Αγαπώ αυτή την εποχή! Με γυρίζει πίσω, στην παιδική μου ηλικία, τότε που γεμίζαμε τη ζωή μας με όμορφα, αθώα πράγματα και δεν αφήναμε περιθώρια για άσχημες καταστάσεις. Κι ένα από αυτά που θυμάμαι καλά είναι τα μούρα ή στα κρητικά μούρνα, αυτής της εποχής.
Ξέραμε πού ήταν τα καλύτερα και πηγαίναμε με πολύ προσοχή, επειδή οι μουρνιές με τα καλύτερα μούρα (λευκά ή κόκκινα) δεν ήταν δικές μας και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος του αγροφύλακα, να μας κυνηγήσει, να μας πιάσει και να μας τιμωρήσει.
Σήμερα, ούτε στα χωριά οι νέοι ή στην Αθήνα, γνωρίζουν τι είναι αυτά και φυσικά δεν επιθυμούν να τα βρουν και να γευτούν τη γλύκα τους και τη γευστικότητα τους. Το βλέπω στην Αθήνα που ζω και το διακρίνω πολύ έντονα στα χωριά της επαρχίας, όταν βρεθώ.
Στην προχθεσινή βόλτα μου στο ανοιχτό αρχαιολογικό πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα που καλύπτει μια έκταση 140 στρεμμάτων, πολύ κοντά στο κέντρο της Αθήνας, το είδα για άλλη μια φορά, αυτό. Οι μουριές που ήξερα ήταν φορτωμένες από ώριμα μούρα που με… περίμεναν!
Ελάχιστοι άνθρωποι, τα γνωρίζουν, τα συμπαθούν και θέλουν να τα βάλουν στη διατροφή τους. Μια Αλβανίδα, λίγο μικρότερη μου στην ηλικία, τη συνάντησα να μαζεύει κι εκείνη μούρα και να τα τρώει επιτόπου. Γέλασα, γιατί το ίδιο ακριβώς έκανα κι εγώ!
«Η κόρη μου, με ρωτάει, γιατί δεν τα πλένω», μου λέει. «Άντε τώρα να της εξηγείς τι φρούτο είναι αυτό, την ευαισθησία του και γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να διαλυθούν στο πλύσιμο…» Είχε δίκιο. Όπως είχε δίκιο και το παιδί που έλεγε στη μαμά του, να τα πλύνει τα μούρα πριν τα φάει.
Μεγαλωμένα σ’ έναν κόσμο όπου για να επιβιώσουν και να είναι θελκτικά, επιθυμητά και εμπορεύσιμα τα φρούτα που βρίσκουν πια μόνο στη λαϊκή αγορά, ξέρουμε καλά πως τα «παστώνουν» στα κάθε λογής φάρμακα και τις ορμόνες… Οπότε, τι πιο φυσικό από το να τα πλύνουν, πριν τα βάλλουν στο τραπέζι τους;
Δεν έτυχε να δουν από κοντά, δέντρα που μεγαλώνουν αγνά, φυσικά φρούτα, όπως οι μουριές τον καρπό τους. Ειδικά τα μούρα που είναι πολύ ευαίσθητα, δεν θα τα δουν ποτέ στον πάγκο της λαϊκής, δεν αντέχουν πολύ, αφού τα κόψεις από το δέντρο. Η κατανάλωση τους πρέπει να είναι άμεση, αν θέλεις πραγματικά να τα γευτείς και να τα απολαύσεις.
Εξάλλου τις μουριές, μόνο άγριες θα τις βρεις. Δεν υπάρχει κάποιος να τις καλλιεργεί, γι’ αυτό το σκοπό. Οι πιο πολλοί θέλουν τη μουριά μόνο για τον ίσκιο της. Και προφανώς δεν ενδιαφέρονται να κάνουν καρπό, επειδή αυτά όταν ωριμάζουν και δεν προλάβεις να τα κόψεις, πέφτουν και «λερώνουν» το χώρο.
Δυστυχώς, αυτή την άποψη έχουν οι περισσότεροι για τη μουριά. Εκτός από εκείνους που έχουν γευτεί τον καρπό της και ξέρουν πόσο επιθυμητός είναι. Θυμάμαι, μια φορά έτυχε να βρεθώ στην Κρήτη, τέλος Ιουνίου και είχε ακόμη μούρα. Μαζί μου ήταν και οι αδελφές μου Μαλάμω και Στασούλα και τις πήρα να πάμε για μπάνιο στα νότια στου Ηρακλείου. Περνώντας από ένα μικρό χωριό, είδα μια μουριά μέσα στην αυλή ενός σπιτιού, φορτωμένη με τεράστια άσπρα μούρα. Πάρκαρα το αυτοκίνητο, χτύπησα την πόρτα του σπιτιού και βγήκε μια πολύ ευγενική ηλικιωμένη κυρία.
-Μπορώ να κόψω μερικά μούρα για να φάω, τη ρώτησα.
-Και βέβαια παιδί μου, μου απάντησε, φέρνοντας κι ένα πλαστικό μπολάκι για να το γεμίσω. Είχε, όντως, πάρα πολλά!
Κι ενώ έτρωγα κι έβαζα και στο μπολάκι για τις αδελφές μου, έρχεται έξω και μου λέει:
-Να σου φτιάξω ένα καφέ;
Πιο όμορφο, πιο γλυκό χαμόγελο, μόνο στο πρόσωπο της μάνας μου θυμάμαι να είχα δει. Το αληθινό, το εννοούσε πραγματικά αυτό που έλεγε. Την ευχαρίστησα ευγενικά, παίρνοντας μαζί μου τα μούρα που είχα μαζέψει. Κι αυτό το περιστατικό χαράχτηκε στην καρδιά μου, προσθέτοντας άλλα ένα λιθαράκι στις αναμνήσεις μου για τα μούρα…