Η απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει τη συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων στα Πειθαρχικά Συμβούλια της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης συνιστά σοβαρό πλήγμα στα εργασιακά δικαιώματα και στη δημοκρατική λειτουργία του Δημόσιου Τομέα.
Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση (Φ277/91/19483/Ε2), μειώνεται ο αριθμός των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων από πέντε σε τρία. Με αυτόν τον τρόπο αποκλείονται οι δύο αιρετοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Οι αιρετοί, ως άμεσα εκλεγμένοι από τους συναδέλφους τους, διασφάλιζαν τη διαφάνεια, την αμεροληψία και τη δίκαιη κρίση στις πειθαρχικές διαδικασίες. Η απομάκρυνσή τους δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα αυτών των οργάνων, μετατρέποντάς τα σε μονομερή όργανα διοικητικού ελέγχου.
Η απόφαση αυτή δεν είναι τυχαία. Εντάσσεται σε μια συνολικότερη στρατηγική περιορισμού των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων στον δημόσιο τομέα. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αποδυναμώσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων, περιορίζοντας τον ρόλο τους σε κρίσιμες διαδικασίες. Με αυτόν τον τρόπο, απομακρύνεται κάθε εγγύηση διαφάνειας και λογοδοσίας, ανοίγοντας τον δρόμο για αυθαίρετες και ενδεχομένως πολιτικά κατευθυνόμενες αποφάσεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση στοχοποιεί τους εργαζόμενους και τα θεσμικά μας όργανα. Η κατάργηση των αιρετών στα πειθαρχικά συμβούλια αποτελεί συνέχεια μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα ως εμπόδιο και όχι ως θεμελιώδη θεσμό για τη λειτουργία της δημοκρατίας στον εργασιακό χώρο.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης για την απόφαση αυτή είναι η ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών στα Πειθαρχικά Συμβούλια. Ωστόσο, η πραγματικότητα διαψεύδει αυτόν τον ισχυρισμό. Οι καθυστερήσεις στις πειθαρχικές διαδικασίες δεν οφείλονται στους αιρετούς εκπροσώπους, αλλά στην ίδια τη διοικητική δομή και στις ευθύνες της κυβέρνησης. Άλλωστε, η πλειοψηφία των μελών των συμβουλίων (3 στους 5) διορίζεται από το κράτος.
Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να επιλύσει το ζήτημα των καθυστερήσεων, θα μπορούσε να ενισχύσει διοικητικά τις αρμόδιες υπηρεσίες, να ψηφιοποιήσει τις διαδικασίες και να διασφαλίσει επαρκείς πόρους για τη λειτουργία των συμβουλίων. Αντί για αυτά, επιλέγει την κατάργηση των εκπροσώπων των εργαζομένων, αποδυναμώνοντας τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη.
Η παρουσία των αιρετών στα Πειθαρχικά Συμβούλια δεν είναι ένα απλό προνόμιο των εργαζομένων. Είναι ένας θεσμός που διασφαλίζει ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν μετατρέπονται σε εργαλεία εκφοβισμού και αυθαιρεσίας. Οι αιρετοί συμβάλλουν στην εμπιστοσύνη των εργαζομένων στο σύστημα ελέγχου, προστατεύοντας τους δημοσίους υπαλλήλους από ενδεχόμενες διώξεις με πολιτικά ή προσωπικά κίνητρα.
Η κυβέρνηση οφείλει να επανεξετάσει αυτή την απόφαση και να αποσύρει τη ρύθμιση που αποκλείει τους αιρετούς από τα Πειθαρχικά Συμβούλια. Η αποτελεσματική λειτουργία του Δημοσίου δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την περιστολή της δημοκρατικής του λειτουργίας. Αντιθέτως, η διαφάνεια, η λογοδοσία και η δικαιοσύνη είναι οι βασικοί πυλώνες που πρέπει να ενισχυθούν. Και η συμμετοχή των αιρετών είναι απαραίτητη για αυτόν τον σκοπό.
Η μάχη για δημοκρατία, διαφάνεια και δικαιοσύνη στον δημόσιο τομέα είναι μάχη όλων μας. Και σε αυτήν τη μάχη, δεν μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι.
*ο Γιάννης Μαρινάτος είναι
Πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου
Πρόεδρος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Ν.Τ. Α.Δ.Ε.Δ.Υ Ρεθύμνου
και μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Α.Δ.Ε.Δ.Υ