Μου φώναζε που λες μέσα από το καΐκι ο μπάρμπας μου, ο Ανδρέας ο Καρνιώτης πρόεδρος των Λεμβούχων, κάθε μεσημέρι που γύριζα από το σχολειό.
- Μανώλη την εφημερίδα!!!
Και μου πετούσε ένα δίφραγκο, στις πλάκες τις μαλτέζικες, μπροστά από το καφενείο του Σήφακα στο λιμάνι.
Ήξερα την αποστολή μου...
Τσίμπαγα το δίφραγκο και τροχάδην πήγαινα στην Μεγάλη Αγορά.
Άλλοτε στο βιβλιοπωλείο του Λεωνίδα του Χατζηδάκη και άλλοτε στου γέρου του Ρεράκη. Εξ άλλου, τα δύο αυτά καταστήματα δεν απείχαν και πολύ μεταξύ τους... Νομίζω πως ένα λαδάδικο του Παπαβασιλείου και η είσοδος του ξενοδοχείου ΑΡΚΑΔΙ, χώριζε τα ιστορικά τώρα πια... εκείνα πρακτορεία των εφημερίδων στο Ρέθυμνο!!!
Βέβαια αργότερα, η πώληση των εφημερίδων με ειδική νομοθετική ρύθμιση, δόθηκε και στα περίπτερα που τότε ανήκαν σε ανάπηρους πολέμου.
Ακόμα θυμάμαι με πόση ευλάβεια άπλωναν οι περιπτεριούχοι τις μεγάλες σε μέγεθος εφημερίδες στις προμετωπίδες των περιπτέρων, αλλά και τις ουρές που σχηματιζόταν από τους περαστικούς για να διαβάσουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων!!!
Επιστρέφω όμως νοερά στην οδό Αρκαδίου και στο βιβλιοπωλείο του κυρίου Λεωνίδα... Με μια γρήγορη ματιά εντόπιζα την ΑΘΗΝΑΪΚΉ που "διάβαζε" ο θείος μου... έδινα το δίφραγκο και περίμενα τα ρέστα. Μια ολόκληρη ελληνική δραχμή!!! Ήξερα ότι αυτή θα ήταν η ανταμοιβή μου... Έπαιρνα την εφημερίδα και πριν ευλαβικά την διπλώσω την έφερνα με προσοχή στο πρόσωπο μου για να μυρίσω το μελάνι της. Ακόμα και σήμερα μου αρέσει η μυρωδιά που εκπέμπει μια εφημερίδα.
Ίσως σήμερα η μυρωδιά τους έρχεται από εκείνα τα παιδικά μου χρόνια.
Γύριζα πάλι τροχάδην στο λιμάνι... φιλούσα το χέρι του μπάρμπα μου και του έδινα την εφημερίδα. Πριν του δώσω τα ρέστα μετρούσα τους χτύπους της καρδιάς μου... 100, 110, 120!!!
Περίμενα την δραχμή μου για την ανταμοιβή μου που έφερα γρήγορα την εφημερίδα για την ενημέρωση των ανθρώπων του λιμανιού!!!
Και πράγματι, πάντα εκείνη η δραχμή και εκείνα τα ρέστα... ήταν η ανταμοιβή μου.
Τα χρόνια πέρασαν, ο μπάρμπας μου έφυγε, το λιμάνι "χάλασε" και μαζί του χάλασε ο κόσμος όλος!!!
Οι εφημερίδες έγιναν νταμπλοϊντ και μετά μας προέκυψε το διαδίκτυο.
Σιγά-σιγά χάθηκαν οι αναγνώστες, τα περίπτερα, οι εφημεριδοπώλες και τα πρακτορεία. Ο πληθυσμός σήμερα ενημερώνεται από τα ηλεκτρονικά sites και τις ηλεκτρονικές συσκευές!!!
Μόνο κάποιοι ρομαντικοί "ηλικιωμένοι", αρνούνται να λησμονήσουν τις αγαπημένες τους συνήθειες όπως:
Το καφενείο, τον ελληνικό καφέ και την ανάγνωση των νέων από τις τοπικές μας εφημερίδες... που αρνούνται να πεθάνουν... Μαζί τους κι εγώ!!!
ΥΓ: Για την ιστορία: Καφενείο του "ΑΣΤΈΡΑ" στην Σοχώρα. Γιώργος Δραμυτινός- Κώστας Αραμπατζόγλο