ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

D- Day, 6 Ιουνίου 1944: «Η πιο μεγάλη μέρα του Πολέμου»

0

I. Σε μια αντίστροφη πορεία από την Ιστορία των νικητών στην Ιστορία «από τα κάτω» τέθηκαν οι βάσεις για μια στροφή στην μελέτη των βαθύτερων κοινωνικών φαινομένων που σκοπό είχαν την ερμηνεία του γεγονότος και όχι την απλή και μονοδιάστατη παράθεσή του. Η επιστροφή στο γεγονός γινόταν με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να εντάσσεται στην πολυπλοκότητα των ίδιων των κοινωνικών φαινομένων, τα οποία αφορούσαν ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικής ζωής από τη μελέτη του φύλου μέχρι τις μειονότητες. Σε αυτό το πλαίσιο δόθηκε αξιόπιστη απάντηση στα ρεύματα του αναθεωρητισμού μέσα και από τη γενική εικόνα των ιστορικών γεγονότων που δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης. Η Ιστορία πια γραφόταν για να ερμηνευθούν τα ιστορικά γεγονότα και έτσι να κατανοηθεί το παρελθόν. Θα χρειαζόταν όμως πολλές φορές η επανεξέταση των γεγονότων, ώστε μέσα από την παρουσίαση της συνολικής εικόνας τους να αποτραπούν τυχόν αμφισβητήσεις του ίδιου του γεγονότος και συνεπώς λανθασμένων ερμηνειών του.

Στην περίπτωση της Απόβασης στη Νορμανδία την Ιστορία την γράφουν οι νικητές. Όποιο άλλωστε ιστορικό γεγονός γυρίζεται κινηματογραφική ταινία πέρα από τον Ατλαντικό- με εξαίρεση τις ταινίες που σκηνοθέτησε ο Κλιντ Ίστγουντ (C. Eastwood) «Γράμματα από την Ίβο Ζίμα» και «Οι σημαίες των Προγόνων μας» (2006)- πρέπει να κατέχει ιδιαίτερη θέση στο εθνικό αφήγημα των Ηνωμένων Πολιτειών και έτσι να μην επιδέχεται κριτικής. Αυτό που εννοούμε είναι πως σημαντικές πτυχές της Απόβασης παραγνωρίζονται, αποσιωπούνται και εν τέλει υποβαθμίζονται, ακριβώς επειδή η πρόσληψη του γεγονότος στηρίζεται κυρίως σε όσα το επίσημο εθνικό αφήγημα των Η.Π.Α. παράγει και παραθέτει. Αυτό διαμορφώθηκε μέσα από τον ιδεολογικό και πολιτικό διχασμό που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος και στην αφήγηση του Β' Π.Π. δεν χωρούσε σε πολλές γραμμές η συμβολή χωρών που έλαβαν μέρος σ' αυτόν στο πλευρό των συμμάχων. Στην περίπτωση της Απόβασης μιλάμε για τις βρετανικές και τις καναδέζικες δυνάμεις και τους Γάλλους αντιστασιακούς.

Προπαγανδιστική αφίσα για την αμυντική ικανότητα του Τείχους του Ατλαντικού

Η D-Day ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στη μάχη εναντίον του Χίτλερ. Ένα χρόνο πριν το έτος της απόβασης οι στρατηγικές ανακατάληψης της Ευρώπης από τους Ναζί δεν είχαν ακόμη ξεκαθαρίσει. Αντίθετα, μετά και την εκκαθάριση του μετώπου της Βόρειας Αφρικής, οι προτάσεις- που έπαιρναν συχνά τη μορφή ανοιχτών συγκρούσεων μεταξύ των συμμάχων- σχετικά με το μέρος και το χρόνο της απόβασης στην Ευρώπη υπήρξαν πολλές και αντικρουόμενες. Ήταν σαφές πως η όποια επιλογή ταυτόχρονα σήμαινε και την εγκατάλειψη των υπόλοιπων στρατηγικών, που πολλοί θεωρούσαν πως θα οδηγούσαν στη νίκη. Οι Αμερικανοί ήθελαν τη δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου στη Βόρεια Γαλλία, πρόταση στην οποία και θα επιμείνουν σταθερά μέχρι την επιβολή της στους Βρετανούς, που ήξεραν καλά πως η αμερικανική παρουσία θα εξασθενούσε την βρετανική δύναμη στην Ευρώπη. Όμως, και για τις δύο πλευρές προείχε η συντριβή του Άξονα. Για το λόγο αυτό Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ συναντήθηκαν στην Καζαμπλάνκα, όπου και διατύπωσαν τη σαφή θέση πως δεν θα γινόταν αποδεχτό τίποτα άλλο εκτός από την παράδοση άνευ όρων της Γερμανίας.

Το μήνυμα αυτό είχε αποδέκτη και τον Στάλιν, που στα τέλη του 1943 στην Τεχεράνη θα συμφωνήσει με τους συμμάχους να μη δεχτεί κανείς να συμμετάσχει σε μια διαπραγμάτευση ή πολύ περισσότερο τη συνθηκολόγηση των ναζιστικών δυνάμεων και της ηγεσίας τους στο σύνολό της. Οι σύμμαχοι διατύπωσαν τη θέση πως η ναζιστική ηγεσία έπρεπε να λογοδοτήσει για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε και πως κανένας Ναζί στρατηγός δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευτεί οτιδήποτε. Προφανώς για τους Συμμάχους υιοθετήθηκε η άποψη πως καμία αξιόλογη κίνηση εναντίον του Χίτλερ στο εσωτερικό της Γερμανίας, που να τυγχάνει και ευρύτερης κοινωνικής στήριξης, δεν είχε εκδηλωθεί ούτε επρόκειτο να εκδηλωθεί.[1] Ο πόλεμος, λοιπόν, έπρεπε να τελειώσει με τη συντριβή της Γερμανίας. Η επιθυμία αυτή ήταν τόσο έντονη που οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί θα επέτρεπαν στο Στάλιν να καταλάβει μελλοντικά μέρος της Πολωνίας, αφού πρώτα τα σύνορα της με τη Γερμανία θα μετατοπίζονταν προς τα Δυτικά. Όσο για το δεύτερο- πέρα της Ιταλίας-  μέτωπο συμφωνήθηκε αυτό να δημιουργηθεί με την απόβαση δυνάμεων κάπου στη βορειοδυτική Γαλλία.     

Γερμανικό πολυβολείο στο «Τείχος του Ατλαντικού».

  II. Οι λευκοί μαρμάρινοι σταυροί μαζί και οι στήλες με το άστρο του Δαβίδ στέκουν σε σειρές στο αμερικανικό κοιμητήριο του Κολβίλ-σιρ-Μερ (Colleville-sur-Mer) κοντά στις ακτές της Νορμανδίας. Ο τόπος που αποτελεί έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί έναν ιδιαίτερο προορισμό για τους Αμερικανούς που πατούν το πόδι τους στην Ευρώπη, αφού η μνήμη των γεγονότων της Απόβασης κατέχει ιδιαίτερη θέση στο εθνικό αφήγημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι τελευταίες πλήρωσαν βαρύ τίμημα στις ακτές της Νορμανδίας, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις άλλες συμμαχικές χώρες που δεν είχαν τόσο μεγάλο αριθμό απωλειών. Οι Αμερικανοί είχαν, όμως, αυτό απέχει αρκετά από τον ισχυρισμό πως οι γερμανικές δυνάμεις πρόβαλλαν σφοδρή αντίσταση, αν και σε κάποιες στιγμές η αντίστασή τους ήταν δυσανάλογη του συσχετισμού δυνάμεων με τον εχθρό. Αν δούμε προσεκτικά τη γενική εικόνα της Απόβασης, και όχι μεμονωμένα τα γεγονότα που συνέβησαν στην παραλία Ομάχα, θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε τους λόγους που η γερμανική μηχανή δε λειτούργησε όπως θα έπρεπε, ενώ υπήρχαν οι υποδομές και αρκετά σχέδια για να αντιταχθεί μια αξιόμαχη δύναμη απέναντι στους συμμάχους. Η όποια γερμανική αντίσταση των δυνάμεων που στελέχωσαν τελικά τη γραμμή πυρός του τείχους του Ατλαντικού μπροστά στο μέγεθος των δυνάμεων που πάτησαν τις νορμανδικές ακτές ήταν καταδικασμένη.

Ο στρατηγός Αϊνζεχάουερ εμψυχώνει τους άντρες της 101 Αερομεταφερόμενης μεραρχίας λίγο πριν την απογείωσή τους.

Η «μεγαλύτερη μέρα του πολέμου» θα απομάκρυνε την «μονότονη μελαγχολία» (στίχοι συνθηματικοί που μετέδωσε το BBC για να δώσει το σύνθημα της επιχείρησης) και θα γεννούσε την ελπίδα της τελικής νίκης απέναντι στους Ναζί. Μια ελπίδα που ήδη είχε χαράξει στο ανατολικό μέτωπο με τη σφοδρή αντεπίθεση των σοβιετικών δυνάμεων του στρατηγού Ζούκωφ. Μέρα με τη μέρα ο εθνικοσοσιαλισμός φαινόταν ανίσχυρος μπροστά στα ίδια τα σχέδιά του. Το 1944, ένα χρόνο πριν το οριστικό τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η  αντιπαράθεση σε όλα τα μέτωπα θα πάρει την πιο αιματηρή μορφή. Είναι το έτος με τα περισσότερα θύματα, την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις των Ναζί αρχίζουν να υποχωρούν, αφήνοντας πίσω τους τα συντρίμμια του οράματος της Νέας Ευρώπης. Πρόκειται όμως για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, όπου οι κοινωνίες πλήττονται στο σύνολό τους, και η μάχη της επιβίωσης αφορά τους πάντες και τα πάντα, αφού πρόκειται στην κυριολεξία για έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Δεν χρειαζόταν να φτάσουμε το επόμενο έτος με τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι για να αποκαλυφθεί το μέγεθος των καταστροφικών δυνάμεων που έθεταν σε απειλή το ίδιο το ανθρώπινο είδος. Όταν οι Αμερικανοί πατούσαν το πόδι τους στην Ευρώπη το 1944 ήξεραν πως άλλος δρόμος πέρα από αυτόν που οδηγούσε στο Βερολίνο απλά δεν υπήρχε. «Ούτε βήμα πίσω» ήταν οι εντολές από την άλλη μεριά του Στάλιν. Ο πόλεμος αυτός έπρεπε να τελειώσει με κάθε τρόπο μέχρι την παράδοση άνευ όρων της ναζιστικής Γερμανίας. Αυτά που διακυβεύονταν απ’ όλες τις μεριές αιτιολογούν τη σφοδρότητα του πολέμου, την ανθρωποθυσία και τη συντριβή των κοινωνιών.

Ήδη από το 1943 οι όροι της σύγκρουσης μεταξύ της Αγγλίας και της ναζιστικής Γερμανίας είχαν μεταστραφεί. Όχι μόνο δεν ήταν δυνατή για τη Βέρμαχτ μια εισβολή στην Αγγλία, αλλά τουναντίον, μια εισβολή των Βρετανών στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν για τα γερμανικά επιτελεία μια πραγματική απειλή. Όταν το Νοέμβριο του 1943 ο Χίτλερ διόριζε τον στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ (Erwin Rommel) επιθεωρητή της Παράκτιας Άμυνας αυτό ακριβώς είχε κατά νου, την υπεράσπιση της Βόρειας Γαλλίας. Όμως το ονομαζόμενο «Τείχος του Ατλαντικού» είχε πολλά τρωτά σημεία, όπως τη διασπορά σε αρκετή απόσταση από τις ακτές των τεθωρακισμένων μεραρχιών, την ελλιπή αεροπορική κάλυψη με λιγότερα από 200 μαχητικά και το κυριότερο ήταν επανδρωμένο με εξασθενημένες και μαχητικά μη ικανές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο ίδιος ο Ρόμελ είχε επανειλημμένα διαπιστώσει από κοντά τις αμυντικές αδυναμίες στις ακτές, όπου οι ναρκοθετήσεις ήταν περιορισμένες, οι οχυρώσεις ανύπαρκτες σε καίρια σημεία και τα αντιαρματικά εμπόδια μικρά σε αριθμό εξαιτίας της έλλειψης μετάλλων. Επιπλέον, οι σύμμαχοι κατάφεραν να κάνουν τους Γερμανούς να πιστέψουν πως η επίθεση θα γινόταν σε παραλίες πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές της Νορμανδίας γύρω από την περιοχή του Καλέ. Μέχρι και την τελευταία στιγμή ο στρατάρχης Ρούντστεντ (Karl von Rundstedt) επικεφαλής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης του Δυτικού Μετώπου λάμβανε συγκεχυμένες πληροφορίες από τις γερμανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών για το χρόνο και τα μέρη της επικείμενης εισβολής. Το ανολοκλήρωτο «Τείχος του Ατλαντικού» με τις οχυρώσεις πολυβολείων σε παράκτιες θέσεις δε φαινόταν να έχει καμία ιδιαίτερη αποτρεπτική ικανότητα απέναντι στον όγκο των συμμαχικών δυνάμεων που επρόκειτο να διαπλεύσουν τη Μάγχη.

 Στην Αγγλία αρχές του 1944 είχε συγκεντρωθεί ένα τεράστιο πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων που περίμενε ετοιμοπόλεμο τις εντολές της ηγεσίας. Συνολικά περίπου τρεισήμισι εκατομμύρια στρατιώτες  (1.500.000 Αμερικανοί και 1.900.000 Βρετανοί) περίμεναν να προωθηθούν στις γαλλικές ακτές με αμφίβια μέσα κυρίως, αλλά και με αερομεταφερόμενες μονάδες. Ο βασικός στόχος ήταν η γρήγορη δημιουργία προγεφυρωμάτων και η προώθηση σε στρατηγικής σημασίας μέρη σε μια περίμετρο αρκετών χιλιομέτρων στο εσωτερικό της Νορμανδίας.[2] Για την απόβαση επιλέγηκαν πέντε παραλίες στη χερσόνησο Κοταντέν (Cotentin Peninsule), την ανατολική όχθη του ποταμού Ορν και τον κόλπο του Σηκουάνα, με τα κωδικά ονόματα Gold, Juno, Omaha, Sword και Utah. Η απόβαση θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 1944, όταν πια είχε εδραιωθεί το προγεφύρωμα των Συμμάχων. Μέχρι τότε είχαν συνολικά μεταφερθεί 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόνοι προμηθειών στις γαλλικές ακτές από 7.000 πλοία, από τα οποία μόλις 59 βυθίστηκαν. Τις πιο δύσκολες συνθήκες τις αντίκρισαν οι Αμερικανοί Ρέιντζερς της 1ης Μεραρχίας Πεζικού στην παραλία Ομάχα, κυρίως γιατί απέναντί τους είχαν μία από τις πιο αξιόμαχες μονάδες της Βέρμαχτ στην περιοχή, τη 352η Μεραρχία, και πολυβολεία με ενισχυμένο σκυρόδεμα σε υπερυψωμένα μέρη κατά μήκος της ακτής.

Πρώτο κύμα Αμερικανών στην Ομάχα

 «Στις 6 Ιουνίου 1944 στις 7.45 το πρωί οι άντρες της 1ης Μεραρχίας αποβιβάστηκαν στην αριστερή πλευρά της παραλίας Ομάχα. Τα πολυβόλα των Γερμανών χτυπούσαν με δριμύτητα τους άντρες σε όλο το μέτωπο της παραλίας. Τα πολυβόλα ήταν σε ψηλότερα σημεία από την παραλία και κάθε φορά που πυροβολούσες τα πολυβόλα ανταπέδιδαν τα πυρά. Οι άνδρες οι οποίοι μετέφεραν τα βαρύτερα φορτία εξοπλισμού, όπως τους ασυρμάτους, επλήγησαν περισσότερο, επειδή δεν μπορούσαν να κινηθούν τόσο γρήγορα όσο οι υπόλοιποι. Φτάνοντας στην παραλία, διαπιστώθηκε πως υπήρχαν πολλοί άνδρες από την πρώτη επίθεση της μονάδας που ήταν ακόμη καθηλωμένοι εκεί. Κάποιοι επέστρεφαν στη θάλασσα για να πάρουν τραυματίες, πυρομαχικά και εξοπλισμό. Δεν υπήρχαν επαρκείς έξοδοι από την παραλία που να είχαν εκκαθαριστεί από τις νάρκες και τα σύρματα.
Μετά την απόβαση το τμήμα αναδιοργανώθηκε όσο το δυνατόν περισσότερο, κινήθηκε μέσα από μία έξοδο και προχώρησε σε ένα σημείο περίπου 200 μέτρα εσωτερικά της παραλίας. Εκεί έγινε έλεγχος του εξοπλισμού και προσπάθεια αποκατάστασης της επικοινωνίας με το τάγμα».[3]

 Ήδη από την πρώτη μέρα της απόβασης αναπαραγόταν στον προπαγανδιστικό τύπο με εντολή του Βερολίνου ανακοινώσεις για την επίθεση κατά του «ευρωπαϊκού πολιτισμού»: «Τα βρεττανοβορειοαμερικανικά στρατεύματα εισβολής, τα οποία κατά τας πρώτας πρωινάς ώρας της 6 Ιουνίου ήρχισαν εις τον κόλπον του Σηκουάνα, δυτικώς της Χάβρης επίθεσιν εναντίον των γαλλικών ακτών, υποστηρίζονται υπό βομβαρδιστικών και ναυτικών σχηματισμών. Ισχυρός άνεμος, νέφη και ραγδαία βροχή παρεμποδίζουν πολύ τας μικράς διά στρατευμάτων και αρμάτων μάχης φορτωμένας μονάδας. Αύται προσπαθούν να καλυφθούν διά νεφών και ν’ αποφύγουν το λυσσώδες πυρ της γερμανικής επακτίου αμύνης.»[4] Οι πρώτες ειδήσεις στον προπαγανδιστικό τύπο των Ναζί κάνουν λόγο για την άμεση αντίδραση της γερμανικής ηγεσίας που «ανέμενε τον εχθρόν ακριβώς εις το σημείον» της απόβασης, για τη σύλληψη αιχμαλώτων, την αντίδραση της αντιαεροπορικής άμυνας, την καταβύθιση των αποβατικών πλοίων και τα βαριά πλήγματα των αγγλοαμερικανικών δυνάμεων.[5] Για τη γερμανική ηγεσία «εις τα πεδία των μαχών, που εξέσπασαν εις την Δύσιν, ενώ συνεχίζεται ο αγών εις τον νότον και την ανατολήν, κρίνεται τώρα το μέλλον της Ευρώπης[…]. Οι αγγλοαμερικανοί ωδηγήθησαν εις τας ακτάς της Δυτικής Ευρώπης κατ’ επιθυμίαν και κατ’ εντολήν του Στάλιν. Πρόκειται λοιπόν περί σχεδίου του μπολσεβικισμού του οποίου οι αγγλοσάξωνες έγιναν τυφλά όργανα».[6]

Στο πεδίο της μάχης η πραγματικότητα ήταν διαφορετική από αυτά που αναπαρήγε το Βερολίνο. Ήδη το πρωινό της 6ης Ιουνίου η 82η Μεραρχία απελευθέρωνε την πόλη Σεντ-Μερ-Εγκλίζ (Sainte-Mère-Église) και ο αντιπερισπασμός των συμμαχικών δυνάμεων είχε παραπλανήσει τη γερμανική ηγεσία και ακυρώσει κάθε σοβαρή προσπάθεια άμυνας τουλάχιστον στις ακτές. Στο εσωτερικό της Νορμανδίας οι Βρετανοί από κοινού με τους Καναδούς θα καταλάβουν με μεγάλες απώλειες την πόλη Καέν (Caen) στις 9 Ιουλίου και οι Αμερικανοί θα προελάσουν από την Ομάχα στο λιμάνι του Χερβούργου (Cherbourg) στα τέλη του ίδιου μήνα.    

 ΙΙΙ. Παρά το γεγονός πως η επιχείρηση της απόβασης στη Νορμανδία στέφτηκε με επιτυχία, ο δρόμος προς το Βερολίνο δεν θα ήταν εύκολος για τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα. Οπωσδήποτε η ανακατάληψη του Παρισιού από τις δυνάμεις αυτές και τους Γάλλους αντιστασιακούς στις 25 Αυγούστου 1944 σηματοδότησε την αντιστροφή του κλίματος και συμβολικά αποκατέστησε την τάξη του καλού έναντι του κακού. Οι Γερμανοί είχαν υποχωρήσει από τις αρχικές γραμμές τους στη γαλλική επικράτεια με γενική υποχώρηση στις 15 Αυγούστου, όμως, το κύριο μέλημα του στρατηγού Αϊζενχάουερ υπήρξε η παγίωση μιας αξιόπιστης γραμμής εφοδιασμού σε ένα βάθος μετώπου που διαρκώς διευρυνόταν. Παράλληλα η αποκατάσταση των συγκοινωνιακών υποδομών υπήρξε απαραίτητη για την ευόδωση της προσπάθειας. Ο αρχικός στόχος ήταν η κατάληψη των Κάτω Χωρών, ώστε να διευκολυνόταν η βασική επίθεση στην βιομηχανική καρδιά του Ράιχ στην περιοχή του Ρουρ. Αντίθετες φωνές όπως αυτή του στρατηγού Μοντγκόμερι που ήθελε άμεση επίθεση στη Γερμανία δεν έγιναν δεκτές. Εμπόδιο στην προέλαση αποτελούσε η παράταξη ισχυρών Γερμανικών δυνάμεων στην οχυρή γραμμή Ζίγκφριντ. Επιπλέον το γεγονός πως διασχίζουν την περιοχή αυτή πολλά ποτάμια έκανε την διέλευσή τους εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.

Ομάχα, 1944.

Στο δρόμο για το Άρμεν η αντίσταση των Γερμανών ήταν ο κύριος λόγος για την καθυστέρηση της προέλασης μετά και την αποτυχία των δυνάμεων των αλεξιπτωτιστών να δώσουν το πλεονέκτημα στους συμμάχους. Μπαίνοντας στο Φθινόπωρο του 1944 οι εχθροπραξίες είχαν επεκταθεί σε πολλά μέρη χωρίς οι σύμμαχοι να σημειώνουν ιδιαίτερη πρόοδο, παρά το γεγονός πως διέθεταν υπέρτερες δυνάμεις. Οι Γερμανοί του στρατηγού Ρούντστεντ έθεσαν στη μάχη όλες τις εφεδρείες και επιχείρησαν στην περιοχή των Αρδεννών μια τελευταία ανεπιτυχή αντεπίθεση. Πριν από την επίθεση των Αρδεννών τον Δεκέμβρη του 1944 ο Χίτλερ διακήρυσσε: «Μια νίκη των εχθρών μας θα οδηγήσει οπωσδήποτε στον μπολσεβικισμό μέσα στην Ευρώπη. Όλοι πρέπει να καταλάβουν, και θα καταλάβουν, τι θα σήμαινε αυτή η μπολσεβικοποίηση για τη Γερμανία. Εδώ δεν πρόκειται για αλλαγή του κράτους, όπως στο παρελθόν.[…] Εδώ όμως πρόκειται για την ύπαρξη της ίδια της ουσίας.[…]».[7] Με αυτά τα λόγια ο Χίτλερ έδινε το σύνθημα της αντεπίθεσης τη στιγμή που μαζί μ’ αυτόν όλα κατέρρεαν για το χιλιόχρονο Ράιχ. Το γερμανικό έθνος, πίστευε ο Φύρερ, απειλούνταν με αφανισμό, αφού απειλούνταν ο πυρήνας της ουσίας της γερμανικής φυλής.

Τη στιγμή που το Ράιχ έδινε τον αγώνα της επιβίωσης σε πολλά μέτωπα στα τέλη του 1944 η αντίσταση της Βέρμαχτ θα ήταν δυσανάλογη με τη δυσχερή θέση στη οποία είχε περιέλθει. Από τη μια οι διαταγές του Φύρερ για μη υποχώρηση, από την άλλη ο φόβος των Ναζί στρατηγών πως και η παράδοσή τους στους συμμάχους δεν ήταν λύση, αφού θα σήμαινε την εκτέλεσή τους για εγκλήματα πολέμου, έκαναν την αντίσταση των εναπομεινασών μεραρχιών λυσσώδη. Πολλές από αυτές ιδιαίτερα προς το τέλος αποτελούνταν από εφήβους και νέους της ναζιστικής νεολαίας. Αρχές του 1945 η μαχητική ικανότητα της Βέρμαχτ είχε δραστικά μειωθεί, όμως μια αντίστοιχη με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άμεση κατάρρευση της Βέρμαχτ δεν έγινε εφικτή. Η Γερμανία θα πολεμούσε μέχρις εσχάτων, το ίδιο και οι συμμαχικές δυνάμεις. Στις 9 Μαΐου 1945, σχεδόν ένα χρόνο μετά την απόβαση στη Νορμανδία, η ναζιστική Γερμανία θα συνθηκολογούσε άνευ όρων. 

Η γλυπτική σύνθεση «Οι γενναίοι» που έχει στηθεί στη μνήμη των στρατιωτών οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά την απόβαση.

[1] Eric Hobsbawm, Η Εποχή των Άκρων. Ο σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, 1997, σ. 63-64. Γενικά για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη βλ. το συλλογικό τόμο, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

(Το σφαγείο 50.000.000 ανθρώπων), Ε- Ιστορικά (εφ. Ελευθεροτυπία), Αθήνα 2008, σ.σ. 194.

[2] Για την D-Day βλ. Antony Beevor, D-Day. The Battle for Normandy, Penguin Books, 2009, ειδικά για την απόβαση στην παραλία Omaha το κεφάλαιο 7.

[3] http://www.americandday.org/Documents.

[4] Εφημερίδα Παρατηρητής, Χανιά, Τετάρτη 7 Ιουνίου 1944, «Αι δυνάμεις εισβολής σφυροκοπούνται υπό του γερμανικού πυροβολικού».

[5] Παρατηρητής, Πέμπτη 8 Ιουνίου 1944, «Ο πόλεμος εις το αποφασιστικόν στάδιον» και Παρασκευή 9 Ιουνίου 1944, «Βαρύταται απώλειαι των αποβατικών δυνάμεων εις Γαλλίας».

[6] Παρατηρητής, Σάββατον 10 Ιουνίου 1944, «Η Σοβιετική εισβολήν  εις την Δύσιν. Η Ευρώπη θα νικήση τον αγώνα διά την ζωήν και τον πολιτισμόν της».

[7] Mark Mazower, Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, 2009, σ. 522. Για την Πτώση του Χίτλερ και τις τελικές αντεπιθέσεις βλ. σ. 522-550.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ