ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Ένα μάθημα ιστορίας αλλιώτικο από τα άλλα στο Δημοτικό Σχολείο Ρουσσοσπιτίου

0

Τρεις απορίες έχουμε συνήθως οι μαθητές, όταν κάνουμε Ιστορία: Είναι αλήθεια αυτά που μαθαίνουμε; Πώς και από πού τα ξέρουμε όλα αυτά; Και, βέβαια, γιατί τα μαθαίνουμε και πού θα μας χρειαστούν; Έτσι, την προηγούμενη εβδομάδα, προσπαθήσαμε να πάρουμε κάποιες απαντήσεις και να γίνουμε κι εμείς για λίγο μικροί ιστορικοί, ώστε να δούμε πώς καταγράφεται η Ιστορία. Γνωρίσαμε αυτά που λένε «έρευνα» και «προφορική μαρτυρία».

Την Πέμπτη 25 Οκτωβρίου επισκέφτηκε την τάξη μας ο παπα- Μανώλης Βουμβουλάκης. Ήταν για πολλά χρόνια ο εφημέριος του χωριού μας, μέχρι που βγήκε στη σύνταξη. Ο ίδιος δεν είναι από το Ρουσσοσπίτι. Εδώ παντρεύτηκε. Η καταγωγή του είναι από το Άνω Μέρος, ένα από τα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης που καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση.

Ο παπα- Μανώλης ήταν τότε μόλις 14 ετών. Τον ρωτήσαμε, λοιπόν, να μας πει όσα έζησε ο ίδιος. Στη συνέχεια, σε ομάδες, καταγράψαμε όσα μας είπε, τα διασταυρώσαμε και τα ελέγξαμε. Κι επειδή εμείς  βρήκαμε συγκλονιστικά όσα ακούσαμε και μάθαμε, θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας.

Ήταν ξημερώματα της Τρίτης 22 Αυγούστου 1944. Στο σπίτι του παπα- Μανώλη  ένας θόρυβος ακούστηκε από το υπόγειο, που ήταν ο στάβλος τους. Τα ζώα χοροπηδούσαν ανήσυχα. Η μητέρα του παπα- Μανώλη παραξενεύτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι της για να δει τι συμβαίνει. Πήρε μαζί της κι ένα φωτάκι, ώστε να βλέπει καλύτερα. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες, οι Γερμανοί είδανε το φωτάκι κι έτρεξαν  προς το σπίτι. Η μητέρα ούρλιαξε. Φώναξε δυνατά στον άντρα της ότι έρχονται άνθρωποι στο σπίτι και, αν έχει νου, ας καταλάβει. Ο άντρας της την άκουσε και πρόλαβε να ντυθεί. Άρχισε να ψάχνει μια σκάλα που είχαν για να κρυφτεί στη σοφίτα. Όμως, από τον πανικό του δεν τη βρήκε κι  έτσι οι Γερμανοί τον έπιασαν.

Το σχολείο είχε δύο μεγάλες αίθουσες και ένα γραφείο, όπως και το δικό μας. Ήταν κι αυτό παλιό κτίριο. Εκεί μάζεψαν όλους τους χωριανούς. Κάποιος, που μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά, διάβαζε τα ονόματα. Στη μια αίθουσα συγκέντρωναν τους άντρες και στην άλλη τις γυναίκες με τα παιδιά. Εκεί ο παπα-Μανώλης είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του. Κάποια στιγμή κατάφερε να ξεφύγει και να πάει προς την άλλη αίθουσα, μήπως μπορέσει και τον ξαναδεί. Το είχε υποσχεθεί στη μαμά του που έκλαιγε. Η μαμά του ανησυχούσε γιατί ο άντρας της ήταν νηστικός και δεν είχε ρούχα μαζί του. Όμως ένας στρατιώτης της είπε πως δε θα τα χρειαστεί. Πήγε προς την είσοδο, αλλά δεν μπόρεσε να δει τον μπαμπά του. Είδε μόνο ότι μεταφέρανε κάποιους άντρες στο γραφείο και εκεί τους έβαζαν να γονατίσουν με τα χέρια ψηλά. Προσπάθησε να δει καλύτερα, αλλά ένας στρατιώτης τον έσπρωξε πίσω.

Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας πυροβολισμός, όμως δεν κατάλαβε τι ακριβώς έγινε. Κατά τις 10.00 το πρωί τους ανακοίνωσαν ότι θα καταστραφεί το χωριό τους, με διαταγή του στρατηγού Μίλερ,  επειδή έκρυβαν, λέει,  αντάρτες και Εγγλέζους και δεν υπάκουαν τους Γερμανούς. Τους είπαν, ακόμα, να πάνε και να πάρουν ό, τι πολύτιμο είχαν και σε μία ώρα να είναι πίσω. Όποιον βρουν στο χωριό ύστερα από μια ώρα, θα τον τουφεκίσουν. Έτσι τους είπαν.

Πήγε ο παπα- Μανώλης στο σπίτι του. Πήρε μόνο ένα καποτάκι που είχε, μια χοντρή κάπα, δηλαδή, σαν αυτές που φορούν οι βοσκοί. Είχε πάει 11.00 η ώρα. Μαζί με τη μητέρα του και τους υπόλοιπους χωριανούς άρχισαν να προχωρούν προς τον Μέρωνα. Εκεί θα τους συγκέντρωναν όλους κι έπειτα θα τους οδηγούσαν στο Ρέθυμνο, στη Φορτέτσα. Γιατί, εκτός από το Άνω Μέρος, θα έκαιγαν κι άλλα 7 χωριά από την περιοχή του Αμαρίου. Στον Μέρωνα, λοιπόν, είχαν φτιάξει έναν φράχτη. Εκεί μέσα τους έβαλαν. Εκτός από τον μπαμπά του, έλειπε και η αδερφή του και κανείς δεν ήξερε πού την είχαν πάει.

Τότε ακούει μια σιγανή φωνή: «Μανώλη, Μανώλη, πέτα μου το καποτάκι». Γυρίζει και βλέπει έναν συγχωριανό του που ήταν έξω από τα σύρματα. Ο παπα- Μανώλης το σκέφτηκε για λίγο, αλλά τελικά του το πέταξε. Ο συγχωριανός του παρατηρούσε κρυμμένος τον φρουρό. Κάποια στιγμή που ο Γερμανός είχε γυρίσει την πλάτη του, εκείνος πέταξε την κάπα πάνω από τον φράχτη προς την αντίθετη μεριά. Ο Γερμανός ασχολήθηκε με την κάπα κι έτσι ο άνθρωπος μπόρεσε και πήδησε μέσα στον φράχτη και σώθηκε- αλλιώς θα τον εκτελούσαν. Έτσι ένα καπότο έσωσε μια ανθρώπινη ζωή. Κι όχι μόνο. Κάποια στιγμή ο π. Μανώλης είδε έξω από τον φράχτη την αδερφή του με μια άλλη κοπέλα. Με παρόμοιο τρόπο ξεγέλασε τον φρουρό και μπόρεσε να τις τραβήξει μέσα από τα σύρματα για να σωθούν.

Την επόμενη μέρα τους μάζεψαν και τους πήγαν στη Φορτέτσα, που την είχαν κάνει φυλακή. Εκεί έμειναν 18 μέρες κι  έπειτα τους έδιωξαν. Είχαν όλοι την αγωνία να δουν τι απέγινε το χωριό και οι άνθρωποί τους. Γύρισαν κι είδαν το χωριό τους καμένο, γκρεμισμένο, κατεστραμμένο. Έμαθαν αργότερα ότι 6 μέρες το έκαιγαν και το λεηλατούσαν οι Γερμανοί. Είδαν αίματα σε τρία σπίτια κι ανθρώπινα μέλη. Καταλάβανε ότι τους άντρες τους είχαν εκτελέσει. Κανείς δεν επέζησε για να τους πει τι έγινε, όμως ο παπα-Μανώλης ήξερε πως δε θα ξαναδεί τον μπαμπά του, τον Αντώνη Βουμβουλάκη!

Σε μια άλλη εκτέλεση υπήρχε μάρτυρας κι έτσι μπορέσαμε να μάθουμε τι έγινε. Μια γριούλα ήταν, η κυρα- Ζαχαρένια, στις Βρύσες Αμαρίου. Η καημένη δεν μπορούσε να φύγει κι είχε κρυφτεί στο σπίτι της. Είχε πόρτα με πανωπόρτι, μια πόρτα που άνοιγε χωριστά  από πάνω, δηλαδή. Από εκεί παρακολουθούσε τι γινόταν. Είχαν πιάσει πολλά άτομα οι Γερμανοί, ανάμεσά τους και  έναν παπά από τη Μονή Ασωμάτων.  Μια μέρα, τη μέρα της εκτέλεσης, είχαν στήσει τους Κρητικούς για να τους τουφεκίσουν.  Ένας από αυτούς φώναξε  να ζήσει η Ελλάδα και τότε άρχισαν να τους πυροβολούν όλους. Στο τέλος της σειράς ήταν ο ιερέας, που τον έλεγαν  πατέρα Συμεών Δρετουλάκη[1]. Έφτασε η σειρά του. Άρχισαν να τον πυροβολούν, όμως οι σφαίρες δεν τον έβρισκαν. Πυροβόλησαν ξανά και ξανά. Εκείνος άρχισε να πηδά δύο μέτρα ψηλά. Τελικά, επειδή δεν μπορούσαν να τον πετύχουν, τον έσφαξαν με ένα μαχαίρι.

Οι Γερμανοί είχαν αρπάξει ό, τι υπήρχε και δεν υπήρχε στο Άνω Μέρος και στα γειτονικά χωριά: 100 βόδια, 2.000 όρνιθες, 2.000 οικόσιτα ζώα, 5.000 οκάδες χαρούπια, 40.000 οκάδες σιτάρι, 30.000 οκάδες λάδι, 6.000 οκάδες όσπρια… Κι ακόμα σκεύη, υφαντά, πολύτιμα αντικείμενα. Τα κουβάλησαν όλα στη Μονή Ασωμάτων.

Ακούγοντας τον παπα-Μανώλη, απορήσαμε γιατί τα έκαναν όλα αυτά.  Εκείνος μας είπε ότι η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι στις 26 Απριλίου του 1944 Άγγλοι και Έλληνες συνεργάστηκαν και απήγαγαν τον Γερμανό Διοικητή Κρήτης Καρλ Κράιπε. Όμως ο ίδιος πιστεύει ότι άλλος είναι ο πραγματικός λόγος, αφού από τον Απρίλιο ως τον Αύγουστο είχαν περάσει 4 μήνες. Οι νίκες των συμμαχικών στρατευμάτων έδειχναν ότι οι Γερμανοί θα χάσουν τον πόλεμο. Τότε αυτοί αφηνίασαν. Από τη μια ήθελαν να εκδικηθούν τους Κρητικούς για την αντίσταση που έκαναν όλα αυτά τα χρόνια κι από την άλλη ήθελαν να τους τρομοκρατήσουν, ώστε να φύγουν από το νησί χωρίς να τους γίνονται επιθέσεις.

Ρωτήσαμε τον ιερέα για το χωριό μας, το Ρουσσοσπίτι, αλλά δεν ήξερε να μας πει πολλά. Μας πληροφόρησε, ωστόσο, ότι στην κορυφή του Βρύσινα υπήρχε ένα φυλάκιο. Οι Γερμανοί φυλούσαν εκεί τις τροφές και τα πολεμοφόδιά τους πολύ καλά και είχαν βάλει συρματόπλεγμα γύρω γύρω. Μέσα και έξω από τα σύρματα  υπήρχαν νάρκες. Οι άνθρωποι που έμεναν στα γύρω χωριά,  στο Ρουσσοσπίτι και στα Καπεδιανά, πήγαιναν  κάθε βράδυ, έμπαιναν μέσα στο φράχτη και κατάφερναν να πάρουν κρυφά τρόφιμα και πολεμοφόδια. Όμως ένας χωριανός, στην προσπάθειά του αυτή,  τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι.

Στη συνέχεια μάς μίλησε για τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτά που ακούσαμε  μας στενοχώρησαν πολύ γιατί στο χωριό μας, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, έγιναν συγκρούσεις και σκοτώθηκαν Έλληνες από Έλληνες…

Ο παπά-Μανώλης είχε μπει στην  Εθνική Αντίσταση, στο πλευρό του καπετάν Μπαντουβά. Βραβεύτηκε από το ελληνικό κράτος για όσα πρόσφερε στην πατρίδα μας. Τον ρωτήσαμε να μας πει λεπτομέρειες για τη δράση του αλλά δε θέλησε. «Τίποτα». Έτσι μας είπε. «Εγώ δεν έκανα τίποτα». Κι αντί για άλλη απάντηση  μας συμβούλεψε να είμαστε πάντα μονιασμένοι. Να μην αφήσουμε ποτέ κανέναν και τίποτα να σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσά μας. Να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Να αγαπάμε τους γονείς και τους δασκάλους μας. Να σκεφτόμαστε κάθε μέρα πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ειρήνη. Να μην αποκτήσουμε ποτέ ποτέ και για κανέναν λόγο όπλα. Μόνο όταν θα πάμε στον στρατό να τα ακουμπήσουμε. (Συμφώνησε με έναν συμμαθητή μας πως, όποιος κρατάει όπλο, έχει το ένα πόδι στον τάφο). Μας συμβούλεψε, ακόμα, να προσευχόμαστε, γιατί η προσευχή ημερεύει τον άνθρωπο, τον ηρεμεί και τον φέρνει κοντά στον Θεό.

Οι μαθητές της Ε΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Ρουσσοσπιτίου θέλουμε να ευχαριστήσουμε δημόσια τον παπα- Μανώλη για όσα μας έμαθε. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε κι εσάς για τη φιλοξενία.

 

Οι μαθητές της Ε΄ τάξης

του Δημοτικού Σχολείου Ρουσσοσπιτίου

[1] Στο διαδίκτυο βρήκαμε ότι, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες,  ο πατέρας Συμεών κρατούσε τίμιο ξύλο. Γι’ αυτό δεν τον πετύχαιναν οι σφαίρες.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ