ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Με μαντινάδες & όνειρα

0

Μια λέξη να άκουγε ο Λευτέρης, ο ρημαδόρος του χωριού και σε ένα λεπτό είχε στελιώσει τη ρίμα του.

Μα γάμος, μα κηδεία αυτός δεν έχανε την  όρεξη του και τα όνειρα του ακόμα με ρίμες τα διηγόταν..

Γάμους είχανε στο χωριό. Η Παγώνα χρόνια χήρα μα πολύ νέα και όμορφη και ο Φώτης γεροντοπαλήκαρο που είχε έρθει από την Αμερική, έλειπε χρόνια μετανάστης.

 Ήρθε από την Αμερική λοιπόν ο Φώτης, πιο παλαιών αρχών από όταν έφυγε και ήθελε να παντρευτεί μια γυναίκα που να είναι παρθένα. Πώς το σκεφτήκανε οι συγγενείς της Παγώνας, συνεννοηθήκανε και με τους χωριανούς και του την προξενέψανε, ως γυναίκα προτύπου ηθικής. 

Μετά το γάμο θα φεύγανε και στην Αμερική και ο γαμπρός δε θα μάθαινε ποτέ πως ήταν ο χιλιοστός στη σειρά και καταϊδρωμένος... Γυάλιζε και η Παγώνα, όμορφη και αφράτη, τρέξανε τα σάλια του γαμπρού και τα αναμάζωνε, χαρούμενος για το λαχείο απού του έλαχε. Γελοχαχάριζε και αστράφτανε τα χρυσά του δόντια. Δόντια, δαχτυλίδια, τα χρυσά στο μπέτη του και το χρυσό ρολόι, εζυγίζανε δέκα κιλά. Ετοιμάζανε το γάμο και θέλανε να εφαρμόσουνε τα έθιμα του Κρητικού γάμου κατά γράμμα,

μια που ήτανε ο πρώτος γάμος του ζευγαριού ( και καλά), λέγανε οι χωριανοί και αφού η νύφη δεν είχε γονέους, αναλάβανε να τα κάμουνε όλα τέλεια.

Χαρά ο Λευτέρης, βοηθούσε σε ότι του λέγανε και ετραγούδιε:

«Παρθένα την παντρεύουμε τη χήρα του Γιωργάκη, όφου όφου τη χήρα του Γιωργάκη

όφου θα μας σε κράξουνε στο τέλος κι' κοράκοι, όφου όφου στο τέλος κι' κοράκοι»...

Την ημέρα ετοιμάζανε τα του γάμου, όλοι μαζί και το βράδυ εμαζευόταν στο καφενείο οι άντρες και λέγανε του Λευτέρη

να τονε περιγράψει την ημέρα...

Σήμερο το κοσκίνισα στη σκάφη το αλεύρι

και έχω ένα σφάχτη επαέ εις το δεξί μου πλεύρι.

Εκάνανε τα πατητά η Λένια κι' η Κατίνα

και γω τους τηνε βάστουνε την αλευροκοσκίνα.

Να δείτε κέφια ο γαμπρός ο γεροντομπισμπίκης

που φτάνει η μέρα να χαρεί το έπαθλο τση νίκης.

Κι' η χαμηλοβλεπούσα μας τα μάθια ίσια χάμε

αν πιαίνουν οι δουλειές καλά σιμώνει και ρωτά με.

Όμως κοπέλια να το πω ή θα 'χω αμαρτία;

Μέσα στο σταύλο του Γιαννιά την ήβρα τη κυρία.

Κι' ήτονε αναχούρχουδη και ροδομαγουλάτη

σα ντο μπεγίρι επήδηξε και βγήκε από το φράχτη.

Φαίνεται προεόρτια του γάμου τζη πως κάνει

και το σηκώνει όπου βρει το έρμο το φουστάνι.

Και που θα βρούμε κόκκορα διχρόνη με λυρόνι

να κάνουμε τα μαϊκά απάνω στο σεντόνι.

Θέ μου να τη παντρέψουμε να φύγει από το ν-τόπο

πριχού να κλείσει σπιτικά τω πιο πολλώ αθρώπω.

Αύριο μη ξεχάσετε πως έχουμε  κυνήγι

μες στα κοτέτσια οι κόκορες είν' οι παντέρμοι λίγοι.

Έχει 'σια πέρα η Βαγγελιά τσι μεγαλοκοκκόρους

και πρέπει να 'μαστε δυό τρεις να κλείσουμε τσι πόρους...

Ετοιμαστήκανε πεντέξι την επόμενη το βράδυ και πιάσανε τα πόστα, έξω από το σπίτι της Βαγγελιάς και περιμένανε

να σβήσει τη λάμπα που σήμαινε πως πάει για ύπνο. Κάποια στιγμή έγινε σκοτάδι μέσα στο σπίτι, περιμένανε λίγο, οι άλλοι είχανε πέσει χάμω και ο Λέυτέρης μπήκε μέσα στο κοτέτσι να αρπάξει τον κόκορα. Ξεμιγιστήκαμε όμως οι όρθες και αρχίσανε τα κακαρίσματα. Άκουσε η Βαγγελιά που δεν την είχε πάρει καλά ο ύπνος και πετάχτηκε από το κρεβάτι με την μακριά νυχτικιά της

και φώναζε:

 «Ω αναθεμάσε για ζουρίδα πάλι στσι όρθες μου ήρθες, εδά σε σιάξω εγώ»... Και βγαίνει με το δίκανο έξω  και μπαμ και μπουμ στον αέρα για να φοβηθεί η ζουρίδα και να φύγει... και ο Λευτέρης με τον κούκλη στο χέρι δεν τα χάνει καθόλου. Βγάνει μέσα από το σακκάκι του ένα σεντόνι που του είχε κάμει δυό μεγάλες τρύπες  το έβαλε στη κεφαλή του και σηκώθηκε ολόρθος να κουνεί τα χέρια του και να ουρλιάζει.

 'Εκραζε και ο κούκλης στη μια του χέρα...χέστηκε η Βαγγελιά από το φόβο της και πέταξε το δίκανο δέκα μέτρα μακριά και άρχιξε να σταυροκοπιέται. «Όφου καταχανάδες μου κλέβουνε τσι όρθες μου, όφου όφου, μωρή Αρχοντιά ξύπνα μωρή δεν ακούεις;», φώναζε στη γειτόνισσα της.

Την άλλη μέρα λίγο πριν τελειώσει το γλέντι του γάμου εσφάξανε τον κόκορα με τη δικαιολογία πως πρέπει να φάει το ζευγάρι κρέας από άγριο κόκορα για να καρδαμώσει, εβάλανε το αίμα σε ένα μπουκάλι, το δώσανε στη νύφη, αυτή θα το έριχνε  στο νυφικό σεντόνι όταν έπρεπε και κάμανε και τον κούκλη βραστό και είπιανε το ζουμί του...

Ξημέρωσε ο θεός και βγήκε ο γαμπρός στη πόρτα με ένα χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά του, χαρούμενος που ήτανε αγνή η γυναίκα του. Αστράψανε τα δόντια του και θαμπώσανε τον ήλιο...και ο Λευτέρης τον εξάνιγε και ετραγούδιε:

«Άχι παντέρμε κόκορα τ' αποτελέσματα σου

για τση Παγώνας τη ποδιά βγήκανε τα χαρθιά σου,

όφου όφου βγήκανε τα χαρθιά σου»..

 

Κατερίνα Βοτζάκη

 

Οι  μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με την λέξη κανάκια.

Καλλιτσουνάκη Αθανασία (Ρέθυμνο)

Σε κανακιζω σαν μωρό και σε ποκαμαρωνω

ελπίδα τελευταία μου μη σβήσεις μες το χρόνο.

 

Κιαγιάς Γιώργος (΄Ανω Μέρος Αμαρίου Ρέθυμνο)

Εγώ 'μουνε που'  σου κάνα ερωτικά κανάκια

τη σκέψη μου ξελόγιασες του νου μου τα ορτάκια.
 

Στεφανάκης Μιχάλης (Γάλλου Ρέθυμνο)

 Ο άντρας πάντα πεθυμά τση μάνας το κανάκι

κι αν το 'βρει στη γυναίκα του κάνει σαν το παιδάκι.

Μ' αν είν' κάποια καλύτερη στη γλώσσα και στο χρήμα

τον καπακιάζει κι έρχεται του χωρισμού το κρίμα.

'Αν όμως τονε σέβεται και τον κοιτά στα μάθια

τότε κι αυτός για πάρτη τζη γίνεται δυο κομμάθια.

 

 Λεουνάκης  Νεκτάριος(Συρίλι Χανιά)

Για ένα λόγο κάθ' αυγή στην πόρτα μου πορίζω

να μην σκοντάψεις στη στραθιά τσι πέτρες κανακίζω .

 

  

Κουτσάκη Χρυσούλα (Αντισκάρι Ηράκλειο) 

Σε μαντινάδα ξόμπλιασα παλιού σεβντά κανάκια

 και τα γλυκοτραγούδηξα στσ΄ αγάπης τα σοκάκια.

 Το σ' αγαπώ ζωγράφισα στου λοϊσμού τη κόλα

 με το μελάνι τσι ψυχής κανακεμένη βιόλα.   

 

Καλλέργης Κωστής Κ.Ι.Γ.Κ. (Λούτρα Ρέθυμνο)

Ως κι αν περνούνε οι καιροί και φεύγουν τα χρονάκια

ποιος τα ξεχνά τα πρωτινά τσ' αγάπης τα κανάκια.

 

Δρακάκη Ζωή (Ρέθυμνο)

'Οσα κανάκια σου 'κανα δεν τα 'χω κάνει σ' άλλο

 γιατί δεν εξανάνιωσα έρωτα πιο μεγάλο.

 

Δανδουλάκη Ελευθερία (Νίθαυρη Αμαρίου Ρέθυμνο)

Θυμάμαι εκείνο το καιρό που ήμουνα κοπέλι

κανάκια μου κανες γλυκά που  ήταν σαν το μέλι.

 

Καπετανάκης Γιάννης (Θεσσαλονίκη )

Πόσα κανάκια σου 'καμα και πόσα σου χρωστάωαι πόσα σου χρωστάω

απ' τη στιγμή που ένιωσα το π'οσο σ' αγαπάω.ο πόσο σ' αγαπάω.

 

Αυγουστάκη Χαρά (Ρέθυμνο)

Συργουλευτά σιμώνω σου, για να σε κανακέψω

το σπόρο της αγάπης μου, μέσα σου να φυτέψω.

Ωσάν το μωροκόπελο, κανάκια σου ζητάω

να νιώσω με τα χάδια σου, στον ουρανό πως πάω.

 

Αγγέλα (Ηράκλειο)

Πόσα κανάκια μου 'κανες μανούλα μου θυμάμαι

μα σ' έχασα απότομα κι εδά  μόνο λυπάμαι.

 

Μαυρουδή Μαρία (Μοίρες Ηράκλειο)

Με κανακίζει η σκέψη ντου στ ονείρου το ταξίδι

 μα σαν προβάλλει η αυγή τα μάτια μου δακρύζει.άτ

 

 

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)

Οσά ντη βιόλα του μπαξέ, ετσά σε κανακίζω

 ν' ανθίζεις να μοσχοβολάς γ' αυτό σε βαβαλίζω.

 

 

Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)

Ως κανακιζει τ' 'αρμενο τ' Αυγούστου το μελτέμι 

φέρνω τη γύρο τη κλωστή στου πόθου την ανέμη.

 

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Αν π 'τ' άστρα πλια πολύ θωρείς, ένα να λαμπιρίζει

η σκέψη  'ναι που  πέμπω σου για να σε κανακίζει.

 

Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθυμνο)

Μόνο η μάνα σου μπορεί κανάκια να σου δώσει

και η στο διάβα τση ζωής κι ευχές τση ν΄ανταμώσεις.

 

Γαριπαντώνης (Νίβρυτος Ζαρός Ηράκλειο)

Κανακεμένε μου σεβντά και πως θα σε παλέψω

που 'ναι φωθιά η αγάπη σου, όφου και πως θ' αντέξω.

 

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθυμνο)

Πεθυμισμένο μ' όνειρο χιλιοκανακεμένο

σ' ήντα γρεμνό ετσούρησες κι είσαι κουτσακισμένο.

 

Για το προηγούμενο θέμα με την λέξη έρωντας

Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθυμνο)

Έρωντα μ' άνοιξες πληγή εις τη καρδιά μεγάλη

και να κοιτάξω δε μπορώ κατάματα μιαν άλλη.

Δεν έχει ο έρωντας σπαθιά και όμως θανατώνει

από χαρά κι απόγνωση τον άθρωπο σκοτώνει.

Μικρόβιο ειν' ο έρωντας σ΄ όποιο κορμί φωλέψει

μπεντένι πρέπει την καρδιά να 'χει για ναπαλέψει.

 

Για το  επόμενο μας θέμα γράψετε μια σατυρική μαντινάδα η ρίμα.

Τηλέφωνα επικοινωνίας 6981572714 -2831053791.

.

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ