«Αναποτελεσματικό και μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών καθώς δεν επιλύει τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες»,
χαρακτήρισε τον κρατικό προϋπολογισμό 2025 που έφερε προς ψήφιση η Κυβέρνηση στη Βουλή των Ελλήνων, ο Βουλευτής Ρεθύμνης και υπεύθυνος ΚΤΕ Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Μανόλης Χνάρης.
Ο Μ. Χνάρης, με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο, επέκρινε την οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης, η οποία εθελοτυφλεί, κρύβοντας τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας κάτω από το χαλί της επικοινωνιακής διαχείρισης.
Επιπλέον, κατέκρινε την ανικανότητα του επιτελικού κράτους να αντιμετωπίσει την ακρίβεια «..με το κόστος ζωής να είναι εκρηκτικό και δυσανάλογο με την αγοραστική δύναμη των πολιτών..», επισημαίνοντας πως πλέον «..οι φόροι αγγίζουν το 40% του ΑΕΠ και η σχέση άμεσων - έμμεσων φόρων βρίσκονται στο 1 προς 1 για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εν αντιθέσει με το 1 προς 1,63 που ισχύει για την Ελλάδα».
Παράλληλα, οξεία κριτική άσκησε και για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει κρίσιμοι τομείς του κοινωνικού κράτους, όπως είναι: η δημόσια υγεία και παιδεία, με τους Έλληνες πολίτες να επιβαρύνονται με ολοένα και περισσότερες δαπάνες σε ιδιωτικές υπηρεσίες, τη ραγδαία στεγαστική κρίση με την ιδιοκατοίκηση να παρουσιάζει συνεχώς φθίνουσα πορεία, τα «κόκκινα δάνεια» να εξακολουθούν να εγκλωβίζουν τους πολίτες και το ενεργειακό κόστος να έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
Επιπλέον, εστίασε στον ολοένα και χειμαζόμενο από την ανύπαρκτη αγροτική πολιτική της Κυβέρνησης πρωτογενή τομέα, υπογραμμίζοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, αναφερόμενος ειδικότερα:
- Στο ποσό της προκαταβολής βασικής ενίσχυσης του 2024, που αποτέλεσε το μικρότερο ποσό που ιστορικά έχει καταβληθεί.
- Στη μη απλοποίηση των οικολογικών σχημάτων ενώ ποσό πάνω από το 10% εκ του συνολικού ποσού των 430εκ.€ κατευθύνεται σε τρίτους με συνέπεια να χάνεται από το εισόδημα των πραγματικών δικαιούχων – παραγωγών.
- Στην είσοδο των ζωονόσων της πανώλης και της ευλογιάς και στη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας καταβολής των αποζημιώσεων και της αντικατάστασης του ζωικού κεφαλαίου.
- Στη μη καταβολή της οικονομικής ενίσχυσης ΑΜΑΛΘΕΙΑ για τους νησιώτες κτηνοτρόφους παρά την παρέλευση 2,5 ετών από την εξαγγελία της.
- Στην εμπορική συμφωνία Mercosur και στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και την προστασία εμβληματικών προϊόντων, όπως είναι η φέτα.
- Στο δυσθεώρητο κόστος παραγωγής.
- Στο δισεπίλυτο πρόβλημα της έλλειψης εργατών γης.
- Στις ανεξέλεγκτες ελληνοποιήσεις και στη νοθεία των αγροτικών προϊόντων.
- Στην αναθεώρηση του αναχρονιστικού κανονισμού του ΕΛΓΑ προκειμένου να συμπεριληφθούν και αποζημιώσεις για τις συνέπειες της κλιματική κρίσης και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου ή εναλλακτικά ενός Εθνικού Ταμείου Κλιματικής Κρίσης.
Τέλος, επέκρινε και την ολιγωρία της Κυβέρνησης για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες του Ρεθύμνου στην καθημερινότητα τους μεταξύ των οποίων είναι:
- Η μη αναβάθμιση των υπολοίπων Κέντρων Υγείας και Περιφερειακών Ιατρείων παρά την αναβάθμιση του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου σε άγονο τύπου Ά.
- Η συνέχιση της ύπαρξης εκπαιδευτικών κενών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
- Η εξαγγελία κατασκευής μεγάλων έργων όπως είναι: το φράγμα Πλατύ ποταμού και τα αντισταθμιστικά της τοπικής κοινωνίας, ο ΒΟΑΚ, για τον οποίο διεκδικούμε την κατασκευή του περιφερειακού δρόμου της πόλης του Ρεθύμνου, ως συνοδό έργο, η κατασκευή του δρόμου Σούδα – αεροδρόμιο, η κατασκευή του πάρκινγκ της πλατείας των 4 Μαρτύρων, καθώς επίσης και η περαιτέρω επέκταση του αρδευτικού δικτύου του φράγματος των ποταμών στο σύνολο των περιοχών του Κάτω Μυλοποτάμου.
- Η χρηματοδότηση μελέτης για τη διάνοιξη σήραγγας για το φαράγγι του Κοτσυφού.
- Η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταβολής αποζημίωσης για τους πυρόπληκτους των Δήμων Αμάριου και Αγ. Βασιλείου και
- Η χορήγηση νέας παράτασης στην κτηματογράφηση για την απρόσκοπτη ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Συνοψίζοντας, κατέληξε ότι για εμάς «ανάκαμψη συνιστά η ευημερία πρωτίστως των ανθρώπων και όχι των αριθμών μόνο», συνεπώς η καταψήφιση του εν λόγω προϋπολογισμού συνιστά μονόδρομο δεδομένου ότι: «..Επιβαρύνει με βαριά έμμεση φορολογία τους πολίτες, χωρίς ούτε κατ’ ελάχιστον να επιλύει τα καθημερινά ουσιαστικά προβλήματα τους» και σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στην «εξάλειψη των ανισοτήτων και στην ενίσχυση των μεσαίων στρωμάτων και ευάλωτων ομάδων».