Ο Δήμαρχος Ζαχαρίας Γ. Κατσαντώνης (1860-1948), εξελέγη στις εκλογές του 1906, επί Κρητικής πολιτείας, επικρατώντας του Χαρίδ. Πλατύραρχου, Μύρ. Περάκη, Ιωαν. Τσουπάκη. Ο πατέρας του Γεώργιος, ήταν αδελφός του προπάππου μας Ιωάννη Κατσαντώνη(Αναγνώστη), Οπλαρχηγού στην επανάσταση του 1866 στο Αρκάδι. Κατοικούσε στους Γουργούθους, ήταν εκπάγλου-εντυπωσιακής εμφάνισης γι’ αυτό ο ίδιος, οι γιοί και εγγονοί του πήραν το παρατσούκλι Μπεληβάνης (εντυπωσιακός,γενναίος).Ο Δήμαρχος το ίδιο ήταν ψηλός, βιτσάτος, ευθυτενής, ρωμαλέος, ευπαρουσίαστος, αρχοντάνθρωπος, χαρακτηριστική και ιδιαίτερη προσωπικότητα, που δεν περνούσε απαρατήρητη. Το Άνω Μέρος τότε, όπως και πριν, υπαγόταν στο Δήμο Κουρητών που περιελάμβανε και όλα τα χωριά της Αμπαδιάς.
Ήταν ένας δραστήριος Δήμαρχος, τον οποίο χαρακτήριζε το αίσθημα δικαίου, και η μεγάλη διορατικότητα. Ήταν φιλοπρόοδος, προώθησε την ελαιοκαλλιέργεια με εμβολιασμό και φύτευση νέων δένδρων, την αμπελοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Κατασκεύασε τη γέφυρα του Αύλακα, μερίμνησε για τη βατότητα των ποταμών τους χειμερινούς μήνες. Δημιούργησε το αλσύλλιο στο Ρουπακιά με δρυγιές για τις οικοδομικές και στεγαστικές ανάγκες των δημοτών. Εκείνη την εποχή οι δήμαρχοι δίκαζαν και υποθέσεις αγροζημιών. Στον τομέα αυτό διακρίθηκε για τις σωστές και δίκαιες αποφάσεις του που όλοι αναγνώριζαν. Διέπρεπε στο ρόλο του ειρηνοποιού.
Έζησε τους Τούρκους στην Κρήτη, την αυτονομία και ένωσή της με την Ελλάδα, αλλά και στο τέλος της ζωής του, γέρος πια, είδε το σπίτι του και το χωριό του να ισοπεδώνονται από τις ορδές των απογόνων των Ούννων το 1944 και αυτό τον λύγισε και εξουθένωσε.
Επί Δημαρχίας του έδρα του Δήμου ήταν ο Άι-Γιάννης Αμαρίου. Τα γραφεία του Δήμου εγκαταστάθηκαν το πρώτο διάστημα στον οντά του Συμεών Καπαρού με ενοίκιο 6 δραχμές το μήνα, όπως δείχνει σχετικό για δύο μήνες, ένταλμα πληρωμής του Δήμου το 1907.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Χαρίκλειας Κατσαντώνη-Καλογεράκη(1880-1945), πρωτοξαδέλφης του Δημάρχου, τα γραφεία του Δήμου, μετά το πρώτο αυτό μικρό χρονικό διάστημα, που δεν προσδιορίζει πόσο ακριβώς ήταν, μετακομίζονται με εντολή του Δημάρχου στον παρακείμενο νεόδμητο οντά, της πρωτοξαδέλφης του και του συζύγου της Νικολάου Ι. Καλογεράκη, όπου και παρέμειναν μέχρι το 1911,οπόταν η έδρα του Δήμου έφυγε από τον Άι-Γιάννη. Η παραχώρηση χρήσης του οντά έγινε χάριν του πρωτοξαδέλφου τους Δημάρχου, δωρεάν, όπως τόνιζε.
Το γιατί έγινε η μεταστέγαση των γραφείων του Δήμου δεν αναφέρει. Λόγω της συγγένειας; Μήπως ο Συμεών Καπαρός έχοντας πολυμελλή οικογένεια, του χρειαζόταν πλέον ο χώρος; Επειδή το ενοίκειο θεωρήθηκε ακριβό για την εποχή, ενώ το δεύτερο οίκημα ήταν δωρεάν και ο Δήμαρχος ήθελε εξοικονόμιση χρημάτων; Επειδή ο Δήμαρχος διαφώνησε με τον ιδιοκτήτη για άλλα θέματα; Δεν μας έχει διασωθεί η αιτία αλλαγής της στέγασης του Δημαρχείου. Στον οντά αυτό του Νικολάου και Χαρίκλειας Καλογεράκη, παρέμειναν και υπάρχουν μέχρι σήμερα η πεντάμετρη σημαία της Κρητικής πολιτείας και μία σφραγίδα του Δήμου.
Γενικά η λεγόμενη κάτω ρούγα του Άι-Γιάννη, ήταν το παλαιό χωριό με αρχοντικά της εποχής, δυόροφους οντάδες και ιδιαίτερες κατασκευές, τα οποία διατηρήθηκαν, γιατί το χωριό, ως εκ θαύματος, δεν καταστράφηκε από τους Γερμανούς, παρόλη την εντονότατη αντιστασιακή του δράση. Οικήματα πετρόκτιστα, με πλάτος τοίχων 80 εκατοστά τα οποία μέχρι σήμερα αντέχουν, κατοικούντια και θαυμάζονται από τους ειδικούς μηχανικούς. Αυτά κατά τη γνώμη μας πρέπει να ανακηρυχθούν διατηρητέα, ιστορικά και παραδοσιακός οικισμός. Τα έχουμε διαβιβάσει στο Δήμο Αμαρίου πρόσφατα στην πολύ καλή προσπάθεια καταγραφής που έκανε. Αρκετά έχουν και την ημερομηνία κατασκευής στο οικόσημο τους.
Όλες αυτές οι μνήμες και τα έργα των παλαιών, είναι αναγκαίο να καταγράφονται και να διατηρούνται, γιατί, για τους γνωρίζοντες ιστορία, αποτελούν βασικές πηγές γνώσης της. Ο Ηρόδοτος, πατέρας της ιστορίας κατά τον Κικέρωνα, ο οποίος αν δεν υπήρχε δεν θα γνωρίζαμε τίποτα για τον Λεωνίδα, τον Μιλτιάδη,τον Θεμιστοκλή και τις νικηφόρες μάχες των Περσικών πολέμων, μας αναφέρει. «Εγώ δεν συμμετείχα στις μάχες αυτές, αλλά έγραψα αυτά τα οποία μου είπαν εκείνοι οι οποίοι τις έζησαν» και έτσι τα γνωρίζουμε σήμερα.
Γι’ αυτό είναι πολύτιμα τα βιώματα και τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 και της εθνικής αντίστασης, με τα κοινά σημεία και τις διαφορές τους, μέσα από την προσωπική οπτική γωνία του κάθε αγωνιστή, που είναι δεδομένη και θεμιτή στην ιστορία.