Το μεταίχμιο στη σφαίρα της πολιτικής είναι η κρίσιμη, θα έλεγα και η οριακή, στιγμή του διαχωρισμού αντιτιθέμενων εποχών και προσανατολισμών. Πρόκειται για μια πολυσήμαντη χρονική φάση, όπου παρατηρούνται περίοδοι καταλυτικών αλλαγών, αλλά και παραλυτικής αδράνειας.
Οι αλλαγές πραγματοποιούνται όταν υπάρχει γόνιμο έδαφος. Απεναντίας, οι περίοδοι αδράνειας εμφανίζονται όταν συσσωρεύονται καταστάσεις φθοράς, στασιμότητας, ακόμη και παρακμής. Με τις παραπάνω παραδοχές μπορούμε κάλλιστα να ερμηνεύουμε αλλά και να κατανοήσουμε, τις μεταβολές στον πολιτικό χάρτη.
Στο νέο πολιτικό τοπίο καθρεπτίζονται με τον πιο καθαρό και έντονο τρόπο, οι μεγάλες αναδιατάξεις που προκάλεσαν οι διπλές εθνικές εκλογές. Ουσιαστικά επισφράγισαν το τέλος μιας μεγάλης περιπέτειας. Ο κύκλος που άνοιξε η χρεοκοπία του 2009, έκλεισε. Τα αλόγιστα ξεσπάσματα εξατμίστηκαν. Ο λαϊκισμός ηττήθηκε. Ο ανορθολογισμός υποχώρησε. Τις ιδεοληπτικές εμμονές διαδέχθηκαν, οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Η επιστροφή στην κανονικότητα συνοδεύτηκε με σημαντικές ανατροπές. Εύλογο ήταν, ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστεί μια πρωτοφανή καθίζηση. Αν ξεθυμάνει θα φανεί στο μέλλον.
Πάντως το βέβαιο είναι, ότι τα παλιά κομματικά σύνορα καταλύθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Οι μετακινήσεις των ψηφοφόρων το επιβεβαιώνουν. Ο άλλοτε κραταιός δικομματισμός, συνιστά πλέον παρελθόν. Μια νέα πολιτική ασυμμετρία, προσδίδει στον κυρίαρχο Κυριάκο Μητσοτάκη ξεχωριστή δυναμική.
Η επιτυχία του οφείλεται στα αντισώματα που ανέπτυξε, απέναντι στην αδράνεια και στην υστέρηση. Έτσι διασφάλισε τη δυνατότητα της αναπροσαρμογής του στο νέο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Η προσαρμοστικότητα την οποία επέδειξε, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην επικράτησή του.
Το μάθημα λοιπόν που προκύπτει είναι ότι: Η πολιτική δεν μπορεί να είναι άλλη από την γκραμσιανή, «τομή στη συνέχεια» Κάτι που όπως φαίνεται υποτίμησαν οι αντίπαλοι του. Είτε γιατί οι κεραίες τους δεν έπιασαν τις ανακατατάξεις στο κοινωνικό σώμα. Είτε διότι αδυνατούσαν να απεξαρτηθούν από τις συνταγές του παρελθόντος.
Η αδυναμία κατανόησης της ζώσας πραγματικότητας ή τυποποιημένης ανάγνωσης, σε καμμιά περίπτωση δεν συμβάλλει στην απόκτηση δημιουργικής πολιτικής. Και πολύ περισσότερο, στερεί στους συμμετέχοντες στον κομματικό ανταγωνισμό τη δυνατότητα να βρίσκονται σε αρμονία με τις προσδοκίες και τις αναμονές της πλειονότητας των πολιτών.
Η νέα πολιτική διάταξη, δεν είναι έκφραση κάποιας ακατανόητης εκτροπής. Αλλά ούτε περιορίζεται σε επιφανειακές μετατοπίσεις. Αντιθέτως διακρίνεται για τις βαθιές ανακατατάξεις, για τις νέες συντεταγμένες καθώς και για τη μετεξέλιξη των ισορροπιών. Η ενίσχυση της Ν.Δ, η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η εμφάνιση διαφόρων κομματιδίων που κινούνται στα άκρα, συνθέτουν ένα διαφορετικό σκηνικό.
Η περαιτέρω ισχυροποίηση της κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, εδράζεται στην προσωπική του επιλογή να μετακινήσει τον άξονα της πολιτικής του, στον αποκαλούμενο κεντρώο χώρο. Έτσι μπόρεσε να δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας με ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος που μέχρι πρότινος, δεν ήταν φίλα προσκείμενοι στη Ν.Δ. Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι ψηφοφόροι που είχαν κεντροαριστερές καταβολές.
Με τη συγκρότηση μιας σύγχρονης πολιτικής ταυτότητας, μαζί δε με μια συγκεκριμένη ατζέντα θεμάτων, δεν διεύρυνε μόνο τους δικούς του ορίζοντες, αλλά και του κόμματος του. Και το κυριότερο, εναρμονίσθηκε με τις επικρατούσες κυρίαρχες τάσεις που διαπερνούν τα τελευταία χρόνια την κοινωνία.
Το εγχείρημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αναμφίβολα δύσκολο και σύνθετο. Η προσπάθεια του να υπερβεί τα όρια της παράταξης, της οποίας ηγείται, προσκρούει στις αμετάβλητες ιδεολογικοπολιτικές της αναφορές. Η συμπόρευση της πλειονότητας των στελεχών της με τον Πρωθυπουργό, δεν παύει να είναι αναγκαστική. Και αυτό γιατί τους παρέχει κυβερνητική προοπτική και αξιώματα. Παρόλα αυτά η αμηχανία τους είναι φανερή.
Αποκαλυπτικό ήταν το κούμπωμα αρκετών βουλευτών του, όταν ο Πρωθυπουργός κατά την ομιλία του στις προγραμματικές δηλώσεις, αναφέρθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου και στον Κώστα Σημίτη, αναγνωρίζοντας την προσφορά και το έργο τους. Αξιοσημείωτο επίσης είναι, ότι συνέδεσε και τους δύο με τις διαχρονικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Μολονότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να επαναχαράξει τα σύνορα ενός, όπως υποστηρίζει νέου ιστορικού τόξου, η μείζον αλλά η ελάσσον αντιπολίτευση παραμένουν δέσμιες παραμορφωτικών φακών. Ο ΣΥΡΙΖΑ λογικό και αναμενόμενο, το παράδοξο εντούτοις είναι ο τρόπος που πολιτεύεται το ΠΑΣΟΚ. Η ιδεολογικοπολιτική του αναδίπλωση είναι εμφανής. Αντί να ανοίξει τους ορίζοντές του, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα του, ως κόμμα της ευρύτερης κεντροαριστεράς, καταφεύγει σε ατελέσφορα στρατηγήματα.
Η αντιπολιτευτική του φαρέτρα παραπέμπει σε παρελθόντα χρόνο, στη δεκαετία του 80. Ο δημόσιος πολιτικός του λόγος, βρίθει από ανεπίκαιρη αντιδεξιά ρητορική. Η αριστερόστροφη επιλογή του, επιβεβαιώνει την εκτίμηση πολλών ότι μέλημα του είναι να καταλάβει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρευσε, το ΠΑΣΟΚ αύξησε τις δυνάμεις του κατά τρείς μονάδες. Η δυστοκία του να θεμελιώσει μια σύγχρονη πρόταση, το αυτοπεριορίζει σε ένα στενό εκλογικό ακροατήριο. Το χειρότερο δε είναι η έλλειψη αντανακλαστικών. Φυσικό επακόλουθο είναι να αφήνει ελεύθερο ζωτικό χώρο στους ανταγωνιστές του.
Τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρέφεται στο πολιτικό Κέντρο, οικειοποιώντας την ταυτότητα και τις προτεραιότητες του, η ηγεσία ενός κόμματος που το εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο, για πολλά χρόνια, τον εγκαλεί για δεξιό προσανατολισμό. Κορυφαία περίπτωση είναι, το ότι δεν αντέτεινε ένα σοβαρό αντίλογο, όταν πρόσφατα ο Πρωθυπουργός ανακάλυψε την αξία και την σημασία του εκσυγχρονισμού. Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πει το αυτονόητο. Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι κενό γράμμα. Ούτε επικοινωνιακό τέχνασμα. Και πολύ περισσότερο δεν συνίσταται από αβαθείς και νοθευμένες πολιτικές.
Απεναντίας είναι εκείνο το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που αμφισβητεί τις πελατειακές και συντεχνιακές αντιλήψεις των κατεστημένων δομών, λειτουργιών και πρακτικών, αλλά και επιδιώκει την οριστική εκκοσμίκευση της κουλτούρας μας. Και βέβαια καθιστά προτεραιότητα του την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Οι πολιτικές αυτές απέκτησαν πρακτικό αντίκρισμα στη διάρκεια της Πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη.
Η επιχείρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ανασυνθέσει με τολμηρές κινήσεις το πολιτικό σκηνικό, βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Και αυτό γιατί όπως φαίνεται αντιλαμβάνεται την αλλαγή εποχής, αλλά και γιατί εκμεταλλεύεται τις προφανείς αδυναμίες των ανταγωνιστών του.
Πάντως πέρα από τις στοχευμένες ενέργειες και επιδιώξεις του, ο ίδιος και η κυβέρνηση του θα κριθούν στο πεδίο της σκληρής πολιτικής, της διαχείρισης των υπαρκτών και μεγάλων προβλημάτων που είναι απόρροια της υστέρησης. Και πρωτίστως των αγκυλώσεων ενός πολιτικού συστήματος οι οποίες καθηλώνουν την Ελλάδα έξω από τις συντεταγμένες του χοροχρόνου της ανάπτυξης.