ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το Ναυπηγείο της Ερμούπολης τον 19ο αιώνα - Διάλεξη στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών

0

«Προβάλλεται η ναυπηγική ως δείκτης της οικονομικής ζωής της πόλης»

Διάλεξη με θέμα «Το Ναυπηγείο της Ερμούπολης τον 19ο αιώνα: οικονομική μεγέθυνση και προσαρμογή σε ένα μεταβαλλόμενο τοπίο» πραγματοποιήθηκε την π. Τετάρτη το βράδυ στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Την εισήγηση πραγματοποίησε ο κ. Απόστολος Δελής, μεταδιδάκτορας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών και η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του εορτασμού των 30 χρόνων από την ίδρυση του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας.

 

Η Ερμούπολη αποτελεί το μεγάλο ναυπηγικό κέντρο της ιστιοφόρου ναυτιλίας στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ο όγκος και οι ρυθμοί παραγωγής, το πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, η διευρυμένη αριθμητικά και γεωγραφικά «πελατεία» του ναυπηγείου από κάθε γωνιά της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας στο πιο σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο του Αιγαίου, αποτελούν βασικούς παράγοντες που συντελούν στην επιβεβαίωση ότι το ναυπηγείο της Ερμούπολης είχε ξεφύγει από ορισμένα προβιομηχανικά επίπεδα και είχε καταστεί ίσως η πρώτη βιομηχανία εντάσεως εργασίας του ελληνικού κράτους.

Το ναυπηγείο της Ερμούπολης ήταν το μεγαλύτερο του ελλαδικού χώρου και ο βασικός τροφοδότης του ελληνόκτητου στόλου σε νεότευκτα πλοία. Συνολικά εκτιμάται ότι την περίοδο 1828-1880 ναυπηγήθηκαν 3.178 πλοία χωρητικότητας 429.301 τόνων. Η αξία των ναυπηγούμενων πλοίων της περιόδου 1838-1866 εκτιμάται ότι αγγίζει τα 48 εκατομμύρια δραχμές και αντιστοιχεί σε 1.728 πλοία χωρητικότητας 222.787 τόνων.

Ανάπτυξη ναυπηγικής

Η ναυπηγική αποτέλεσε τον κλάδο αιχμής της δευτερογενούς παραγωγής στην Ερμούπολη τον 19ο αιώνα. Η ανάπτυξή της εντάσσεται στο πλαίσιο ανάκαμψης της ιστιοφόρου ναυτιλίας μετά το 1830 και της ανάδυσης του λιμανιού της Σύρου ως το μεγάλο εμπορείο και ναυτιλιακό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου την εποχή αυτή. Σκοπός είναι να αναδειχθούν οι διαστάσεις της ανάπτυξης της ναυπηγικής στη Σύρο σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο εστιάζοντας σε τρεις βασικούς άξονες: πρώτον, στις προϋποθέσεις συγκρότησης και μεγέθυνσης της ιστιοφόρου ναυπηγικής, δεύτερον, στην επίδοση της ναυπηγικής δραστηριότητας, δηλαδή την παραγωγή και την παραγωγικότητα του ναυπηγείου και τη σύγκρισή της σε μεσογειακό και παγκόσμιο επίπεδο και τρίτον, στην εξέταση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, που ενδεχομένως μας επιτρέπουν να τη χαρακτηρίσουμε ως την πρώτη βιομηχανική δραστηριότητα του Ελληνικού κράτους. Επιδιώκεται, έτσι, η αξιολόγηση του πιο σημαντικού παραγωγικού χώρου σε Ερμούπολη και Ελλάδα το 19ο αιώνα, αφενός με την προσμέτρηση της συμβολής της ναυπηγικής στην οικονομία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και αφετέρου με την εξέταση του ρόλου της στη μετάβαση από την παραδοσιακή ξυλοναυπηγική στο μέταλλο και τον ατμό στο μεταβατικό πλαίσιο της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης.

Οικονομική πλευρά

Η ανάλυση της ναυπηγικής βιομηχανίας της Ερμούπολης από οικονομική σκοπιά εξετάζει το ρόλο της ζήτησης και των αγορών στις οποίες εντασσόταν η ναυπηγική δραστηριότητα, παράγοντες καθοριστικοί για την πορεία και την επιβίωση του κλάδου. Εξετάζεται επίσης η επίδοση της ναυπηγικής βιομηχανίας με βάση θεμελιώδη εργαλεία, όπως η μέση χωρητικότητα, οι χρόνοι παράδοσης και η δυναμικότητα παραγωγής σκαφών, αλλά και μέσα από τη σύγκριση του όγκου παραγωγής και του κόστους παραγωγής με άλλα ναυπηγεία από το διεθνή χώρο τον 19ο αιώνα. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη ναυπήγηση ιστιοφόρων εξετάζεται μέσα από τους όρους και τα χαρακτηριστικά των συμβολαιογραφικών πράξεων που συνάπτονταν μεταξύ παραγγελιοδοτών (πλοιοκτητών) και παραγγελιοδόχων (ναυπηγών). Βασικό εργαλείο ερμηνείας και ανάλυσης των συμπεριφορών και των τάσεων που διαφαίνονται μέσα από τα συμβόλαια αυτά είναι η θεωρία του κόστους συναλλαγής. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή και όπως προκύπτει και από το πρωτογενές

υλικό, οι συναλλαγές για την ναυπήγηση ενός ιστιοφόρου στην Ερμούπολη τον 19ο αιώνα ήταν μία διαδικασία που είχε κόστος: πληροφόρησης, διαπραγμάτευσης, επίβλεψης, και για τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές, οι οποίες προσπαθούσαν να το μειώσουν στο μεγαλύτερο δυνατό επίπεδο.

Νέα τεχνογνωσία στη ναυπηγική

Η ίδρυση της Εταιρείας Ελληνικής Ατμοπλοΐας το 1856 στην Ερμούπολη και η κατασκευή του εργοστασίου της εταιρείας το 1861, του γνωστού σήμερα Νεωρίου, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μετάδοση της νέας τεχνογνωσίας του ατμού στη ναυπηγική. Ωστόσο, το εργοστάσιο σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ως τη διάλυση της εταιρείας το 1893, παρέμεινε κατά βάση μία επισκευαστική μονάδα χωρίς να συμβάλλει ουσιαστικά στην εκπαίδευση των ναυπηγών στη νέα τεχνολογία και στη ναυπήγηση νέων ατμόπλοιων. Η απουσία γνώσεων των τεχνιτών σχετικά με τη νέα και διαφορετική τεχνολογία της κατεργασίας των μετάλλων και των εφαρμογών στη μηχανική, το ύψος των απαιτούμενων κεφαλαίων και ενδεχομένως ζητήματα νοοτροπίας, κατέστησαν αδύνατη τη μετεκπαίδευση και την επιχείρηση ναυπήγησης ατμόπλοιων από την πλευρά των ξυλοναυπηγών. Παρά το γεγονός όμως ότι οι Ερμουπολίτες ξυλοναυπηγοί δεν αναμείχθηκαν ενεργά στις ναυπηγήσεις ατμοπλοίων και δεν έκαναν τη μετάβαση στον ατμό, το γεγονός ότι η Ερμούπολη ήταν το ναυπηγικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου και του ελληνικού βασιλείου με συσσωρευμένα κεφάλαια και τεχνογνωσία συνέβαλε καίρια στην εγκατάσταση της ατμοπλοϊκής Εταιρείας, στη διάδοση του ατμού και τη μετάβαση ορισμένων ελλήνων πλοιοκτητών στην ατμοπλοΐα.

Απαρχή παρακμής της ναυπηγικής ως παραγωγικής δραστηριότητας

Η μεταφορά του ναυπηγείου από την παλαιά του θέση το 1867, στη θέση που βρίσκεται μέχρι και σήμερα, αλλά και οι αντιπαλότητες και οι ανταγωνισμοί που αναπτύχθηκαν με άλλους επιχειρηματικούς κλάδους της πόλης, κυρίως με βιομηχανικές μονάδες εργοστασιακού τύπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1860, σηματοδότησαν την απαρχή της παρακμής της ιστιοφόρου ναυπηγικής ως παραγωγικής δραστηριότητας. Το ναυπηγείο δεν ήταν πλέον η πιο σημαντική βιομηχανία της πόλης. Νέου τύπου επιχειρήσεις, νέες παραγωγικές δραστηριότητες, νέες μορφές επενδύσεων, έστρεφαν τα κεφάλαια και τους πόρους της πόλης, σε εκμηχανισμένες μορφές παραγωγής εργοστασιακού τύπου, σύμφωνα με τις επιταγές των νέων οικονομικών δεδομένων της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ