Τη βασίλισσα, εκείνης της πρώτης καρναβαλικής παρέλασης στο Ρέθυμνο (1960), υποδύθηκε η Φωφώ Σημαντήρα-Πρεβέ. Την κυρία Πρεβέ συνάντησε ο Μάνος Γοργοράπτης, στο πλαίσιο προετοιμασίας του βιβλίου για της δράσεις της Περιηγητικής Λέσχης στην πόλη στην οικία της στην οδό Βοσπόρου, πάνω από το γραφείο με τα ταξί της οικογένειας Κακλιδάκη. Με θέα την πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων η κ. Σημαντήρα θυμάται: «Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, στις επιχειρήσεις του πατέρα μου απέναντι από το Τζαμί Καρά Μουσά Πασά. Εκεί είχαμε τρία μαγαζιά, ένα με ξυλεία, ένα με καθρέπτες και τζάμια και ένα εμπορικό. Ο πατέρας καταγόταν από τον Φουρφουρά. Ο παππούς του μπαμπά μου από τη μητέρα του Χρυσάνθη ήταν ο ονομαστός ιατρός Καραντινός από τη Σύρο. Ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, Εμμανουήλ Σημαντήρας εργάστηκε ως καθηγητής στην Ακαδημία Ηρακλείου. Η μητέρα μου Τασία Κοτζαμπασάκη ήταν μοδίστρα και με τη δουλειά της μόρφωσε τρεις αδελφές της. Εγώ γεννήθηκα το 1940, μοναχοπαίδι. Οι γονείς μου από υπερπροστατευτικότητα δεν με άφησαν να σπουδάσω. Στην Κατοχή όλα καταστράφηκαν. Από μικρό παιδί ασχολήθηκα με τον Οδηγισμό. Ήμουν όμορφη κοπέλα, δυναμική και δραστήρια και με τις φίλες μου Πενθεσίλεια Μανουσέλη και Ελένη Χομπίτη, λόγω της εξυπνάδας μας και της ομορφιάς μας, όπου χρειάζονταν εθελοντικά νεαρές κοπέλες, για να συγκεντρώσουν χρήματα σε εράνους, μας καλούσαν. Ήμουν μέλος και στο Λύκειο Ελληνίδων. Ο νομάρχης μας καλούσε συχνά, όταν κάποιος επίσημος προσκεκλημένος ερχόταν στο Ρέθυμνο, για να του προσφέρουμε λουλούδια, ντυμένες Κρητικοπούλες. Πολλές φορές χορεύαμε κιόλας. Παντρεύτηκα στα 24 μου τον γιο του Γάλλου γενικού προξένου Κρήτης στα Χανιά, Πέτρου Πρέβε, με καταγωγή από τη Μασσαλία της Γαλλίας. Η μητέρα του ήταν κόρη του υπουργού Εσωτερικών του Ελευθερίου Βενιζέλου Γεωργίου Μαρή. Άνθρωπος αριστοκράτης, πέρασα μαζί του υπέροχη ζωή. Κατοικήσαμε στην Αθήνα. Εκείνος, αρχιπλοίαρχος, άφησε τα καράβια για το χατίρι μου.
Αρχές του 1960, ήλθε και βρήκε τη μητέρα μου η Όλγα η Δασκαλάκη, μέλος της Λέσχης και συγγενής μας από το σόι της μητέρας μου, ζητώντας της την άδεια να λάβω μέρος στο Καρναβάλι του 1960, αναλαμβάνοντας τον τιμητικό ρόλο της Βασίλισσας. Εγώ τότε ήμουν ίσα-ίσα 19 ετών. “Είναι μοναχοπαίδι” είπε η μητέρα μου στην Όλγα. “Δεν θέλω να μπει στο στόμα του κόσμου. Με σεβασμό πρέπει να συμπεριφερθείτε στην κόρη μου”. Ο μπαμπάς μου δεν μου χάλασε χατίρι. Έτσι, μια εβδομάδα νωρίτερα, ήλθε το ζεύγος Γιάννη και Βασιλείας Πρινιωτάκη και με συνόδευσαν στον αποκριάτικο χορό της Λέσχης. Ντύθηκα χαβανέζα σε εκείνο το bal masque.
Την επόμενη Κυριακή, πήγα στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο και με έντυσαν γοργόνα. Φόρεσα μια δίμετρη ουρά, που είχαν συναρμολογήσει με χάρτινα βαμμένα ασημί λέπια, που έμοιαζαν σαν αληθινά. Η ουρά ήταν πολύ βαριά και την είχε φτιάξει λέπι-λέπι η ίδια η Όλγα η Δασκαλάκη. Τέσσερις άνδρες χρειάστηκε να με σηκώσουν και να με τοποθετήσουν ξαπλωμένη μέσα στην τεράστια ανοιχτή αχιβάδα, που είχαν επιμεληθεί τα αδέλφια Τάκης και Γιάννης Πρινιωτάκης με τον Τάκη Αποστόλου. Φορούσα και μια μαύρη μπλούζα ολοκέντητη με πετράδια και στρας. Στο πρόσωπο έβαλα μάσκα, που έμοιαζε με ψάρι και στο κεφάλι στέμμα.
Η παρέλαση ξεκίνησε από την πλατεία Νομαρχίας. Χαμογελούσα και χαιρετούσα όλον τον κόσμο. Ήμουν πολύ προσηνής με τους θεατές. Την ώρα της παρέλασης είχα γύρω-γύρω από το άρμα μέλη της Λέσχης ως παραστάτες για την ασφάλειά μου. Μερικοί θεατές παρακάλεσαν να ανέβουν τα παιδιά τους στο άρμα και να φωτογραφηθούν μαζί μου. Φυσικά και δεν τους χάλασα χατίρι. Θυμάμαι πόσο ελαφριά ήμουν ντυμένη και πόσο τσουχτερό ήταν το κρύο. Το βράδυ δεν πήγα στον χορό, γιατί είχα υψηλό πυρετό. Τις επόμενες μέρες, όταν πήγα στα Χανιά να δω μια θεία μου, πολλοί με σταματούσαν να μου πουν για τη γοργόνα, προσωνύμιο, που τελικά έμεινε και με αποκαλούν έτσι ακόμη και σήμερα. Δεν ξαναμπήκα στο Καρναβάλι».
Μάνος Χ. Γοργοράπτης