνειρο πεθαίνει πριν να ζήσει
μα αναθεμάσε χαραυγή καλά σου κάνει η δύση.
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Μιά λέξη ήταν αρκετή που είπες και δεν ξανά 'δα
πιο βροχερή να κείτεται στα μάθια μου κοιλάδα.
Κουτσελάκης Αντώνης (Ιεράπετρα)
Δε σου ζητώ μη μου ζητάς δε δίνω μη μου δίνεις
ούτε και σαν ανάμνηση αξίζει να πομείνεις.
Λουλουδάκης Μαρίνος (Ηράκλειο)
Κάποιοι διδάσκουν ανθρωπιά κι αξίες μες στο κρύο
κι ας μην ανοίξανε ποτέ το σχολικό βιβλίο.
Κουτσάκη Χρυσούλα (Αντισκάρι Ηράκλειο)
Τα όνειρά μου τα λυχνά και τα σκορπά η μοίρα
και μια χαρά τσ' αγάπη σου ακόμη δεν επήρα.
Κάνω λαμί τα όνειρα φυσά βοριάς τα παίρνει
σακί να βάλω μια χαρά η μοίρα δε μου φέρνει.
Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)
Δε θέλουνε τη κεφαλή να 'χω μ' ορθή στεμμένη
μα σα ντα έχνη να 'μαστε και λιμοντεριασμένοι.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ασκύφου Σφακίων Χανιά)
Σ' είχα ψηλά και πέτουνες μα δα ναι μόνο πόνοι
κι αν θέλεις φύγε γιατί ετά άθρωπος δε γλυτώνει.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Με μπόρα καλοκαιρινή η αγκαλιά της μοιάζει
δροσίζει με καθημερνός μέσα της σαν με βάζει.
Καλλιτσουνάκη Αθανασία (Ρέθυμνο)
Πως τα περνώ και μη ρωτάς τσ' άλλους για να σου λένε
γιατί αυτοί δεν είδανε τα μάτια μου όντε κλαίνε .
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Λουλούδι στη ν’ αμοναξά, χίλιους ανθούς κι'α' βγάλει
μαραίνουνται και πέφτουνε κι αμοναχό 'ναι πάλι'
Λεώνης Γιάνης (Αθήνα)
Μοιάζει θλιμμένου δειλινού Σεπτέμβρη πρωτοβρόχι
μ 'άνοιξη που 'γινε χιονιάς το ναι σου που γιν' όχι.
Δρακάκη Ζωή (Ρέθυμνο)
Ήρθαν στιγμές που το κορμί έκανε πάλι πίσω
ώρες που άλλη αγκαλιά πήγαινα ν' ακουμπήσω.
Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθυμνο)
Και σβολωμένα τα φτερά θ' ανοίξω να πετάξω
για να χαρώ τη ζήση μου και τη χαρά να φτάξω.
Μη χαμηλώνεις τα φτερά κακό δικό σου κάνεις
για θα 'ρθουνε οι στεναγμοί και δε θα τσι μπροκάνεις.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Ότι γεννάται στο ντουνιά μέλλεται να ποθάνει
κι αφού 'ναι όλα πρόσκαιρα ντέρτι κιανείς μη βάνει.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθυμνο)
Όντε χαράζει η αυγή μ αρέσει να πορίζω
γιατί τη σκέψη δε μπορώ να την περιορίζω,
Ποτέ τη μοίρα δε μπορεί κιανείς να την προβλέψει
φέρνει στιγμές που δύσκολα πρέπει να τσι παλέψεις.
Με ανοιχτή ακρόαση μίλησα με το Χάρο
ανέ μπορώ παράταση λίγο καιρό να πάρω.
Γαριπαντώνης (Νίβρυτος Ζαρός Ηράκλειο)
Όταν η μοίρα σε χτυπά να την περιφρονήσεις
να στέκεις και να πολεμάς μέχρι να τη νικήσεις.
Στεφανάκης Μιχάλης (Γάλλου Ρέθυμνο)
Τσ΄αγάπης το γλυκό κρασί και την ευκή τση μάνας
όποιος τα έχει στη ζωή δε θέλει άλλο πράμα.
Μπούτζουκα Μαρία (Σχολή Ασωμάτων Ρέθυμνο)
Όταν τον νέο σου δεσμό τύχει και μου γνωρίσεις
αλήθεια πες μου ως τι, ως τι θα με συστήσεις.
Πως είμαι φίλη καρδιακή ,η ο παλιός σεβντά σου...
που μια φορά 'μουν αφορμή να ζουν τα όνειρα σου...
Όταν τη δω και συστηθώ και δώσουμε τα χέρια
θα μου καρφώνουν την καρδιά ένα σωρό μαχαίρια..
Θα κάνω πως δε σ' αγαπώ πως είμαι απλά μια φίλη
που μια φορά εσύ κι εγώ φιλιόμασταν στα χείλη....
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθυμνο)
Θέλω να δω τη μοίρα μου για μια φορά πιωμένη
για να τση κλέψω τη χαρά που μου 'χει στερημένη.
Βάνω δυο ρακοπότηρα απάνω στο τραπέζι
και προσκαλώ τη μοίρα μου π' όλο με περιπάιζει.
Και μες στη ζάλη τση ρακής πάλι το ζύγι χάνω
και βρίχνομαι κατάχαμα κι μοίρα μα 'πό πάνω.
Η μούρη μου στα χώματα κι 'ο 'γωϊσμός μου χάλια
κι η μοίρα με καταχτυπά με τ' άδεια τα μπουκάλια.
Δώσε Θεέ τση μοίρας μου τον πόνο σε σακούλι
κι εγώ με τέρμα ράδιο ν' ακούω Πυθαρούλη.
Για το προηγούμενο θέμα (Γαριπαντώνης Νίβρυτος)
Κουράστηκε η σκέψη μου να βγαίνει στο σεργιάνι
γιατί μου λείπεις κοπελιά κι ο κόσμος δε με βάνει.
Στέκω σαλεύγω κάθομαι εσένα συλλογούμαι
κι ότι κι αν κάμω ο δυστυχής θέτω μα δε κοιμούμαι.
Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη ψεγάδι (ελλάτωμα), μέχρι Τρίτη βράδυ περιμένω στο τηλ. 6981572714.