Η δημοτική μας παράταξη εκφράζει την αντίθεση της στον νέο εκλογικό νόμο για την Αυτοδιοίκηση που καταργεί την απλή αναλογική και αλλοιώνει την θέληση της τοπικής κοινωνίας.
Τον Μάιο του 2019 οι δημοτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν με ένα υβριδικό σύστημα απλής αναλογικής, (απλή αναλογική στα δημοτικά συμβούλια, πλειοψηφικό σύστημα στους δημάρχους και τις Επιτροπές), το οποίο κρίθηκε κατάλληλο για να διασώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την παρουσία του στους δήμους.
Kατόπιν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε στις περίφημες “τροπολογίες Θεοδωρικάκου”, μέσω των οποίων θεσμοθετήθηκε ένα πρωτοφανές δημαρχοκεντρικό σύστημα, που όμοιο του δεν προέβλεπε ούτε το προ απλής αναλογικής σύστημα, όπου πλέον ο δήμαρχος μπορεί να περνάει όλα τα κρίσιμα τοπικά ζητήματα μέσω των απόλυτα ελεγχόμενων επιτροπών (Οικονομική και Ποιότητας Ζωής), καθιστώντας το Δημοτικό Συμβούλιο απλό θεατή με ελάχιστη ή μηδενική δυνατότητα παρέμβασης.
Ουσιαστικά αυτές οι τροπολογίες στο όνομα της αντιμετώπισης ενδεχόμενων στρεβλώσεων από τον κατακερματισμό της λαϊκής ψήφου λόγω απλής αναλογικής, απλά κατήργησαν το ίδιο το νόημα των εκλογών όπως αυτές διεξήχθησαν το 2019.
Δύο χρόνια μετά, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εισηγείται ένα «νέο» πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, βαθύτατα αντιδημοκρατικό, (πλέον του αναμενομένου), που θα οδηγήσει την ήδη ρευστοποιημένη αυτοδιοίκηση σε οριστική αποσύνδεση από τους δημότες και από κάθε έννοια τοπικότητας.
Όλα τα εκλογικά συστήματα βέβαια, για κάποιο λόγο επιλέγονται… Εν προκειμένω, ενισχύεται η επάνοδος στον διπολισμό και ο ασφυκτικός έλεγχος της διαδικασίας εκπροσώπησης, μέσω της ανασύστασης δυο μεγάλων συστημικών «μπλοκ» που θα μονοπωλούν τις έδρες στα δημοτικά συμβούλια, περιορίζοντας κάθε πιθανότητα ανάδυσης και έκφρασης τοπικών πρωτοβουλιών και τη δυνατότητα των ενεργών πολιτών να αναλαμβάνουν αυτόνομη, τοπική, πολιτική δράση.
Ο νέος νόμος, βασικές πτυχές του οποίου παρουσιάζονται στον τύπο, αποτελεί ουσιαστικά μια επιστροφή στο προ απλής αναλογικής σκηνικό.
Ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του νέου νομοσχεδίου στηρίζεται στο δώρο του 60% των εδρών στον πρώτο συνδυασμό, στην εκλογή δημάρχου με 43% από τον πρώτο γύρο, στην πενταετή θητεία (όσο αραιότερα οι εκλογές, τόσο καλύτερα !!), κυρίως, στο όριο του 3% για την είσοδο στο δημοτικό συμβούλιο, που σε συνδυασμό με τη μείωση του αριθμού των δημοτικών συμβούλων και τη διασφάλιση των 3/5 των εδρών υπέρ του πρώτου συνδυασμού, οδηγεί σε πλήρη κατάρρευση της αναλογικότητας.
Οι πολίτες δεν είναι εύκολο να περιοριστούν πλέον σε κομματικά μαντριά αλλά αναζητούν επιλογές με κύριο κριτήριο τα πρόσωπα και τις αξίες που αυτά τα πρόσωπα εκπροσωπούν στις τοπικές κοινωνίες τους. Μια προσπάθεια από τα πάνω, μέσω δηλαδή του εκλογικού συστήματος, μόνο νέες στρεβλώσεις μπορεί να δημιουργήσει, νοθεύοντας καίρια τη λαϊκή βούληση και πλήττοντας καθοριστικά την πολιτική νομιμοποίηση των αυτοδιοικητικών θεσμών.
Ο νέος νόμος είναι σαφές ότι κινείται σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση, σχεδιασμένος με μια στόχευση ποδηγέτησης και ελέγχου της αυτοδιοίκησης από το κεντρικό κράτος.
Η σύγχρονη τοπική αυτοδιοίκηση, που καλείται συχνά να υποκαταστήσει τις ανεπάρκειες του κεντρικού κράτους μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, δεν έχει ανάγκη την επιστροφή σε ένα κομματοκρατούμενο παρελθόν αλλά την υιοθέτηση θεσμικών παρεμβάσεων που θα ενισχύσουν την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση της αυτοδιοίκησης μέσω θεσμών ουσιαστικού ελέγχου της διαφάνειας και λογοδοσίας των διοικούντων ,με στόχευση την επιστροφή των πολιτών στην κορυφαία δημοκρατική ευθύνη, τη συμμετοχή στα κοινά.
Και δυστυχώς με τον νέο εκλογικό νόμο αυτό δεν επιτυγχάνεται..