ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Με μαντινάδες & όνειρα

0

Κουκουβισμένη μέσα στο περβολάκι της η Κυριακούλα, δε φαινότανε ανάμεσα στις λαχανίδες...

Μια σταλιά γυναικάκι, ενάμιση μέτρο και αδυνατούλα, όπως ήταν, περνούσε απαρατήρητη...

Στο λαχανόκηπο της, την περισσότερη ώρα της ημέρας, μιας και δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει...

Ολομόναχη, αφού ο  Παναής, ο άντρας της, ''εγλάκιξε να ξεφύγει του κερατά με το δραπάνι'', όπως έλεγε η Κυριακούλα, ''μα κείνοσας τονε βούτηξε από τη βράκα, έριξε ντονε τ' ανάσκελα και τονε απόγυρε στα κυπαρισσάκια''...

''Μια ζωή μπουχέσας ήσουνε Παναή μου, μπέτη δε ν-έστεξες μια ολιά ποτές σου, όντε ν-έπρεπενε μωρέ, και επαρέτησες αμοχαχό το γραδάκι σου''...

Ξεχόρτιζε, μαγείρευε, ετάιζε τα ζωντανά της... ότι κι' αν έκανε, μουρμούριζε τα παράπονα στο συχωρεμένο...

''Ήντα να σου κάμω μωρέ, χέστη, να πάω να βρω κιανένα να τονε αγκαλιαστώ, να σε κάμω  γω να  τρίζουνε οι κοκκάλες σου κάτω απο τσι πλάκες;''...

Σαν τη σβούρα εμπαινόβγαινε, μέσα έξω, με την καρώ ποδιά της να ακουμπά στο χώμα και να σκοντάφτει όλη την ώρα...

Μέχρι να πάρει χαμπάρι γιατί πέφτει, εθάριε, πως ο Παναής της έβανε τρικλοποδιές για να τη πάρει μαζί του, στον άλλο κόσμο...

''Τσιγαριαστά χορταράκια θα μαγερέψω σήμερο με αρνάκι,απού σ' άρεσενε, θα πιω και ένα κράσο και στην υγειά του μακαρίτη, όι που θα κάτσω να σκάσω''...μουρμούριζε...

Δυο χρόνια είχανε περάσει που χήρεψε και ακόμα είχε νεύρα με τον άντρα της που την άφησε, χωρίς συντροφιά.

Σαν τον σκύλο με τη γάτα ετρωγότανε μια ζωή, μα κατά βάθος δεν έκανε χώρια ο ένας από τον άλλο.

''Μια ζωή κρυβόσουνε οπίσω από το δαχτύλι σου κακομοίρη Παναή και ήτονε και μια σταλιά, που να κρυφτεί τέθοια κοιλιά...Έδερνε η Κατίνα με το ν-άντρα τζη, εσύ έκανες το στραβό, η παπαδιά μπες βγες στο κονάκι του χήρου του γειτόνου, θεόστραβος εσύ Παναή...αναπαυμό να μη βρεις, αδικοθάνατε''....έλεγε και αμέσως το μετάνοιωνε και κλαούριζε, σκούπιζε τις μύξες της στο μαντηλάκι της....και δώστου πάλι...

Οι γειτονιά την αγαπούσε γιατί είχε καλή ψυχή, μόνο όταν έπρεπε την ουρά της δεν την έκρυβε και έμπαινε μπρος σαν τον αντάρτη...

Σήμερα είχε δουλειά, μόλις βραδιάσει θα πήγαινε να την ταχτοποιήσει...

Το πρωί έξω από την πόρτα τους κάποιες φτωχές μάνες, βρίσκανε τσάντες με λαχανικά, αυγά, γάλα...

Όλοι ξέρανε πως η Κυριακούλα τα πήγαινε, μα εκείνη δεν το παραδεχότανε...

''Εγώ, δε μπορώ να σύρω τα κομμάθια μου, πως θε να πάω στη ν-άκρη του χωργιού, φορτωμένη σα ντη γαϊδούρα, εκουζουλαθήκατε μωρέ;

Σαν τη ζουρίδα τρύπωνε από τους φράχτες, για να κάμει το ψυχικό της...

''Άγιος θα καταντήσεις Παναή, από τσι συχωρεμούς που σου δίνουμε οι χωριανοί, θωρρείς εκειά μια αδικιά, άλλος ζορίζεται κι' άλλος συχωράται''...

Στα  ογδόντα της χρόνια, δε γνώριζε τι είναι η ασπιρίνη, αντιθέτως με το συχωρεμένο που νόμιζε πως ήταν καραμέλες...

Στο μαξιλάρι του Παναή ήταν η φωτογραφία του, μπρούμυτα η ανάσκελα, ανάλογα με τη κέφια της Κυριακούλας...

Καμμιά φορά την έβαζε κάτω από το μαξιλάρι όταν θυμόταν πως την ''έφτυσε'' και την έκαμε για αλλού...

Την έπαιρνε ο ύπνος και ένοιωθε το ροχαλητό του Παναή δίπλα της και δεν την ενοχλούσε πια, είχε ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και ονειρευόταν, πως τον κυνηγούσε με τη σκούπα γύρω γύρω από το τραπέζι και του φώναζε...''Στάσου μπρε χέστη στάσου, επόθανες κι' ακόμης γλακάς;''...

Κατερίνα Βοτζάκη

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ