Ας πάμε διακόσια και πλέον χρόνια πίσω, και συγκεκριμένα στα 1810. Ο φοβερός και τρομερός γενίτσαρος Γετίμ Αλή, που έμενε στην Κυριάνα, την Μεγάλη Πέμπτη πάει στη Λούτρα για να αρπάξει, να κλέψει και να γλεντήσει.
Πάει στο σπίτι του Στέλιου Περακάκη και τον διατάσει να του φέρει τον λυράρη του χωριού για να γλεντήσει
Αδύνατον, είναι Μεγαλοβδομάδα και οι Χριστιανοί πενθούν, του απαντά ο Περακάκης.
Στη συνέχεια τον διατάσσει να τον ακολουθήσει και να πάνε στο Ρέθυμνο με τα μουλάρια.
Κατά τη διαδρομή, εκτέλεσε εφτά Χριστιανούς χωρίς σημαντική αιτία, συνήθως επειδή δεν ξεπέζευαν απο το γάιδαρο όταν τους συναντούσε.
Την άλλη μέρα, και ενώ οι γυναίκες στόλιζαν τον Επιτάφιο στην εκκλησία, ζητάει από τον Περακάκη τρόφιμα και πάει στο διπλανό σπίτι και αρπάζει με το ζόρι την πανέμορφη Πανωραία για να γλεντήσει...
Μόλις το έμαθε η μάνα της , που ήταν στη εκκλησία, έτρεξε και τον πρόλαβε λίγο πριν την εκκλησία της Αγίας Αννας.
Όρμησε σα θεριό επάνω του να τον κατασπαράξει. Κι αυτός, με μια μαχαιριά τη σκότωσε μπροστά στα μάτια της κόρης της.
Την Πανωραία την βρήκαν νεκρή την ημέρα του Πάσχα χωριανοί που την έψαχναν. Την ίδια μέρα το απόγευμα, την έθαψαν στον περίβολο της εκκλησίας μαζι με την μητέρα της.
Για το λόγο αυτό, επιβλήθηκε στους κατοίκους του χωριού χαράτσι επειδή την έθαψαν σε δημόσιο χώρο.
Η συνέχεια του Γετίμ Αλή στους περισσότερους είναι γνωστή.
«Το 1822, οι επαναστάτες έκαναν εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον των Τουρκοκρητικών, στην επαρχία της Μεσαράς. Ο Αλί Γετίμ, με 55 Τούρκους, είχε καταλάβει τότε το Αρκάδι. Οι οπλαρχηγοί όμως, Δεληγιαννάκης, Πωλιογεωργάκης, Μανουσέλης και Μαυροθαλασσίτης, περικύκλωσαν με τους άνδρες τους το μοναστήρι. Τη νύχτα της 17ης Ιανουαρίου του 1822, ο Δεληγιαννάκης μαζί με ακόμα 60 Σφακιανούς, κατόρθωσε να μπει κρυφά στον περίβολο του μοναστηριού, χρησιμοποιώντας μια μυστική μικρή θύρα, που μόνο αυτός γνώριζε. Έγινε τότε γενική έφοδος και ο Αλί Γετίμ, όπως και άλλοι Τούρκοι που είχε μαζί του, σκοτώθηκαν.
Με αφορμή την εξόντωση του Αλί Γετίμ, ένας άλλος ονομαστός Τουρκοκρητικός της περιοχής, ο Αλί Γλυμίδης (ή Γλυμιδάκης), παρουσιάστηκε σε μεγάλη συγκέντρωση Τουρκοκρητικών του Ρεθύμνου και ορκίστηκε εκδίκηση. Ορκίστηκε ακόμη, ότι θα φέρει οπωσδήποτε στο Ρέθυμνο τα κεφάλια του Δεληγιαννάκη και των άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών. Σύντομα, αφού συγκέντρωσε ένα στρατιωτικό σώμα 2.000 επίλεκτων Τουρκοκρητικών, εξόρμησε για να συναντήσει τους Έλληνες.
Η αποφασιστική σύγκρουση, έγινε στις 26 Ιανουαρίου του 1822 στα Ακόνια και η μάχη κρατήθηκε αμφίρροπη όλη την ημέρα. Με το δειλινό, άρχισε ανάμεσα στις δυο παρατάξεις, ομηρική ανταλλαγή από αλλεπάλληλα σαρκαστικά πειράγματα. Σε κάποια στιγμή, ο καπετάν Αναγνώστης, ή Παπαναγνώστης, φώναξε εναντίον του Αλί Γλυμίδη, ένα αυτοσχέδιο δίστιχο: «Επόρισες Αλί αγά τώρα να πολεμήσεις, όμως ορκίζω τον Θεό πίσω να μη γυρίσεις». Ο Αλί Γλυμίδης, ερεθίστηκε από το δίστιχο εκείνο και σείοντας το γιαταγάνι του, όρμησε εναντίων των πρώην ραγιάδων, μαινόμενος αλλά και αφύλακτος.»
Τον ακολούθησαν αμέσως οι δικοί του, αλλά την ίδια στιγμή, εξόρμησαν εναντίον τους και οι Έλληνες. Προτού όμως γενικευτεί η μάχη, ο Γλυμίδης πέφτει νεκρός από κάποιο ελληνικό βόλι. Τότε ο Σφακιανός αγωνιστής, Ανδρέας Μανουσέλης, έτρεξε πάνω στο πτώμα και μέσα σ’ ένα «χαλάζι» από σφαίρες, έκοψε το κεφάλι του, θυμίζοντας έτσι, σκηνές Τρωικού Πολέμου. Στην συνέχεια, ο Μανουσέλης κάρφωσε το κεφάλι του Αλί Γλυμίδη πάνω στο μακρύ καριοφίλι του και το περιέφερε επιδεικτικά.
Όταν οι Τουρκοκρητικοί αντίκρυσαν το θέαμα της κομμένης κεφαλής του αρχηγού τους, πανικοβλήθηκαν και τράπησαν σε φυγή, ενώ πίσω τους οι Έλληνες, τους κυνηγούσαν και τους κατέσφαζαν. Η πανωλεθρία των Τουρκοκρητικών, ήταν εντυπωσιακή. Πάνω από 100 επίσημοι μπέηδες σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, ανάμεσα στους οποίους και ο Μουζούρ αγάς με τον σημαιοφόρο του. Οι Έλληνες είχαν μόνο 14 νεκρούς. Οι αιχμάλωτοι στάλθηκαν στα Λούτρα, στον γενικό έπαρχο Αφεντούλη και αργότερα έγινε ανταλλαγή με πολλούς Ρεθύμνιους Έλληνες αιχμαλώτους. Εκείνη η νίκη, στερέωσε την επανάσταση στην επαρχία του Ρεθύμνου.
Οι συνθήκες του θανάτου του Γετίμ Αλί αναφέρονται στο παρακάτω τραγούδι «Γετίμ Αλής» στο βιβλίο του Πάρι Κελαηδή «Ριζίτικα για τα Σφακιά»:
Γλυμήδης και Γιετίμ Αλής το ‘χανε σηκωμένο,
κι’ απού το Κάστρ’ ως τα Χανιά ναμ’ είχανε βγαρμένο˙
ο Γιετιμάκης δέρνεται παρηγοριά δεν έχει
να ‘γδικηθή τσοι Χριστιανούς γυρεύει και ξετρέχει˙
σηκώνετε’ ένα πρόσαργο για ν’ ανεβεί στ’ Αρκάδι,
να πα να βρη το Γούμενο να λειτουργούν ομάδι˙
και σέρνει μιάν εκατοστή Τουρκάκια, Ρεθυμνιώτες
ντελικανήδες τα σκυλιά, και φοβεροί παιγνιώτες.
« – Γούμενε και καλόγεροι, θέλετε να σωθήτε;
γλήγορις να τουρκέψετε, αλλιώς θε να χαθήτε».
Σ’ ένα κελί το Γούμενο μα και τσοί καλογέρους,
με βάρδια μέσα τσ’ έκλεισε, τσοι κακομοιριασμένους.
Σαν εχαροκοπήσασι θέτου να κοιμηθούσι,
το δε ταχυά να σηκωθού κι ό,τι βρου να αρπούσι.
Μα ‘φυγέ ‘νας καλόγερος, γενναίο παλικάρι,
‘που το κουτούτο τα’ Αρκαδιού, και πάει για τα’ Αμάρι˙
που ‘σανε χριστιανοί πολλοί στραθιώτες καπετάνιοι.
Γλακά το γληγορήτερο για να ‘θελε προκάμει
στο Θρόνο εκατέβηκε κ’ εκάθισε λιγάκι,
στη Μπισταή τα’ απάντηξε το πρώτο μπαϊράκι:
ο Χατζηγιώργης, ο Ζερβός κι ο Αμηράς ο Σταύρος,
αυτοί που λευτερώσασι και το νησί της Σάμος.
Η βάρδια που τα’ απάντηξε εις τα’ αρχηγούς τον πχαίνει:
«Που’ έρχεσαι καλόγερε; Τη νύχτα που πηγαίνεις;»
« – Απού τ’ Αρκάδι έρχομαι, ο Γούμενος με πέμπει,
Γιατ’ έφταξε ο Γιετήμ Αλής και είμαστε χαμένοι».
Σερν’ ο Χατζής δριμειά φωνή: «Σταύρο μου, παλικάρι,
ογλήγωρα να τρέξωμε κι εχάθηκε τα’ Αρκάδι».
Δένουσι τον καλόγερο και ούλοι τα’ ακλουθούσι,
και κάνουσιν απόφαση στ’ αμπέλια να σταθούσι˙
εις το Δραγατοκάλυβο εκεί μονομερίζου
και πως θα τσοι πατήσουσι τότες αποφασίζου.
Τοτ’ ο Χατζής με τέσσερεις μπαίνου στο Μοναστήρι
μαζί με τον καλόγερο απ’ ένα παραθύρι˙
πηγαίνουν εις το Γουμενιό που ‘σαν οι καλογέροι,
γονατιστούς τσ’ ευρήκασι κι εκλαίγαν οι καϋμένοι.
Στο δώμα ανεβήκασι με το Ζερβονικόλα,
απού ‘ξερε τα τούρκικα, και των ετουρκολόγα.
Η βάρδια των εφώνιαξε με τούρκικα «που πάτε;»
λεν: «ο Αγάς μας έμπεψε να δούμε μην κοιμάστε».
Κι απής των εσιμώσασι ντελόγκως εχυθήκα
κι εκόψαν των τσοι κεφαλές μουιδέ δεν ακουστήκα.
Εις τα κελιά, στα δώματα, εκειά μονομερίζου,
και ξεσκεπάζου μερικά και σου τσοι συγυρίζου.
«Φωθιά! (φωνιάζ’ ο Γούμενος) χαλάσετε το σπίτι
να ιδούσι πως αλλάζουσιν οι Γούμενοι την πίστι».
Και ξεσκεπάζουν το κελί και κάνουσι μια τρύπα
με λάδι, ρούχα και ρακί ανάφταν και τα ρίχτα.
Και πιάνουν το Γιετίμ Αλή, κόγβουν την κεφαλήν του,
στο Ρέθεμνος την ‘μπέψασι να φαν οι γι-εδικοί του.
Εις το τζαμί την πήγασι να τήνε συντηρούσι
γονατιστοί επέφτασι να τήνε προσκυνούσι.
Ο Γλυμίδ Αλής
Πορίζουν απού τα Χανιά δώδεκα μπαϊράκια,
και παν να πολεμήσουνε τα δόλια Σφακιανάκια.
Πορίζουν κι απού τα Σφακιά τέσσερα μπαϊράκια,
να πα να πολεμήσουσιν τα Χατζή Αγαδάκια.
Στο Μεραμπέλο σμίξασιν οι Σφακιανοί κι οι Τούρκοι,
Τούρκοι ευτύς και Σφακιανοί εκάμασι γιουρούσι.
Ομπρός – ομπρός επήγαινε Αλής το Γλυμιδάκη,
κι εβάστα και στην χέραν του κόκκινο μπαϊράκι.
Γ-εις Σφακιανός εχύθηκεν ωσάν το περιστέρι,
και του κοψεν τη κεφαλή με το δεξιόν του χέρι.
Του έκοψεν τη κεφαλή τα’ αλή του Γλυμιδάκη
κι εβάσταν την στη χέραν του ωσάν το μπαϊράκι.
Γλυμίδην το κεφάλι σου, το πολυπαινεμένο,
του Ρούσιου το επήγασιν στο αίμαν κυλισμένο.
Βγάνει τρία βενέτικα μπαξίσι των τα δίδει,
απού τον εσκοτώσασιν αυτόνε το Γλυμίδη.
Γιατί ‘καψεν πολλές καρδιές κι ακόμ’ ήθελε κάψει˙
– απού να βγουν τα’ αμμάθιαν του απού θα τόνε κλάψη.
Γλυμίδην το κεφάλι σου που ‘θελε νταγιαντίσει
στο Ρέθεμνος κι εις τα Σφακιά να βγη να πολεμήση;
Γλυμίδην και Γετίμη μου, όμορφα παλικάρια
οι Σφακιανοί σας πιάσασιν κι έναι ντροπή μεγάλη.
Γλυμίδην το κεφάλι σου που ‘βανες τα τσιτσέκια,
οι Σφακιανοί το βάλασι σημάδι στα ντουφέκια.
Γλυμίδην το κεφάλι σου το ‘χουσι κρεμασμένο
και τ’ αποδέλοιπον κορμί το ‘χουσι πεταμένο.
Μεσ’ στου Προδρόμου το ‘χουσι κι οι σκύλοι θα το φάσι
γιατί δεν ήτονε πρεπό χώμα να το σκεπάση.
Πρεμαζωχτήτε στο τζαμί Τούρκοι και Γιανιτσάροι
να δήτε το Γλυμίδ Αλή, τα’ όμορφο παλικάρι.
Άνθρωπος δεν ευρέθηκε να μάθη την αλήθεια,
ο κουμαντάντης τω Σφακιώ αν έχη κρίνει δίκηα.
Ένα φερμάνι έμπεψε στη μπάντα του Ρεθέμνου,
να πιάσουν το Γλυμίδ Αλή, τον άντρα του πολέμου.
Να ‘χε του δώσει νταμουλάς και βουλήσ’ η γι-ώρα,
όντες ξεκίνα κι έβγανε τ’ ορντού απού τη χώρα.
Πηγές
http://agonaskritis.gr
https://greece4greeks.blogspot.com/2016/05/blog-post_96.html?m=0
https://cretablog.gr