Στο προηγούμενο άρθρο μας («Ρέθεμνος» 3/4/2021) μιλήσαμε για την Ιερά σταυροπηγιακή Μονή Πρέβελη, που κρατούσε το κέντρο του αγώνα κατά το έπος του Εικοσιένα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου και, μάλιστα, με τη θρυλική εκείνη μορφή τού λεοντόκαρδου "Φιλικού" Ηγουμένου της (ήδη από το έτος 1808), Μελχισεδέκ Τσουδερού (κατά κόσμον Μιχαήλ Τσουδερού) (γένν. 1769 - +1823), από το γειτονικό στην Ι. Μονή Πρέβελη χωριό Ασώματος, του «Τσουδερογούμενου», όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του, «άνδρα επίσημου και πολύπειρου και συγγενή των Καλλικρατιανών»[1]. Οι Κρητικοί αγωνιστές και, μάλιστα, οι Αγιοβασιλειώτες, υπολόγιζαν πολύ τη γνώμη του Μελχισεδέκ και στήριζαν απεριόριστα τις ελπίδες τους στη γενναιότητα και στα αγνά πατριωτικά του αισθήματα.
Ο Ηγούμενος Μελχισεδέκ μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη είχε γίνει ευρέως γνωστός στην τουρκική εξουσία ότι είχε ενεργό σχέση και διατηρούσε κρυφή αλληλογραφία με τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τον ενοχοποιούσε σοβαρότατα για τις ενέργειές του κατά της τουρκικής εξουσίας, αλλά και γιατί, ακόμα, από πολύ ενωρίς είχε μυηθεί στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας, όπως αποδεικνυόταν από την ενοχοποιητική αυτήν αλληλογραφία. Οι τουρκικές, λοιπόν, αρχές του Ρεθύμνου, που είχαν πληροφορηθεί τα σχετικά με τις δραστηριότητές του αυτές ανέμεναν να βρουν την ευκαιρία να τον συλλάβουν και να τον εξοντώσουν, ενώ και ο Ηγούμενος που είχε ενημερωθεί επ’ αυτών ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή και περίμενε[2].
Στην αρχή έστειλαν νιζάμηδες, που βρίσκονταν στα γειτονικά Λευκόγεια, να μεταβούν στη Μονή και να φονεύσουν τον ηγούμενο και όλους τους πατέρες. Λίγο αργότερα, στις 23 Μαΐου 1821, επισκέφθηκαν τη Μονή περί τους διακοσίους άγριοι και ωμότατοι Αμπαδιώτες Τούρκοι του Αμαρίου, με επικεφαλής τον Ισμαήλ αγά Κουντούρη ή Ψαροσμαήλη, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός. Σκοπός του να συλλάβει τους μοναχούς και τον ηγούμενο και να τους οδηγήσει στο Ρέθυμνο[3], όπου σκόπευαν να κρεμάσουν τον ηγούμενο προς κοινό παραδειγματισμό και εκφοβισμό.
Ο Μελχισεδέκ ειδοποιήθηκε εγκαίρως και αναχώρησε νύχτα από τη Μονή με κάποιους μοναχούς. Μάζεψε ό,τι πολύτιμους θησαυρούς είχε το μοναστήρι, τούς έκρυψε σε απότομες πλαγιές, κρύπτες και σπήλαια της περιοχής, απομάκρυνε και έκρυψε γέροντες και ασθενείς μοναχούς σε ασφαλή κρησφύγετα και ειδοποίησε τους αδελφούς του, Γεώργιο και Ιωάννη, να τον περιμένουν στον Ασώματο, όπου θα έφθανε με τους λοιπούς μοναχούς του Πρέβελη και έξι φορτία πολεμοφοδίων, που ο Μελχισεδέκ είχε προμηθευτεί από τη Σμύρνη με Σφακιανά πλοιάρια[4]. Ανεβαίνει στο ύψωμα Κουρκουλός, πάνω από το χωριό Ροδάκινο, όπου, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στις 24 Μαΐου του 1821, βλέποντας τη συγκίνηση και την αποφασιστικότητά των μαχητών που τον ακολουθούσαν να επαναστατήσουν, φώναξε προς όλους «Ζήτω η Επανάσταση», ευλόγησε τα όπλα και, ως άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ύψωσε την πρώτη επαναστατική σημαία[5] και, στη συνέχεια, κατευθύνθηκε προς τα Σφακιά[6]. Εκεί, στην Παναγία τη Θυμιανή, στις 29 Μαΐου 1821, ενώνονται μαζί και με άλλους Κρήτες οπλαρχηγούς και, μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών, αποφασίζεται η επίσημη κήρυξη της επανάστασης του Εικοσιένα για την Κρήτη[7]. Αλλά ουσιαστικά η επανάσταση στην Κρήτη είχε αρχίσει, ήδη, με τα επεισόδια που εν τάχει παρακολουθήσαμε παραπάνω στη Μονή Πρέβελη και στο Ροδάκινο, που υποχρέωσαν τους Κρητικούς να επισπεύσουν, αν και υπήρχαν σοβαρά προβλήματα, και να ξεκινήσουν την επανάσταση του Εικοσιένα.
Το πολεμικό σώμα της Μονής Πρέβελη, στη συνέχεια, έλαβε μέρος στη μάχη παρά τη θέση Ακόνια, Ρεθύμνου (26 Ιανουαρίου 1822), όπου οι Τούρκοι υπέστησαν πραγματική πανωλεθρία και σκοτώθηκε ο Γλυμιδαλής. Συμμετείχε, επίσης, στη μάχη στη θέση Πέταλο (Μάρτιος 1822), παρά τον Βρύσινα, με κακή, όμως, εδώ, έκβαση των γεγονότων (που αποδόθηκε στην αδεξιότητα του Αρχηγού Αφεντούλη), όταν το μεν σώμα του Πρέβελη οδηγήθηκε σε υποχώρηση προς το χωριό Κούμους, ενώ αυτό του Πρωτοπαπαδάκη παρέμεινε απαθές στον Κάστελο να παρακολουθεί την οπισθοχώρηση και τον επακολουθήσαντα θλιβερό θάνατο του μεγάλου και αγνού Γάλλου φιλέλληνα λοχαγού Βαλέστρα[8].
Το σώμα του Πρέβελη, περαιτέρω, υπό την αρχηγία του Μελχισεδέκ Τσουδερού, πολέμησε ηρωικά στον Άγιο Ιωάννη τον Καμένο (14 Ιουνίου 1821), όταν συνάντησε τον Ισμαήλ με 600 πάνοπλους στρατιώτες, επιστρέφοντας στα ρεθεμνιώτικα, μετά τη σύσκεψη στην Παναγία τη Θυμιανή. Ο Μελχισεδέκ, με τους περί αυτόν πολεμιστές, κυριολεκτικά τους κατετρόπωσε, ενώ σκοτώθηκε ο Ψαροσμαήλης. Μετά την εν λόγω μάχη, το σώμα του Μελχισεδέκ, επιστρέφοντας νικηφόρο στο Μοναστήρι και όταν έφθανε στο χωριό Κοξαρέ, πληροφορήθηκε ότι από τα ανατολικά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου 300 Τούρκοι με αρχηγό τον Δ(Ντ)ελή Μουσταφά λεηλατούσαν τα χωριά Μέλαμπες, Κρύα Βρύση, Ακούμια, καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος, στον Κισσό, και προχωρούσε προς το Σπήλι. Εκεί ο Μελχισεδέκ αποφάσισε να τους περιμένει και να δώσει τη μάχη.
Έτσι, στις 15 Ιουνίου 1821, στον Καψαλέ του Σπηλίου, με λόγια συγκινητικά και γεμάτα πατριωτικό παλμό ο Μελχισεδέκ ζητά από τους οπλαρχηγούς να ενωθούν όλοι τους με μια ψυχή εναντίον του εχθρού. Στη μάχη που ακολούθησε συντριπτική υπήρξε η νίκη των μαχητών του σώματος της Μονής Πρέβελη, ενώ ο Δελή Μουσταφάς συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Μελχισεδέκ και οι άλλοι αρχηγοί τού φέρθηκαν με καλοσύνη και ο Δελή Μουσταφάς λέγεται ότι του προσέφερε τον πολύτιμο οπλισμό του. Την άλλη μέρα ένας Σφακιανός πολεμιστής τον σκότωσε κρυφά και- όπως διηγείται διά στόματος Μ. Παπαδάκη- η παράδοση του Πρέβελη, αυτό έγινε γιατί ο Τούρκος αρχηγός δεν παρέδωσε τα όπλα του στους Σφακιανούς, αλλά στον Μελχισεδέκ[9].
Το επόμενο έτος- φθάνουμε στο 1823- έχουμε να απαριθμήσουμε ένα θλιβερότατο γεγονός, στην αρχή, κιόλας, της χρονιάς. Και πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1823 οι Κισαμίτες ζητούν βοήθεια από την Καγκελαρία, που είχε τη διεύθυνση του όλου αγώνα. Ο Γενικός Γραμματέας της Προσωρινής Διοίκησης Κρήτης Νεόφυτος Οικονόμου έστειλε στρατό και μαζί με αυτούς και το σώμα του Πρέβελη, με επικεφαλής τον ηγούμενο Μελχισεδέκ, καθώς και τα αδέλφια του Γεώργιο και Ιωάννη. Στη μάχη που έγινε κοντά στο χωριό Πολεμάρχι Κισάμου, στις 5 Φεβρουαρίου 1823, τραυματίζεται θανάσιμα ο αετός του Πρέβελη, ο ηγούμενος Μελχισεδέκ Τσουδερός. Το σώμα του διέσωσε στους ώμους του ο νεαρός αγωνιστής Ν. Φανδρίτης, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά και το μετέφερε στον Πλατανιά, όπου και θάφτηκε[10]. Πριν πεθάνει, ο Μελχισεδέκ όρισε διάδοχό του τον Νείλο Μοσχοβίτη. Η επαρχία Αγίου Βασιλείου θρήνησε έναν λαμπρό αγωνιστή, έναν λιονταρόψυχο μαχητή της ελευθερίας της Κρήτης. Ο θάνατος του Μελχισεδέκ τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα, με τραγούδι που έγραψε το 1840 η Αντωνούσα Ι. Καμπουροπούλα και περιλαμβάνεται στο βιβλίο της «Ποιήματα Τραγικά»[11].
[1] Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, έκδοση Αρκάδι, Αθήναι χ.χ., 252.
[2] Παναγιώτου Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 49. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Χωριά της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, στη σειρά των «Πρακτικών» του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου, τ. Δ΄, 186- 187.
[3] Πβ. Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, έκδοση Αρκάδι, Αθήναι χ.χ., 254 και Ι. Δ. Μουρέλλου, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειον Κρήτης 1931, 406.
[4] Γιάννης Τσουδερός, «Κουρκουλός, Τσιλίβδικας και Χάλαρα κ.λπ.», Πρεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ1 (Χανιά 2011), 17.
[5] Πβ. τα γεγονότα και στον Αναστάσιο Γούδα, Βιογραφία Τσουδερών ή Καλλεργών: εκ του ανεκδότου ενάτου τόμου των Παραλλήλων Βίων των κατά τον ιερόν αγώνα του 1821 διαπρεψάντων ανδρών, Αθήναι 1930.
[6] Παναγιώτου Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης…, ό.π..
[7] Παναγιώτου Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης…, ό.π..
[8] Κ. Κριτοβουλίδου, Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1859, 90- 91.
[9] Μιχάλη Μ. Παπαδάκη, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978, 231- 232. Πβ., πάντως, την εξιστόρηση των γεγονότων και από τον Παναγιώτη Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 50.
[10] Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, τ. Α΄, 162- 162.
[11] Αντωνούσα Καμπουροπούλου , Ποιήματα Τραγικά, Ερμούπολη 1840 (στον Εμμ. Σ. Καλλέργη, Εισαγωγή στην Ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, 67).