ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η αγροτική πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου και το «ζήτημα του ελαίου» την περίοδο 1928-1932

0

 Το 1928 ο νομός Ρεθύμνου αριθμούσε 68.180 κατοίκους με πυκνότητα 47,61 κατά τ/χμ.[1]. Ο αγροτικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός υπολογίζεται το 1928 στους 15.469 κατοίκους, ενώ οι καλλιεργούμενες στο νομό εκτάσεις την ίδια χρονική  περίοδο έφταναν τα 143km2 [2]. Στις 5 Οκτωβρίου του 1929 ο δήμαρχος και οι αρχές της πόλης, καθώς και οι βουλευτές του Κόμματος των Φιλελευθέρων Νικόλαος Ασκούτσης, Βασ. Σκουλάς και Ι. Γοβατζιδάκης, υποδέχτηκαν τον υπουργό Γεωργίας  Σπυρίδη στο Ρέθυμνο. Το κύριο θέμα της συνάντησης αποτέλεσε η γεωργική κατάσταση του νομού Ρεθύμνου: «Εκ της συζητήσεως ταύτης, πράγμα άλλως τε γνωστόν, προέκυψεν ότι ο νομός Ρεθύμνης από γεωργικής απόψεως ευρίσκεται εις πρωτόγονον κατάστασιν, ότι υστερεί κατά πολύ όλης της άλλης Κρήτης. Η καλλιέργεια της ελαίας και της χαρουπέας είνε ατελεστάτη, τα λιπάσματα σχεδόν αγνοούνται και η αγροτική ασφάλεια ελλείπει σχεδόν εξ ολοκλήρου»[3].

Το «ζήτημα του ελαίου» συνίσταται, κυρίως, στη διαρκή υποτίμηση της τιμής διάθεσης του ελαιολάδου στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στις εξωτερικές αγορές. Η πτωτική της τιμής τάση έχει άμεση σχέση με τις διεθνείς τιμές του ελαιολάδου, που κρατούνται χαμηλές, αφ’ ενός γιατί η αγορά κυριαρχείται από τα φθηνά σπορέλαια ή αναμείξεις σπορέλαιου με ελαιόλαδου, αφ’ ετέρου γιατί στη διεθνή αγορά κυριαρχούν τα ελαιόλαδα άλλων χωρών, κυρίως της Ισπανίας. Η χαμηλή τιμή διάθεσης του ελαιολάδου από τον παραγωγό δημιουργεί οικονομικές πιέσεις στις χρηματικές εισροές του, κυρίως, γιατί το ελαιόλαδο έχει υψηλό κόστος παραγωγής. Η χαμηλή, όμως, τιμή διάθεσης του προϊόντος δε συνεπάγεται και μια χαμηλή τιμή εξαγωγής. Το ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται σε τιμές μη ανταγωνιστικές, αλλά και στην εγχώρια αγορά το κόστος αγοράς του διατηρείται υψηλό. Έτσι ανοίγονται δίοδοι για την φθηνή διάθεση των σπορέλαιων, που κυριαρχούν απέναντι των ακριβών και αμφιβόλου ποιότητος ελαιολάδων.

Το 1929 η τιμή διάθεσης του ελαιολάδου ήταν 16 δραχμές η οκά, ενώ το επόμενο έτος η τιμή του σημείωσε σημαντική πτώση φτάνοντας τις 8,5- 9 δραχμές[4]. Το διάστημα αυτό η αγορά ελαιολάδου δέχτηκε πιέσεις από την σε χαμηλότερη τιμή προσφορά σπορέλαιων, ώστε η πτωτική κίνηση της τιμής του ελαιολάδου να αποτελεί αναγκαίο κακό για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος, με θύμα του τον παραγωγό. Το 1930 έμειναν στο νομό αδιάθετες ποσότητες ελαιολάδου 6–7 εκατομμυρίων οκάδων, προκαλώντας πιέσεις στους παραγωγούς[5]. Ανάλογες πιέσεις δέχτηκε και η τιμή εξαγωγής του ελαιολάδου πέφτοντας μέσα σε ένα εξάμηνο από τις 80 λίρες ανά τόνο στις 49[6]. Επιπρόσθετα στην εξαγωγή προβλήματα δημιουργεί η κακή συσκευασία και η νοθεία του ελαιολάδου κατά την αποστολή του στους τόπους κατανάλωσης[7]. Στις Η.Π.Α., κράτος στο οποίο κατευθύνεται ο μεγαλύτερος όγκος των ελληνικών εξαγωγών, το ελαιόλαδο φτάνει με μεγαλύτερη οξύτητα και δυσάρεστη οσμή.

Σε τηλεγράφημά τους στις 7 Δεκεμβρίου 1929 οι αντιπρόσωποι συνεταιρισμών του νομού Ρεθύμνου διαμαρτύρονται προς τους τοπικούς βουλευτές Ασκούτση, Γοβατζιδάκη, Σκουλά και τον πρωθυπουργό Βενιζέλο για τα σπορέλαια και την αγρασφάλεια[8]. Σε υπόμνημά τους οι ελαιοπαραγωγοί και οι λαδέμποροι του νομού εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους για την υποτίμηση της τιμής του ελαιολάδου και για την έλλειψη μέτρων προστατευτικών από τη μεριά του κράτους. Το υπόμνημα συντάσσεται στα μέσα Νοεμβρίου 1929 και απευθύνεται προς την «σεβαστήν Κυβέρνησιν»[9]. Η ελαιοπαραγωγή χαρακτηρίζεται ως «ήκιστα επωφελής» και απαιτούνται από την Κυβέρνηση να εφαρμόσει τον νόμο περί σπορέλαιων, ώστε να μην μπορούν οι βιομήχανοι να εισάγουν μεγάλες ποσότητες σπορέλαιων από το εξωτερικό.

Το αγροτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου στόχευε στην κατά περιφέρειες βελτίωση των συνθηκών ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιφέρειας[10]. Ο ίδιος ο Βενιζέλος τοποθετεί την αντιμετώπιση των αγροτικών προβλημάτων ως προτεραιότητα της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι «το μέλλον μας έγκειται εις την γην». Προτρέπει, λοιπόν, «να στρέψωμεν το μεγαλύτερον μέρος της προσοχής μας εις την ανάπτυξιν της γεωργίας, διότι αυτό είναι το μέσον, όπως οι πόροι της χώρας αυξηθούν το ταχύτερον, όπως ο γεωργικός πληθυσμός αποβλέψη προς την τύχην του, όχι με την απογοήτευσιν, η οποία τον διέπει σήμερον, αλλά με την υπερηφάνειαν, ότι είναι ο ευγενέστερος πολίτης της Ελλάδος[11]». Ο Βενιζέλος στηρίζει τη βιωσιμότητα της χώρας περισσότερο στη γεωργία, η οποία αποτελεί την βασική δίοδο συναλλαγματικών εισροών με την εξαγωγή των γεωργικών προϊόντων[12]. Επιπλέον, θεωρεί ότι με μία φιλαγροτική πολιτική «η γεωργική μας τάξις θα γίνη το ασφαλέστερον έρεισμα και της πολιτικής και της κοινωνικής μας ζωής[13]». Παρά, όμως τις προεκλογικές και μετεκλογικές διακηρύξεις του η αγροτική δυσαρέσκεια στις ελαιοπαραγωγούς περιφέρειες συνέχιζε να υφίσταται, ώστε το «ζήτημα του ελαίου» να αποτελεί, ήδη από τους πρώτους μήνες, ένα από τα βασικότερα προβλήματα της νέας κυβέρνησης.

Η κυβέρνηση ως προς το ελαιόλαδο δεχόταν τις πιέσεις των ελαιοπαραγωγών και των εμπόρων ελαίου, κυρίως, στις ελαιοπαραγωγές περιοχές της Κρήτης, της Κέρκυρας και της Μυτιλήνης. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, που θα επιδεινωθεί μετά το 1929 με την υποτίμηση της τιμής  του ελαιολάδου, επιβάρυνε εξίσου τον παραγωγό και τον έμπορο, όμως, η πολιτική της κυβέρνησης δεν απέβλεπε στην ικανοποίηση εξίσου αμφοτέρων, γιατί με τα μέτρα που έλαβε στήριξε, κυρίως, τους εμπόρους λαδιού, που αγόραζαν ελαιόλαδο σε χαμηλές τιμές από τον παραγωγό. Παράλληλα, το ελαιόλαδο ως βασικό είδος διατροφής, έπρεπε να έχει χαμηλή τιμή για τον καταναλωτή των αστικών κέντρων, που και αυτός απέβλεπε στην προστασία του κράτους. Στο ζήτημα της προστασίας του ελαιολάδου από την κυριαρχία των σπορέλαιων και την επακόλουθη μείωση της ζήτησής του η κυβέρνηση είχε να βρει μία λύση που να μην θίγει τα συμφέροντα της βιομηχανίας σπορέλαιων και την ίδια στιγμή να ικανοποιεί τους ελαιοπαραγωγούς. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το «ζήτημα του ελαίου» υπήρξε ένα σύνθετο για την κυβέρνηση Βενιζέλου πρόβλημα, η αντιμετώπιση του οποίου δεν μπορούσε να γίνει παρά με την ικανοποίηση αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων και την εφαρμογή μιας πολιτικής ισορροπιών. Τα πρώτα δείγματα μιας τέτοιας πολιτικής δόθηκαν με την κατάθεση στη Βουλή προς ψήφιση του νομοσχεδίου «περί απαγορεύσεως πωλήσεως ελαιολάδων αναμεμιγμένων μετά σπορελαίων και άλλων φυτικών ελαίων» στις 12 Δεκεμβρίου 1928[14].

Στη συζήτηση των άρθρων του νομοσχεδίου διατυπώθηκαν τα αιτήματα και των δύο πλευρών από το βήμα της Βουλής. Βουλευτές που υποστήριζαν τα συμφέροντα των ελαιοπαραγωγών και βουλευτές που εκπροσωπούσαν το χώρο της νεοσύστατης βιομηχανίας σπορέλαιων, έθεσαν επί τάπητος το σύνολο των προβλημάτων. Η συζήτηση του νομοσχεδίου για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αυτό της νοθείας, εξελίχτηκε σε μία γενικότερη σύγκρουση συμφερόντων, που αφορούσαν την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση ως προς το ελαιόλαδο και τα σπορέλαια. Στις επιχειρηματολογίες των δύο πλευρών παρεμβάλλονταν βουλευτές που ζητούσαν την υπεράσπιση του καταναλωτή από την αισχροκέρδεια των παραγωγών και των εμπόρων[15]. Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, χωρίς να επεκταθεί στα γενικότερα προβλήματα, τοποθετήθηκε θετικά ως προς την πώληση των σπορέλαιων, με τον όρο αυτά να βρίσκονται εντός των βιομηχανικών δοχείων, ώστε να αποφεύγεται η νοθεία του ελαιολάδου. Η γενικότερη τοποθέτησή του ότι «το όνειρον μου θα ήτο να κατορθώσωμεν, ώστε όλος ο ελληνικός λαός να τρώγη σπορέλαιον. Να μη καταναλίσκεται ούτε μία οκά ελαιολάδου διά να το κάμωμεν φαγώσιμον, και να κατορθώσωμεν να το εξαγάγωμεν έξω, ώστε να εισάγωμεν δι’ αυτού εις την χώραν χιλιάδας εκατομμυρίων λιρών[16]», ουσιαστικά, παρέκαμπτε τα αιτήματα των ελαιοπαραγωγών περί προστασίας του εγχώριου ελαιολάδου και έδειχνε τις διαθέσεις της κυβέρνησης απέναντι στους ελαιοπαραγωγούς.

Ο εισηγητής της κοινοβουλευτικής προπαρασκευαστικής επιτροπής για το νομοσχέδιο Γεώργιος Παπανδρέου τάχθηκε υπέρ της με χωρίς τροποποιήσεις ψήφισής του και επιπλέον ζήτησε την απαγόρευση της εισαγωγής των σπορέλαιων «σόγιας», καθώς και την με το φόρο της δεκάτης επιβάρυνση των σπορέλαιων[17]. Το προς ψήφιση νομοσχέδιο αποτελούσε «προεκλογική επαγγελία και καθήκον του κυβερνώντος κόμματος» αναφέρει στην εισήγησή του ο Παπανδρέου, και καταλήγει λέγοντας ότι «αθρόα είναι τα τηλεγραφήματα και αι διαμαρτυρίαι αι οποίαι ελήφθησαν και αι οποίαι μας υπενθυμίζουν πρώτον, το δίκαιον της υποθέσεως του ελαίου[18]». Η προπαρασκευαστική επιτροπή αντέκρουσε το επιχείρημα των βιομηχάνων ότι το σπορέλαιο ήδη φορολογείται και πως μία τέτοια φορολογία θα οδηγούσε στο κλείσιμο των βιομηχανιών τους. Σύμφωνα με την επιτροπή το επιχείρημά τους δεν ευσταθούσε, γιατί η βιομηχανία σπορέλαιων ήδη προστατευόταν από εισαγωγικό δασμό 10 δραχμών κατ’ οκά, τη στιγμή που η παραγωγή μιας οκάς κόστιζε το ανώτερο 18 δραχμές. Με την επιβολή της δεκάτης επί των σπορέλαιων διατηρείται δασμολογική προστασία 7 δραχμών, αφού η φορολογία της δεκάτης επιβαρύνει την τιμή της οκάς κατά 3 δραχμές. Το συμπέρασμα της επιτροπής ήταν ότι με την εισαγωγή του φόρου αυτού ενισχύεται ο προϋπολογισμός με ένα σοβαρότατο, σύμφωνα με την εκτίμησή της, έσοδο: «Ζητούμεν όπως το έσοδον τούτο χρησιμοποιηθή προς ελαχίστην έστω μείωσιν της καταθλιπτικής φορολογίας του ελαίου[19]».

Ως προς την πρόταση της επιτροπής για την απαγόρευση της εισαγωγής σπορέλαιων «σόγιας», ο Υπουργός των Οικονομικών Γεώργιος Μαρής εξέφρασε την αντίθεσή του με το επιχείρημα ότι μια τέτοια διάταξη θα στερούσε τον κρατικό προϋπολογισμό από τους φόρους εισαγωγής, που έφθαναν τις 30.000.000 δραχμές ετησίως. Η παρέμβασή του οδήγησε την επιτροπή στην τροποποίηση της σχετική διάταξης και πρότεινε την ανάμειξη βαμβακελαίου με σπορέλαιου «σόγιας», ώστε να ανιχνεύεται με χημική ανάλυση η σύσταση του μείγματος, αντί της απαγορεύσεως της εισαγωγής. Στο πλαίσιο της συζήτησης ο Γ. Παπανδρέου επέμεινε στην μείωση της εξαγωγικής φορολογίας τους ελαιολάδου (27%), ώστε το προϊόν να μπορεί να ανταγωνιστεί την Ισπανία και την Ιταλία. Η εμφανής προσπάθειά του να υποστηρίξει τους ελαιοπαραγωγούς, τη στιγμή που και ο ίδιος πολιτευόταν στη Μυτιλήνη, δε βρήκε ερείσματα μέσα στην κυβέρνηση, που παρέμενε σταθερή στην πολιτική των ισορροπιών. Ο Μαρής υπερασπιζόμενος την αγροτική πολιτική της κυβέρνησης ανέφερε ότι πρώτη η κυβέρνηση προχώρησε στην ελάττωση κατά 2% του προσθέτου εξαγωγικού δασμού του ελαίου και στην ελάττωση της τιμής εξαγωγής από 32 σε 25 δραχμές την οκά. Φαίνεται πως οι πιέσεις του βιομηχανικού κόσμου στον Υπουργό των Οικονομικών για τροποποίηση του νομοσχεδίου απέδωσαν καρπούς και επηρέασαν και την πολιτική Βενιζέλου[20].

Η τελική ψήφιση του νομοσχεδίου με δεύτερη ανάγνωση  διαμόρφωσε καταρχήν ένα πλαίσιο προστασίας της ελαιοπαραγωγής. Παρά, όμως, την απαγόρευση της ανάμειξης ελαιολάδου με σπορέλαιο, εξακολουθούσαν να υπάρχουν μεγάλα περιθώρια νοθείας [21]. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν και κατά τη διάρκεια της συζήτησης οι βουλευτές Κογεβίνας και Ασκούτσης, αλλά μπροστά στις επιλογές της κυβέρνησης Βενιζέλου δεν είχαν περιθώρια αντίδρασης. Οι βουλευτές αυτοί εξέφρασαν στις τοποθετήσεις τους τα συμφέροντα των ελαιοπαραγωγών των περιοχών όπου πολιτεύονταν, δηλαδή, της Κέρκυρας και του νομού Ρεθύμνης αντίστοιχα. Η προώθηση των αιτημάτων των ελαιοπαραγωγών στη Βουλή αποτελούσε για τους προκείμενους βουλευτές υποχρέωση απέναντι στην εκλογική πελατεία τους, που τους πίεζε προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Λ. Κογεβίνας προς ενίσχυση των επιχειρημάτων του ανέφερε «ότι τα έλαια Κέρκυρας τα οποία εστέλοντο εις την Βάρναν, δεν παρελήφθησαν με την αιτιολογίαν δήθεν ότι νοθεύονται εις την Ελλάδα τα έλαια». Ο Νικόλαος Ασκούτσης υποστήριξε ότι η εγκατάλειψη των ελαιοπαραγωγών αποτελεί απειλή για την κοινωνική υπόσταση του κράτους, έχοντας πρόσφατες στη μνήμη του τις αγροτικές κινητοποιήσεις στην περιοχή του. Με την παρέμβασή του μεταφέρει τα αιτήματα της εκλογικής πελατείας του, όπως για παράδειγμα την ανάγκη γεωπόνων και τη δημιουργία σύγχρονων ελαιοπιεστηρίων στην Κρήτη[22].

Παρά τις τοποθετήσεις των παραπάνω βουλευτών και του Γ. Παπανδρέου ο Ε. Βενιζέλος παρέμεινε σταθερός στην τήρηση των ισορροπιών, χωρίς, όμως, να επιδιώκει μία απροκάλυπτη σύγκρουση με τους ελαιοπαραγωγούς, που στην πλειοψηφία τους ανήκαν στην εκλογική βάση του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Η μη εξαγγελία μέτρων προστασίας της ελαιοπαραγωγής, καθώς και η ψήφιση ενός νομοσχεδίου χωρίς αντίκρισμα δεν ικανοποιούσαν τις τάξεις των ελαιοπαραγωγών. Ο Βενιζέλος απαντώντας στον Ασκούτση ανέφερε με ειρωνεία ότι «εάν αναμίξετε μίαν οκάν σπορέλαιον με μίαν οκάν έλαιον Κρήτης εκείνο το οποίον θα υποστή την νοθείαν θα είναι το σπορέλαιον, όχι το έλαιον». Μια τέτοια επίθεση στο ελαιόλαδο υπήρξε  δικαιολογημένη, εξαιτίας της μεγάλης οξύτητάς του, όμως, η κακή ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου συνδεόταν άμεσα και με την έλλειψη μιας προστατευτικής γι’ αυτό κρατικής πολιτικής. Επιπλέον, ακόμη και αυτή η φορολόγηση των σπορέλαιων δεν υπήρξε αρκετή για την προστασία του ελαιολάδου, γιατί η εξίσωση της μεταξύ τους φορολογίας έγινε με βάση τη φορολογία της δεκάτης του ελαιολάδου και όχι ως προς την εξαγωγική του φορολογία που ήταν μεγαλύτερη.

Ο Ασκούτσης επανέρχεται στις 28 Μαρτίου 1930 στο «ζήτημα του ελαίου» στην εισηγητική του έκθεση στην επί του ελαίου Κοινοβουλευτική επιτροπή[23]. Διαμαρτύρεται για την πτώση των τιμών του ελαιολάδου στις 15-16 δραχμές, τη στιγμή που η παραγωγή ενός χιλιόγραμμου δεν μπορεί να κοστίζει κάτω των 35 δραχμών. Στην έκθεσή του ανέφερε ότι «εις εκ των μεγάλων συντελεστών της πτώσεως των τιμών του ελαίου και εις τας διεθνείς αγοράς και εις το εσωτερικόν υπήρξαν τα σπορέλαια. Αλλ’ εκείνο, το οποίον διεπιστώθη είναι η επαχθής φορολογική επιβάρυνσις αυτού, αλλ’ όχι μόνον επαχθής, όσον και άνισος και ανομοιόμορφος κατά διαμερίσματα[24] και του φόρου του Δημοσίου και λόγω των διαφόρων πρόσθετων φορολογιών, αι οποίαι επεβλήθησαν επί του ελαίου υπέρ ποικιλώνυμων ταμείων»[25]. Η φορολογία του εξαγόμενου από το νομό Ρεθύμνης ελαίου το 1930 ήταν 29,3% και επιβάρυνε τόσο τον ελαιοπαραγωγό όσο και τον έμπορο ελαίου[26]. Η κυβέρνηση, όμως, μέχρι τα τέλη του 1931 δεν πήρε κανένα μέτρο για την προστασία της ελαιοπαραγωγής, παρά τις προεκλογικές διαβεβαιώσεις του προέδρου της ότι «η ελαία ελκύει αμέριστον την προσοχήν της Κυβερνήσεως» [27].

Οι ανησυχητικές επιπτώσεις της υποτίμησης του ελαιολάδου και η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια των ελαιοπαραγωγών άρχισαν να απασχολούν το Βενιζέλο ήδη από τον Απρίλιο 1930, όταν δήλωνε ότι κάποιο γενικότερο μέτρο πρέπει να ληφθεί για την ελαιοπαραγωγή[28]. Το ζητούμενο ήταν να βρεθεί τρόπος να σταθεροποιηθεί η τιμή του ελαιολάδου και να οριστεί μια ενιαία κατώτατη τιμή που να προασπίζει τα συμφέροντα του παραγωγού και παράλληλα να μην επιβαρύνει την τιμή κατανάλωσης. Ο Βενιζέλος θεωρούσε τότε ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα μπορούσε να επιτευχθεί εάν «ένας οργανισμός μεγάλος, θα ανελάμβανε ν’ αγοράση όλο το ποσόν του ελαίου εις τιμήν, η οποία θα ήτο ικανοποιητική διά τον παραγωγόν και θα εφρόντιζε να το πωλή εις τιμήν, η οποία θα καλύπτη τα έξοδα της αγοράς, θα καλύπτη και τον φόρον τον αναλογούντα εις αυτό και, υποθέτω, ότι μία τιμή 16 δρχ., η οποία θα εδίδετο εις τον παραγωγόν, θα εθεωρείτο ικανοποιητική»[29]. Προτείνεται, δηλαδή, η δημιουργία μονοπωλίου για την αγορά και πώληση του ελαιολάδου, που να παρακάμπτει τους εμπόρους και να διατηρεί την επιθυμητή για τον παραγωγό κατώτατη τιμή.

Η  παρέμβαση  του  κράτους  στο  ζήτημα  του  ελαίου  δεν  μπορεί  παρά  να  απέδωσε  πρόσκαιρα  οφέλη  στους  παραγωγούς  που  μέσα  στη  γενικότερη  οικονομική  κρίση  γρήγορα  εξανεμίστηκαν. Η  πολιτική  του  προστατευτισμού  εξέφραζε  την  πεποίθηση  και  την  προσδοκία  ότι  με  την  ενίσχυση  του  αγροτικού  τομέα  θα  μπορούσε  να  επιτευχθεί  η  ανάκαμψη  της  οικονομίας[30]. Η  μη  επίτευξη  της  ανάκαμψης  και  η  συνακόλουθη  υποτίμηση  του  εθνικού  νομίσματος  είχαν  δυσμενείς  επιπτώσεις  και  στο  χώρο  της  ελαιοπαραγωγής  κυρίως  για  τους  παραγωγούς, αφού  μειώθηκε  η  τιμή  αγοράς  των  προς  εξαγωγή  πλεονασμάτων. Η  αύξηση, όμως,  των  εξαγωγών  ελαιολάδου  κατά  τα  έτη  1932-1933  αποτελεί  ένδειξη  της  νέας  συναλλαγματικής  πολιτικής  με  έντονη  προστατευτική  παρέμβαση  του  κράτους  στον  αγροτικό  τομέα, εκεί, δηλαδή, που  ο  Ελευθέριος  Βενιζέλος  στήριζε  τη  βιωσιμότητα  της  χώρας .


[1]  Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος του 1931, σ. 23-24.

[2] Ο αγροτικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός στην Κρήτη το 1928 ήταν 87.519 κάτοικοι και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις 841km2. Πηγή: Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος του 1930, σ. 76-77, για τον αγροτικό οικονομικά ενεργό πληθυσμό και για τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, δημοσιεύματα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Ετησία Γεωργική Στατιστική της Ελλάδος το έτος 1928, Αθήνα 1929.

[3] «Ελεύθερον Βήμα», 12-10-1929.

[4] «Κρητική Επιθεώρησις», 26 Οκτωβρίου 1929.

[5] «Κρητική Επιθεώρησις», 27 Απριλίου 1930.

[6] «Κρητική Επιθεώρησις», 28 Μαρτίου 1930.

[7] «Κρητική Επιθεώρησις», 2 Νοεμβρίου 1929.

[8] «Κρητική Επιθεώρησις», 7-12-1929, τηλεγράφημα του προέδρου της Ενώσεως κ. Σπ. Σκορδίλη.

[9] «Κρητική Επιθεώρησις», 17 Νοεμβρίου 1929.

[10] «Ελεύθερον Βήμα», 4 Σεπτεμβρίου 1932.

[11] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Γερουσίας», 23 Δεκεμβρίου 1929.

[12] Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η  Γηραιά Σελήνη, Η βιομηχανία στην Ελλάδα 1830-1940, Θεμέλιο 1993, σ. 340, 349.

[13] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 3 Ιουλίου 1929.

[14] «Η Καθημερινή», 14 Δεκεμβρίου 1928  και  21 Δεκεμβρίου 1928.

[15] Υπάρχει εκτεταμένη αρθρογραφία που ζητά από την Κυβέρνηση την προστασία του καταναλωτή, βλ. για παράδειγμα, Η Καθημερινή, 2-12-1928, 3-12-1928 και 4-12-1928.

[16] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 15 Δεκεμβρίου 1928.

[17] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 12 Δεκεμβρίου 1928.

[18] Η Ιστορία της Ελλάδος, Αι αγορεύσεις του ελληνικού κοινοβουλίου, 1909-1956, περίοδος Β’, τόμος Θ΄, σ. 383.

[19] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 12 Δεκεμβρίου 1928.

[20] Βλ. για παράδειγμα, «Η Καθημερινή», 11 Νοεμβρίου 1928.

[21] Για τους τρόπους νοθείας του ελαιολάδου βλ. ενδεικτικά «Η Καθημερινή», 2 Δεκεμβρίου 1928 και «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 12 Δεκεμβρίου 1928.

[22] Πρβλ. «Κρητική Επιθεώρησις», 4 Οκτωβρίου 1928, όπου διατυπώνεται η διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση για την έλλειψη γεωπόνων και την υπολειτουργία της Γεωπονικής Υπηρεσίας στο νομό Ρεθύμνης.

[23] «Κρητική Επιθεώρησις», 28 Μαρτίου 1930.

[24] Βλ. Μπάμπη Αλιβιζάτου, Κράτος και Γεωργική Πολιτική, έκδοσις Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι, χ.χ., σ. 322.

[25] Ο Ασκούτσης αναφέρεται στα Φ.Ε.Κ., 7 Απριλίου/8 Μαΐου 1928 και Φ.Ε.Κ., 8 Νοεμβρίου/18 Νοεμβρίου 1929. Το Γεωργικό Επιμελητήριο Ρεθύμνης εισέπραττε και αυτό φόρο 4% «επί του αντιστοίχου εις χρήσιν εγγείου φόρου επί του εξαγομένου ή μεταφερομένου ελαίου, ελαιών και λοιπών ελαιωδών και σάπωνος».  Για τη γεωργική φορολογία βλ. Σίδερις, Ι. Α., «Ιστορική Εξέλιξις της γεωργικής μας φορολογίας», Αρχείον Οικονομικών και κοινωνικών επιστημών και όργανον δημοσιεύσεων της Εταιρίας των κοινωνικών και πολιτικών Επιστημών, εκδιδόμενων υπό Δημητρίου Καλιτσουνάκη, εν Αθήναις 1931, σ. 355-412, τχ. Γ’,  Ιούλιος-Σεπτέμβριος.

[26] Φορολογία ελαίου τελωνείων  (1930).

Μυτιλήνης:    21,85%.

Κερκύρας:   33,05%.

Χίου:           25,06%.

Ηρακλείου:    30,09%.

Χανίων:       29,3%.

Ρεθύμνης:    29,3%.

Ζακύνθου:     26, 7%. .                                                      

Βλ. και «Κρητική Επιθεώρησις», 30 Απριλίου 1932.

[27] «Ελεύθερον Βήμα», 9 Απριλίου 1929.

[28] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Γερουσίας», 14 Απριλίου 1930.

[29] «Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής», 31 Μαρτίου 1930.

[30]  Κώστας  Κωστής , «Αγροτική  Μεταρρύθμιση  και  Οικονομική  ανάπτυξη  στην  Ελλάδα, 1917-1940 »,  στο  Βενιζελισμός  και  Αστικός  Εκσυγχρονισμός, Β΄  Έκδοση , 1992, σ. 149-157.

Rethemnos news monogram
Ελευθέριος Βενιζέλος
Βασίλειος Σκουλάς
Ιωάννης Γοβατσιδάκης
Νικόλαος Ασκούτσης
1 / 4
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η αγροτική πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου και το «ζήτημα του ελαίου» την περίοδο 1928-1932

0
Ελευθέριος Βενιζέλος
Βασίλειος Σκουλάς
Ιωάννης Γοβατσιδάκης
Νικόλαος Ασκούτσης
1 / 4
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ